frear

Βουκουρέστι – του Γιώργου Πουκαμισά

 

Αυτή η πόλη, ή άσχημη, η όμορφη, η αποκρουστική και γοητευτική συνάμα, μίζερη και ελκυστική, πόλη της χαράς (:bucuresti) και της μελαγχολίας, για μία ακόμη φορά με καθηλώνει, ώρα προχωρημένου απογεύματος, το πράσινο να κυριαρχεί, ο ήλιος να θωπεύει παρά να φλέγει, αλλά και να χαυνώνει τους ντόπιους. Το φως ήταν απαλό, διαφορετικό από εκείνο το διαυγές λαμπερό, εκτυφλωτικό του κόσμου του Αιγαίου. Αυτού του κόσμου, που από τα αρχαία χρόνια ανέβαινε στο παρίστριο από τη Μίλητο και τις Κλαζομενές, τη Θάσο, και, πολύ αργότερα από τη Χίο, την Κύπρο, την Ήπειρο και την Κεφαλλονιά. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που σε αντίθεση με πολλούς, αν και μη προκατειλημμένους άλλως Ευρωπαίους, ίσως γιατί εδώ ανιχνεύω τις βαθειές ρίζες του εξάρματος εκείνου του νέου ελληνισμού που έθρεψε την επανάσταση, βρίσκω το Βουκουρέστι πόλη ζεστή, ανθρώπινη, φιλόξενη, φιλική, όχι ακριβώς όμορφη –τοπικά μάλιστα απαίσια-, αλλά ελκυστική.

Ίσως να είναι η ανάγκη για επιβίωση, συμφιλίωση με το περιβάλλον στο οποίο ζω. Ίσως, –και αυτό πιστεύω– κάτι παραπάνω. Πλάθω μέσα μου, εικόνες χρόνων περασμένων όταν οι προ-πάπποι μας ζούσαν, ευημερούσαν και διακρίνονταν εδώ, ταγμένοι να υπηρετούν την ελληνική ιδέα.

Είναι απόγευμα Κυριακής, μιας Κυριακής γλυκόπικρης, και περπατάω στη γειτονιά που ορίζεται από τις Λεωφόρους Νίκης και Δακίας (Calea Victoriei και Bulevardul Dacia), οδός Νικολάε Γιόργκα, προτομή Ιωάννου Γκίκα (1811-1893), οικία Κλεοπάτρας Τρουμπετσκόϊ, οικία στρατηγού Γεωργίου Μάνου (1833-1911), επισκέπτομαι τον πάλλευκο φροντισμένο ναό του Αγίου Νικολάου, κτίσμα της Μαρίας, συζύγου ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, πιο κει τον ντυμένο στην όκρα Άγιο Βασίλειο. Μόλις καταλαβαίνει ότι είμαι Έλληνας, ο 40άρης που δηλώνει ότι είναι πλημμυροπαθής από την Βράντσεα της Μολδαβίας, αρχίζει το τροπάριο της ελεημοσύνης. Δεν απαρνούμαι το χριστιανικό καθήκον μου, για σήμερα.

Συνεχίζω στο ξενοδοχείο Continental. Μερικοί, εσφαλμένα νομίζουν ότι εδώ έγινε η διάσκεψη που κατέληξε στην συνθήκη του Βουκουρεστίου, Αύγουστο 1913. Όμως, υπάρχουν χνάρια βαλκανικά εδώ. Ο γνωστός μας, απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής των Ιωαννίνων, Ναίμ Φράσερι, σύχναζε εδώ με άλλους αλβανιστές, και έβαλαν τα θεμέλια της εθνικής αφύπνισης και χειραφέτησης των Αλβανών. Αυτό είναι το Βουκουρέστι: εκτός της απόλυτης κυριαρχίας των Οθωμανών, αλλά και πολύ κοντά, αφού υπήρξε λίκνο του ελληνικού αγώνα, φιλοξένησε και γαλούχησε επαναστάτες και αγωνιστές απ΄ όλα τα δουλωμένα Βαλκάνια, οι Βούλγαροι Κρίστο Μπότεφ και Ιβάν Καραμπέλωφ, ακόμη ο Ρακόφσκι, και ο Βασίλ Λέφσκι. Καταφύγιο κάθε κατατρεγμένου. Εδώ έδρασε για χρόνια, ακατάβλητος αγωνιστής της ελευθερίας, ο Ηπειρώτης Θωμάς Πασχίδης, που αφού κυκλοφόρησε για μία 20ετία στο Βουκουρέστι εφημερίδες και περιοδικά, θέλησε να εγκατασταθεί στην Κων/πολη. Ο Θωμάς Πασχίδης με καταδιώκει, από την Λιβύη στην Ρουμανία, με φορά αντίστροφη της ζωής του. Άφησε την τελευταία του πνοή, άρρωστος και εξαντλημένος, λίγο πριν το 1900, στον δρόμο από το Φεζζάν στην Τρίπολη της Βαρβαρίας, όπου τον είχε εξορίσει ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, για ανατρεπτικές δραστηριότητες.

