Τούτο είναι νομίζω ένα κύριο δίλημμα του αναγνώστη, μα και οποιουδήποτε βρίσκεται αντιμέτωπος με το δημιούργημα ενός ανθρώπου, και πρέπει όχι μονάχα να πει απλοϊκά αν του αρέσει ή όχι, μα και να εξηγήσει καταρχάς στον εαυτό του, και κατόπι στους άλλους, γιατί του άρεσε, τι σε τούτο το έργο τον άγγιξε, τι το κάνει να ξεχωρίζει.
Εξυπακούεται, η ορθή κρίση απαιτεί παιδεία. Κρίση μπορεί να έχει ο καθείς, και δικαιούται άλλωστε να την έχει, αφ’ ης στιγμής ο δημιουργός εκθέτει το δημιούργημά του σε κοινή θέα, άρα και στην κοινή κρίση. Αλλά ορθή, δηλαδή τεκμηριωμένη, είναι η γνώμη του πεπαιδευμένου αναγνώστη/ακροατή/θεατή, που σκύβοντας για πολλά χρόνια, μπορεί και για ολόκληρη ζωή, πάνω απ’ το κρινόμενο, και περιβάλλοντάς το μ’ αγάπη, έχει εκλεπτύνει μέσ’ από τούτη τη διαρκή ενασχόληση, και την αγάπη, το αισθητήριό του.
Και σε τούτη την πεπαιδευμένη κρίση πάντοτε υπεισέρχεται, θέλοντας και μη, το κριτήριο της ειλικρίνειας του δημιουργού, και μια αμηχανία απέναντι στο κρινόμενο, εάν ο δημιουργός ως άνθρωπος και το δημιούργημα, αντί να ταυτίζονται ή έστω να συγκλίνουν, ή τέλος πάντων σε κάποιο σημείο να επικαλύπτονται ή να εφάπτονται, μοιάζει ν’ αποκλίνουν. Το ιδανικό εδώ είναι βέβαια ο δημιουργός να ’χει γράψει το έργο του και με τη ζωή του• να ’ναι κατά κάποιον τρόπο η ζωή του το πιο πλήρες έργο του, το πιο ακέριο και ειλικρινές, και τ’ άλλα του έργα να ’ρχονται απλώς σαν επικύρωση χειροπιαστών πράξεων, να ’ναι μ’ άλλα λόγια η ζωή του δημιουργού μια ενσάρκωση του πνευματικού του κόσμου• και τότε το έργο παραμένει για να θυμίζει τον ίδιο τον άνθρωπο, η σπουδαιότητα του έργου επικυρώνει τη σπουδαιότητα του ίδιου του ανθρώπου, και το αντίστροφο, αντί το έργο να ’ναι κατά κάποιον τρόπο σπουδαίο ερήμην ενός ανθρώπου υποδεεστέρου του έργου του, λαμπρού για το τάλαντό του και συνάμα αξιολησμόνητου για ό,τι άλλο τον ορίζει ως άνθρωπο.
Μα, θα αντέτεινε κάποιος, πόσο μπορεί ένα ανειλικρινές έργο να ’ναι και σημαντικό; Και, τέλος πάντων, τούτο το ασύμπτωτο ανθρώπου και έργου, δεν κάνει τη λάμψη του έργου να μοιάζει με φτηνό χρύσωμα;
Νομίζω πως θα πρέπει εδώ να καταφύγουμε στην υποκριτική τέχνη, και να δούμε το νου του δημιουργού σαν σκηνή όπου ένας ηθοποιός, όλος κι όλος, παίζει όλους τους ρόλους. Ένας ηθοποιός είναι καλός όταν, παίζοντας το φονιά, γίνεται φονιάς στ’ αλήθεια; Είναι καλός ηθοποιός όταν, για όσον καιρό παίζει στο σανίδι τον ήρωα ή το φιλάνθρωπο, είναι και στην καθημερινή του ζωή ήρωας ή φιλάνθρωπος, ή δεν ξέρω τι άλλο; Σαφώς όχι. Καλός ηθοποιός είν’ αυτός που ’χει μες στο μυαλό και στην ψυχή του ένα τεράστιο και λαμπρό, αποκριάτικο βεστιάριο, μ’ όσο γίνεται πιο πειστικές και καλοφτιαγμένες μάσκες και φορεσιές.
