Όταν είναι δικός «μας», ο νεκρός δίνει πλήθος σκληρά μαθήματα. Σαν πύρινη ρομφαία που διαπερνάει την καρδιά, το ασάλευτο πτώμα αναστατώνει τα πάντα γύρω του καθώς μπάζει αναπάντεχα λίγη ανεπιθύμητη αιωνιότητα μέσα στο σπίτι. Πέρα από τα τρίμματα των ημερών και τις θερμές προστασίες του οίκου, ο νεκρός αποθαρρύνει το «σχετικό» με τα δραματικά μέσα του «απόλυτου». Κατά μία έννοια, σημαίνει το τέλος του κόσμου, το πλήρωμα του χρόνου. Η αγαπημένη κεφαλή δε στρέφει πιά, δεν είναι εκεί για κανέναν. Πλάι στα μαλακά μαξιλάρια, στο ψωμί και στο νερό, πλαγιάζει παγερά η άλλη πλευρά τπυ χρόνου, ο τρόμος της οικογένειας με τη μορφή του αδιανόητου. […]
Μπροστά του, οι ζωντανοί θυμίζουν ξόανα, πλάσματα κεραυνόπληκτα. «Όταν πεθάνει κάποιος, πάντα ακολουθεί κάτι σαν κατάπληξη, τόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε την επέλευση του μηδενός και να την αποδεχθούμε» (Gustave Faubert). Άπαξ και με τη «φυγή» του, ο νεκρός εισάγει στη ζωή το ακατανόητο, ο ζωντανός αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει –ποτέ δεν είχε– τα αναγκαία εφόδια για να αντεπεξέλθει. Έτσι κι αλλιώς, τα αγαπημένα πρόσωπα πεθαίνουν μόνο μια φορά, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα πείρας. Όλες οι πτυχές της συμπεριφοράς μας είναι προσαρμοσμένες στο ζην δια χρόνιου εθισμού, γι’ αυτό δεν είναι παράξενο που το θνήσκειν μας καταλαμβάνει εξαπίνης.
[Κωστής Παπαγιώργης, Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, Αθήνα 1991.]