Ευθύμιος Λέντζας, Αναχώματα, εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2025.
Το τρίτο ποιητικό βιβλίο του Ευθύμιου Λέντζα έχει τον τίτλο Αναχώματα και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Μια επιλογή τίτλου που δίνει την αρχική εντύπωση ότι η συλλογή επιθυμεί να θέσει τα προστατευτικά όρια που επιβεβαιώνεται στη συνέχεια κατά την ανάγνωση, ότι για τον ποιητή η ποίηση, αποτελεί ένα είδος τέχνης, το «ανάχωμα» που παρεμποδίζει τη διάβρωση της ψυχικής ύπαρξης και κοινωνικής συνείδησης από την επικράτηση του μίσους.
Έχουμε στο παρόν βιβλίο να κάνουμε με επικαιρική ποίηση; Ναι, εφόσον τροφοδοτείται από τη θεματική που αφορά πρόσφατα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα. Εδώ λοιπόν, η επικαιρότητα σκηνοθετεί το ποίημα, ορίζει την πραγματολογία του.
Τη μετάβαση που συντελείται, όπως διαπιστώθηκε στην ποίηση του Ρίτσου –από το ατομικό στο συλλογικό– επιχειρεί κι ο Λέντζας στα Αναχώματα αφήνοντας να αποκαλυφθούν ανάγλυφα τα πολιτικά του ιδεώδη. Η ποίησή του επιλέγει το ηθικό χρέος να τεκμαίρεται από ένα αίσθημα δικαιοσύνης, πατώντας πάνω στον βηματισμό της μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, με τη διαφορά ότι αποφεύγει τον διδακτισμό που χαρακτήριζε τότε πολλούς από τους εκπροσώπους της.
Συγκεκριμένα ανακαλεί πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τον νέο αιώνα στην Ελλάδα, όπως είναι η τραγωδία των Τεμπών, τα ναυάγια των προσφύγων στο Αιγαίο, οι δολοφονίες του Ζακ/της Ζackie και του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του τραγικού θανάτου του Ιάσονα Λαλαούνη, των θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης στη Μαρφίν, καθώς και συμβάντα ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, ώστε να επιχειρήσει να προσεγγίσει την οδύνη που φέρει το συλλογικό τραύμα.
Καταγγέλλει την αδικία επί γης, επικαλούμενος τον Θεό «Στο φως Σου, ήλπιζα, Κύριε, όμως/θα σταματήσω πλάι στις στάχτες Σου/εκεί ακριβώς που στάζει η καρδιά μας/ ένα πελώριο, δριμύ κατηγορώ.», και απαλλαγμένος προσωρινά από τη μεταφυσική «Κοιταζόμαστε στα μάτια κι αυτό είναι όλο. Καλώς ή κακώς, θεός δεν υπάρχει.», η ειρωνεία γίνεται ένας ενδιαφέρων λογοτεχνικά τρόπος σχολιασμού της επικαιρότητας.
Παραθέτω ενδεικτικά το ποίημα «Μαύρο»:
Ένα μπουκέτο λουλούδια
από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Φόρος τιμής στα καπνισμένα σίδερα
από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Κάποια στιγμή θα έρθει και για μας
η πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η εντοπιότητα του Λέντζα (κατάγεται από τη Λάρισα όπου και διαμένει, ενώ επισκέπτεται συχνά την Αθήνα) καθορίζει ως έναν βαθμό το ποιητικό του βλέμμα. Αστικά τοπία (Ομόνοια, Μαβίλη, Γλαδστώνος κ.τ.λ.) και με τη συμμετοχή της θεσσαλικής υπαίθρου δημιουργούν ένα σύμπλεγμα εικόνων, που καθοδηγούν τον αναγνώστη στην αφομοίωση της υλικότητας του κόσμου, της ζωής και της απώλειας, του θανάτου πίσω από τη ζωή, όπως διαφαίνεται στο ποίημα «Επί ταφής ΙΙ»:
Πέρυσι θάψαμε την κυρα Λένα –
γεμάτος ύπνος από κόκκινα τριαντάφυλλα.
Πρωινά της αναπαύσεως στα παλιά βυρσοδεψεία.
Εξ απαλών ονύχων με τα άνθη να ‘μαι
πίνοντας σκέτο τον καφέ μου πέριξ
της πλατείας Εξαρχείων.
Κι αν περπατώ καμιά φορά σκύβοντας το κεφάλι,
είναι από σεβασμό στον ήλιο.
Παρόλο που πολλά ποιήματα της συλλογής (ολιγόστιχα και γραμμένα με γλωσσική πυκνότητα) καταπιάνονται με θέματα της επικαιρότητας, δεν παύει ο Λέντζας να ξεπερνάει τα κλειστά σχήματα ερμηνείας της πραγματικότητας. Επενδύει την ποίηση που γράφει με έναν ιδιοσυγκρασιακό τόνο (άλλοτε λυρικό, άλλοτε αυτοσαρκαστικό και δραματικό), τον οποίο βλέπουμε να χειρίζεται και στις δύο προηγούμενες συλλογές και που αφορά τη δόμηση της δικής του φωνής. Κάποιες φορές στα Αναχώματα ο ποιητής έχει έντονη ανάγκη να έρχεται σε διάλογο με άλλα πρόσωπα, φανταστικά ή μη, όπως με τη μητέρα, τη σύντροφο, άλλους λογοτέχνες (Παστάκας, Αγγελής, Γκιμοσούλης), προσδίδοντάς στη συλλογή χαρακτηριστικά ενός διαλεκτικού πληθωρισμού κι άλλοτε «να ζήσει θέλει, σαν φτερούγισμα μες στο κλουβί του» απομονωμένος κι ανακαλώντας την απώλεια του εαυτού στο αστικό περιβάλλον.
Δίνει μια ενδεχόμενη απάντηση πως η θεραπεία στο συλλογικό τραύμα ίσως και να βρίσκεται στον έρωτα, γιατί «χαϊδεύοντας ο ένας την πλάτη του άλλου /θα βλέπουμε απ’ το παράθυρο τον κόσμο να μεγαλώνει/κι ας μην υπάρχει παράθυρο.»
Ή πως η ίαση που επιζητούμε, θα επιτευχθεί όταν καταλήξουμε σε μια σχέσης συνάφειας κι αρμονίας με τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς απόψε, όπως γράφει στο «Όνειρο γλυκό», «…Απόψε θα γίνω ο καλύτερός μου φίλος».
Γιατί κατά τον ποιητή οι μεγάλες πράξεις, όπως καταλήγει στον τελευταίο αυτό στίχο του βιβλίου, φαίνεται να επιτυγχάνονται μέσω της φιλότητας, και όχι του νείκους.
Η ποιητική γλώσσα που καλλιεργεί ο Λέντζας στα Αναχώματα επιβεβαιώνει τη φράση του Δ. Μαρωνίτη πως «Ο αρμόδιος λόγος χρειάζεται κάποτε περισσότερο και από την αρμόδια πράξη».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Alexandra Domínguez. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]