Έτσι κι ο δημιουργός. Στήνει στο μυαλό του σκηνές και πλοκές• και μπορεί ο καθένας μας στην πραγματικότητα να είναι ένα πράμα μόνο, ο εαυτός του, αλλά όλοι μέσα μας είμαστε, λίγο ή πολύ, τα πάντα. Είμαστε ο ήρωας που θα θέλαμε να ’μαστε, ο επαναστάτης που ποτέ δε γίναμε, ένας εξερευνητής που ποτέ δεν ταξίδεψε, ένας εφευρέτης που δεν επινόησε ποτέ τίποτε, ένας δον Ζουάν καταμεσής σ’ ένα χαρέμι από φαντάσματα.
Θα πρέπει να ζητούμε απ’ το δημιουργό κάτι παραπάνω; Να του ζητούμε ν’ αποδείχνει με τη ζωή του το έργο του• να σφραγίζει τούτο το έργο με τη βούλα της ειλικρίνειας, με το βουλοκέρι των χειροπιαστών πράξεων; Η απάντηση μάλλον είναι, ναι και όχι. Διότι υπάρχει στην ανειλικρίνεια μια ειλικρίνεια: η παραδοχή της ανειλικρίνειας ως τέτοιας. Αν ο δημιουργός γνωρίζει πως ο ίδιος δεν είν’ ο ήρωας για τον οποίον μιλά, τότε μπορεί ν’ αναγνωρίσει ξέχωρα απ’ αυτόν την αξία τούτου του ήρωα• μ’ άλλα λόγια, ο δημιουργός δε συγχέει το είδωλο στον καθρέφτη με τον άνθρωπο, ξέρει πως αυτός ο ίδιος είν’ απλώς ο καθρέφτης. Αλίμονο, όμως, στον Καζαντζάκη που θα νομίσει πως αυτός είναι ο καπετάν Μιχάλης.
Ωστόσο, και σε τούτη την ειλικρίνεια της αναγνώρισης, από το δημιουργό, πως είν’ ένας απλός καθρέφτης, υπάρχει βαθύτερα μια ανειλικρίνεια. Η ψευδαίσθηση πως, μέσ’ απ’ τη δημιουργία, μ’ άλλα λόγια μέσ’ από τη σκέψη και τη φαντασία, κατά κάποιον τρόπο γίνεσαι πράγματι αυτό για τ’ οποίο μιλάς• πως η σκέψη, κοντολογίς, είναι μ’ έναν τρόπο και πράξη – γιατί, ειδαλλιώς, πόσο πειστικό θα ήταν το δημιούργημα; Ο ηθοποιός, για όση ώρα είναι πάνω στο σανίδι, είναι ο ίδιος φονιάς, ήρωας, φιλάνθρωπος, στη φαντασιώδη ζωή της τέχνης.
Υπάρχει ωστόσο και δημιουργία που ’ναι καθάριο νερό. Κει που ο δημιουργός, έτσι κι αλλιώς ένας καθρέφτης πάντοτε, είναι παρ’ όλα αυτά ένας καθρέφτης που μπρος του στέκει ο δημιουργός ο ίδιος. Τότε, η σκέψη απλώνει το χέρι ν’ αδράξει την πράξη, η φαντασία γίνεται ζωή, και η ζωή ντύνει με χειροπιαστή ύλη την άυλη φαντασία, δίνει στην ασπόνδυλη φαντασία μια ραχοκοκαλιά για να σταθεί αυτή στα πόδια της. Δεν έχει τότε σημασία αν ο δημιουργός είν’ ήρωας ή δειλός – έτσι κι αλλιώς, είν’ ανεξαιρέτως ήρωας, γιατί μπορεί ο ίδιος να σταθεί μπρος στον καθρέφτη που άλλοι στρέφουν μονάχα προς τους υπόλοιπους, ποτέ προς τον εαυτό τους τον ίδιο.
Πόση είναι στ’ αλήθεια η ανακούφιση για τον αναγνώστη, που ο Εξυπερύ πέταξε κι έγραψε. Πόση είναι η ανακούφιση, που ο Θερβάντες πολέμησε, λαβώθηκε, αιχμαλωτίστηκε, και μπόρεσε παρ’ όλα αυτά να γράψει − και να υμνήσει και να σαρκάσει, ισόποσα, γράφοντας. Και πόσο πολλή είναι η ανακούφιση, που ο Προυστ, υπερευαίσθητος και καθηλωμένος στη φαντασιώδη ζωή του νου, μπόρεσε παρ’ όλα αυτά να το αναγνωρίσει τούτο, και να στηρίξει την ασπόνδυλη φαντασία του πλάθοντας με τρόπο μοναδικό μια ραχοκοκαλιά επίσης καμωμένη από φαντασία, βάζοντας δυο καθρέφτες αντίκρυ τον έναν στον άλλον, για να σταθεί αυτός ανάμεσα.
[Το έργο είναι της Μαρίας Γιαννακάκη.]