Αλλά, περπατώντας στους δρόμους της εσώτερης πόλης, αραιά και πού να με διακόπτουν γυφτάκια, σ’ αυτή τη λαγγεμένη πόλη, βλέπω να με συνοδεύει το φάντασμα της αιώνιας Φιλικής Εταιρείας, η σκιά του Λάμπρου Φωτιάδη, του Κων/νου Βαρδαλάχου, του Γεωργίου Γενναδίου, των Νεοφύτου Δούκα, του Δανιήλ Φιλιππίδη και του ξαδέλφου του Γρηγορίου Κωνσταντά. Όπου και να περπατήσω, δεν μπορώ να ξεγλιστρήσω από την δεσποτεία των Ρωμιών∙ Υψηλαντών, Μαυροκορδάτων, Γκικάδων, Μουρούζηδων και Σούτσων, του Καρατζά και του Μαυρογένη, και, φυσικά, των Καντακουζηνών. Οι οπτασίες του Ρήγα, του Γρηγορίου Δικαίου, του Αλεξάνδρου, εκ των Υψηλαντών, του Γεωργίου Λεβέντη, του Γεωργάκη Ολυμπίου και του Ιωάννη Φαρμάκη, αλλά και του μπίνμπαση Σάββα Φωκιανού-Καμινάρη και του παράσπονδου Τουντόρ, με τριγυρίζουν. Το παρελθόν δυναστεύει το παρόν και ορίζει το μέλλον. Εδώ κι ο Ιωάννης Καποδίστριας, αρχηγός της τσαρικής προπαγάνδας για τα Βαλκάνια, μετά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Μάιος 1812), υπηρέτησε για 9 μήνες, μέχρι τέλος του χειμώνα 1813, Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου της Στρατιάς του Δούναβη.

Οι αιώνες επαναλαμβάνονται: το Χάνουλ Μανούκ, εκεί που υπογράφηκε η πρώτη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, 1812, σήμερα ιδιοκτησία του Κωνσταντίνου Καντακουζηνού, ο οποίος έχει τα ίδια σκούρα φλογισμένα μάτια των προγόνων του, και την ίδια μεσογειακή / μικρασιατική φυσιογνωμία.

Το Βουκουρέστι, το παλίμψηστο, μικρό Βυζάντιο πριν να γίνει μικρό Παρίσι, που όπου να ξύσεις, θα δεις την παρουσία των Ρωμιών/Γραικών/Ελλήνων. Η σκιά τους πλανάται πάντα πάνω από την πόλη: το κλειστό, μη ελευθέρως προσβάσιμο παρεκκλήσι του Πατριαρχείου Ρουμανίας, κτίσμα Νικολάου Μαυροκορδάτου, με εξαιρετικές βυζαντινές αγιογραφίες. Περπατώ στους δρόμους, οδοί Γεωργίου και Ιωάννου Καντακουζηνού, «Χάνουλ Γκρέτσιλορ», οδοί Αλεξάνδρου Φιλιππίδε, Γκεόργκε Ιωαννίντ, Γκεόργκε Ντιμιτριάντε, ηγεμόνα Ιωάννου Καρατζά, οδοί Φιλίτι ή Ροσσέτι.

Αυτή η πόλη, η φτωχή, η πλούσια, όπου οι Έλληνες πέρασαν, είδαν, επηρέασαν και έφυγαν. Όταν οι ελληνικές επιρροές κρύφτηκαν στα μουσεία, το Βουκουρέστι φτώχυνε, αλλαξοπίστησε.

Κυριακή, 24.07.2011

[Πρώτη δημοσίευση.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: