Είναι πλώρες που μπαίνουν στον ύπνο με το έτσι θέλω. Εγώ νοσταλγώ τις άλλες που κάνουν πως μπαίνουν. Και έτσι πάει κι όλο πάει το φως
– μας πνίγει στο σκοτάδι
Εσύ, η άσπρη η γόρδια θάλασσα
όχι με προβατάκια και τ’ άσπρα σου δοντάκια
επιστρέφει με σπλάχνα στη διαπασών η δίψα
Πάντα θα μας δεσμεύει ένα γαλάζιο
βαθύ
πισώπλατο
μιά ανάσταση εναέρια στη μέση των κυμάτων
Βραδιάζει
τα δροσερά μαλλιά σου ξεθαρρεύουν
Κάτι χώματα ξερά θα ξεχειλίσουν
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Juan Francisco Hernández. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]