Νίκος Ανδρείος, Απουσία, Οσελότος, Αθήνα 2014.
Ο ποιητικός μονόλογος Απουσία (Absence) είναι το τρίτο πόνημα του Ανδρείου μετά το Μάνες Ωχρές του 2011 και το Περίπατος στον Άδη του 2008. Το νοηματικό υπόβαθρο του τίτλου είναι προφανές. Σηματοδοτείται η έντονη στέρηση του ποιητικού υποκειμένου από κάτι πολύτιμο, εδώ από τον έρωτα, που η σπαρακτική του απουσία υπογραμμίζει ήδη τη σημαντικότητα της ύπαρξής του. Η διάσταση που δίνει στον έρωτα ο Ανδρείος είναι αυτή της ενσάρκωσής του από το άλλο μας μισό, αυτό που για χάρη του θα ήταν από μέρους μας αποδεκτή κάθε θυσία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μας αφορά όχι μόνο η τίμια εκμυστήρευση αυτού που ταλανίζει τον ήρωα αλλά και η ιδιάζουσα θέαση της ουσίας μέσα από τα μάτια του Ανδρείου.
Σε πρώτο επίπεδο ο στόχος του πονήματος είναι να εκφράσει τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον γράφοντα. Σε δεύτερο επίπεδο η συμφιλίωση με την τωρινή αρνητική κατάσταση. Σε ακόμη βαθύτερη ανάγνωση εντοπίζουμε τη λυτρωτική διάσταση της Τέχνης, δηλαδή την επίπονη τελετουργία εξορκισμού των δαιμόνων μας. Η λογοτεχνική πράξη σε παγκόσμια κλίμακα ενσωματώνει τον αυτοπροσδιορισμό μας σε σχέση με τα γεγονότα, τη συναισθηματική τους από εμάς αποτίμηση και την ανίχνευση πιθανών διεξόδων. Αυτό συμπυκνώνει και τη λειτουργικότητα της Τέχνης: το μικρό του καθενός μπορεί να γίνει το μεγάλο για όλους.
Η αφήγηση εκκινεί σκιαγραφώντας ένα ειδυλλιακό τοπίο λίμνης, καταπράσινης, ζωντανής, με το υγρό στοιχείο ως σύμβολο ζωτικότητας και δύναμης. Το ζευγάρι τοποθετείται στο κέντρο αυτής της εικόνας σε πλήρη αρμονία με τη ζωογόνα φύση. Η θέρμη των εκατέρωθεν συναισθημάτων και η εικόνα της ευτυχίας συναγωνίζονται το παραδεισιακό στοιχείο του τοπίου.
Η νοσταλγική αναπόληση αυτών των στιγμών αιφνιδίως ανατρέπεται. Χωρίς να διευκρινίζεται καθαρά η αιτία, καθηλωτικά συναισθήματα ενοχής ανακύπτουν από την πάλη του ποιητικού υποκειμένου με τον εαυτό του αλλά και μεταξύ των μελών του ζεύγους. Η πάλη αυτή πυροδοτείται από τη διλημματική διάσταση ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω της ζωής, καθώς και από την υπαρκτή αδυναμία των χαρακτήρων ως ολοτήτων. Η αρχική αίσθηση αρμονίας έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα ενοχικά συναισθήματα και κορυφώνει τη δική μας αγωνία.
Η γραφή του Ανδρείου εξιδανικεύει την εικόνα του ποιητικού αντικειμένου ως προς την αίσθηση και ως προς την αισθαντικότητα, πρόκειται για μια καθαρά ιδεαλιστική θεώρηση. Η αίσθηση και η αισθαντικότητα εμπερικλείονται και στη λειτουργία του τόπου από τον Ανδρείο. Η περιγραφή του τόπου ανακαλεί μνήμες που εμφανέστατα προκαλούν πόνο στον ήρωα. Η μνημονική ανάκληση εδραιώνει όμως την επανορθωτική εμπειρία. Στη συνέχεια έχουμε μια μορφή εγκιβωτισμού (ένα ποίημα μέσα στο ποίημα), μια στιχουργημένη αναδιήγηση του προσωποποιημένου Ήλιου, που επιστέφει το τοπίο ως σύμβολο του αρχετυπικού υπερβατικού όντος, ίσως και του ίδιου του θεού. Το σύμβολο του φωτός γίνεται πρόξενος απομάκρυνσης των ηρώων, αφού διαλύει το σκοτάδι της νύχτας που τόσο στοργικά τους αγκάλιαζε αποκρύπτοντάς τους από τους άλλους. Διαγράφει έτσι αντίστροφη πορεία, βυθίζει τον ήρωα στη μοναξιά και ταυτόχρονα κάνει ορατή την αντίθεσή του με τους άλλους, που χαίρονται στο φως.
Ακολουθεί η συστολή, με επακόλουθο την οριστική σχάση. Σε αυτό το εδεμικό τοπίο ανακύπτει αίφνης η αρχετυπική μορφή του προπατορικού αμαρτήματος. Έπεται η εκκωφαντική σιωπή. Το βλέμμα του ποιητή σε σχήμα κύκλου ξαναπέφτει στην άνυδρη πια λίμνη, που αποτελεί πια κινητήριο μοχλό της λειτουργίας της νοσταλγίας.
