ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
εις μνήμην
Κι αν σε καλωσόρισα απ’ τις λεπτές τις γρίλιες, πρώτη σε αναγνώρισε η μηλιά κι όλα τα πράσινα του κήπου, ότι δεν υπήρξε κλαδί, μιά υποψία σπλάχνων γης που να μην άγγιξε ο σκοτεινός εαυτός σου, Αύγουστος μπηγμένος στον ίσκιο σου, πατέρα, τα χέρια σου χοροπηδούν στη σάρκα της ροδακινιάς, έτοιμη να σε ξαναγαπήσει, λέω, κι ας έρχεσαι από χώμα χλωρό, ανήκουστο
Μισόν σ’ εκύκλωνε το φως, βαθιά βαθιά ξεφάντωνε σκοτάδι
Αύγουστος, πατέρα, όπως λέμε χάση
του πιο γελαστού φεγγαριού
όπως λέμε χάση
Ρίξε τα κέρματα στον σκουριασμένο τενεκέ, εδώ αγρυπνούν βασιλικοί, φως άψητο καλαμποκιού, δείξε μου τις πληγές σου και θα σου δείξω τις δικές μου, να τις βουτήξουμε σε μέταλλο λιωμένο, κάποια ικεσία θα μας λυπηθεί, γέλασέ μου, πατέρα, και ξέρω εγώ να ξαναγίνω η ιερή τρέλα του μεσημεριού.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Doris Lee. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]