Στη συνέχεια ο ήρωας ταυτίζεται με το θείο πτηνό του θρύλου. Διαβάζουμε στην υποσελίδια σημείωση: Υπάρχει ένας θρύλος για ένα πουλί που κελαηδάει μια μονάχα φορά στη ζωή του, πιο γλυκά από κάθε άλλο πλάσμα πάνω στη Γη. Από τη στιγμή που αφήνει τη φωλιά του, ψάχνει για ένα δέντρο αγκαθωτό και δεν ησυχάζει αν δεν το βρει. Και τότε, εκεί που κελαηδάει ανάμεσα στ’ άγρια κλαριά, πάει και καρφώνεται στο πιο μεγάλο, στο πιο κοφτερό αγκάθι. Και πεθαίνοντας, υψώνεται πάνω από την αγωνία του, για να ξεπεράσει με το κελάηδημά του τον κορυδαλλό και το αηδόνι. Ένα τραγούδι θεσπέσιο, με τίμημα την ίδια την ύπαρξή του. Μα ο κόσμος όλος μένει ασάλευτος για ν’ ακούσει κι ο Θεός χαμογελάει στους ουρανούς Του. Γιατί το άριστο αποκτιέται μόνο με μεγάλο πόνο… Ή τουλάχιστον, έτσι λέει ο θρύλος.
Αυτό αποτελεί μια απεικονιστική τελετουργία κορύφωσης των διεργασιών στην ψυχή του ήρωα. Ο πόνος γίνεται το κίνητρο για να υπερβεί τους δεσμούς της ύλης εκτινασσόμενος στον χώρο του πνεύματος. Απελευθερώνεται από τα δεσμά του γήινου χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το αγκάθι, υποδηλωτικό του μεγάλου πόνου, και υψώνεται πάνω από την αγωνία του. Κατόπιν ο ήρωας παρουσιάζεται αυτοτιμωρούμενος σε μια εξοντωτική καταιγίδα. Το στοιχείο του νερού εδώ δεν είναι ζωοποιό, αλλά άγρια τιμωρητικό. Η καθαρτική θεομηνία συμβολίζει την τωρινή κατάσταση του έκπτωτου ήρωα στον εξωεδεμικό χώρο. Δηλώνεται καθαρά η αταλάντευτη επιθυμία να αυτοαναλωθεί σε σταγόνες βροχής εν μέσω καταιγίδας, αφού θεωρητικά κάποιες μπορεί να ενσωματωθούν στο σώμα της απούσας πλέον ερωμένης. Ακριβώς εδώ εντοπίζεται η τραγικότητα: στη διλημματική σχάση ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Εντοπίζουμε και πάλι τη λειτουργία του νερού. Επανέρχεται ως συμβολισμός της ζωής σε σχήμα κύκλου, κλείνοντας στο τέλος ό,τι είχε αρχικά ανοίξει. Η ζωοποιός παρουσία του στην αρχή έρχεται σε άμεση αντιδιαστολή με την ουσιαστική απουσία του στο τέλος ως ζωογόνο στοιχείο. Η εξιλαστική λειτουργία της καταιγίδας και η αυτοαναλωτική προσμονή του ήρωα υπογραμμίζουν την υπαρξιακή του μοναξιά. Ο Ανδρείος αξιοποιεί εδώ τη λειτουργία της ενσυναίσθησης (ψυχολογικός όρος που πολύ απλά σημαίνει φοράω τα παπούτσια του πάσχοντος).
Κάποια στοιχεία γραφής και ύφους τώρα. Έχουμε στίχο μοντέρνο, ανομοιοκατάληκτο, πεζολογικό. Ο Ανδρείος σε εντάσσει άμεσα στον χώρο και τον χρόνο της γραφής του. Το κείμενο κερδίζει από τη διαρκή και διακριτική παρουσία των αντιθέσεων, που υλοποιούνται στα δίπολα: εμείς – οι άλλοι, εγώ – οι άλλοι, τότε – τώρα. Η εικονοπλαστική του δύναμη κάνει την αφήγηση εναργή και απτή.
Το όλο κείμενο είναι μια κραυγή αγωνίας για τα περάσματα στην ευτυχία που δεν ιχνηλατήθηκαν ποτέ και μεταλλάχθηκαν από το καθαρτήριο λουτρό της καταιγίδας σε βίωμα-οδηγό για την μετέπειτα πορεία του ποιητικού υποκειμένου.
Αποληκτικά, ποίηση είναι αυτό που νιώθουμε. «Ποίηση είναι αυτό, που όταν μεταφράζεται, χάνει», απάντησε ο Robert Frost, όταν κάποτε τον ρώτησαν τι ορίζει ο ίδιος ως ποίηση. Εάν στο μεταφράζεται συμπληρώσουμε και το ερμηνεύεται, ποιοι είμαστε εμείς που θα διαφωνήσουμε με τον Frost;
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο Αδάμ και Εύα που κοσμεί την ανάρτηση είναι του Yasuo Kuniyoshi (1889-1953).]