Διαβάζω συχνά κείμενα συγγραφέων, ιδίως ποιητών, που διαμαρτύρονται με αγανάκτηση ή πικρία επειδή η κριτική επιμένει «επιδεικτικά» να τους αγνοεί. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν δίκιο, η γραφή τους δεν παρουσιάζει κάτι τόσο πρωτότυπο ή ξεχωριστό ώστε να εγκύψει κανείς επιμελώς πάνω στα κείμενά τους. Όπως, όμως, δεν υπάρχει γενικότερα λογοδοσία και κουλτούρα αξιολόγησης στον δημόσιο χώρο, επειδή την εκλαμβάνουμε ως προσωπική προσβολή και όχι ως επιβοηθητική διαδικασία για την προσωπική μας εξέλιξη, αντίστοιχα όλες οι παρεξηγημένες μεγαλοφυΐες δεν θα ανέχονταν ούτε την υπόνοια αρνητικής γνωμοδότησης αν κάποιος τελικά ασχολούνταν με ειλικρίνεια μαζί τους. Όσο, πάντως, βρίσκουν εκδότη πρόθυμο, με το αζημίωτο προφανώς, να εκδώσει το πόνημά τους χωρίς να το αξιολογήσει και χωρίς να τον ενδιαφέρουν η διακίνηση, η κριτική αποδοχή και η εμπορική επιτυχία του (αφού έχει βγάλει ήδη τα έξοδά του), η φάμπρικα θα συνεχίσει ακάθεκτη να φουρνίζει ψωμιά κι εκείνοι θα εξακολουθήσουν αμετανόητοι να γράφουν βιβλία. Αυτό το μονομερώς προσοδοφόρο αλισβερίσι, που δεν παρουσιάζει βέβαια μόνο μειονεκτήματα, συνιστά ακόμη ένα δείγμα της παρασιτικής οικονομίας της χώρας μας, όμως το θέμα μας σήμερα δεν είναι αυτό.
Τα σφοδρά πυρά των παραπονούμενων συγγραφέων δεν στρέφονται προφανώς ενάντια σε φίλους τους βιβλιοπαρουσιαστές που μπορεί να τους εκθειάζουν ατεκμηρίωτα σε περιθωριακές (ή και όχι τόσο) ιστοσελίδες ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά βάλλουν ενάντια στην «επίσημη» κριτική –στους καταξιωμένους, μη προσβάσιμους σε αυτούς «ψευτοεπαγγελματίες της αντικειμενικοποίησης» που γράφουν στις «συστημικές» ή «εξωνημένες» εφημερίδες ή στα «διαπλεκόμενα», έντυπα και ηλεκτρονικά, περιοδικά∙ ενάντια στην ειδική κατηγορία των «επαγγελματιών», όπως είπε πρόσφατα η Λαμπρινή Κουζέλη, που δεν έχει όμως τόση σημασία αν ανήκουν στη φθίνουσα μειονότητα των βιοποριζόμενων απ’ τα κείμενά τους όσο το ότι παρακολουθούν συστηματικά και καταγράφουν μετά λόγου γνώσεως το πεδίο. Αυτοί, οι επαΐοντες, είναι το διαβατήριο προς την πολυπόθητη αναγνώριση.
Η συζήτηση περί λογοτεχνικής κριτικής έχει προσφάτως ανοίξει ξανά κι αν θα θέλαμε αδρομερώς να τη συνοψίσουμε, τα ερωτήματα είναι δύο: πρώτον, ποιος έχει δικαίωμα να κρίνει και, δεύτερον, υπάρχει τελικά σήμερα κριτική;
Το πρώτο ερώτημα προκύπτει γιατί η πληθώρα των βιβλιοπαρουσιάσεων γεννά μια θάλασσα κειμένων και στην εποχή του διαδικτύου, που όλοι οι κυματοθραύστες έχουν ανεπανόρθωτα διαβρωθεί, η δημοσίευσή τους έχει γίνει υπερβολικά εύκολη. Άρα οι βιβλιοπαρουσιαστές, εκείνοι δηλαδή που απλώς περιγράφουν εγκωμιαστικά και συχνά διεκπεραιωτικά το περιεχόμενο και ίσως τη μορφή ενός βιβλίου, διεκδικούν πλέον ορατότητα και να περιβληθούν με το κύρος του αδιάβλητου «κριτικού» (υπάρχει ή μήπως ματαιοπονούν επειδή είναι τελικά το μέσο που δίνει αξία στο μήνυμα;). Τα κείμενά τους, που από τους πανεπιστημιακούς φιλόλογους –οι οποίοι συνήθως απαξιώνουν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή προτιμώντας τον ασφαλέστερο προηγούμενο αιώνα (ή ακόμα καλύτερα, τον 19ο)– κάποτε χαρακτηρίζονταν υποτιμητικά ως «ιμπρεσιονιστικά» (και ο Καραντώνης γράφοντας για τον Σεφέρη κυρίως ιμπρεσιονιστική κριτική έγραφε, αλλά τι κριτική!), μπορεί να είναι εξαιρετικά καλογραμμένα, ευρηματικά, να αξιοποιούν θεωρητικά διαβάσματα, αλλά δεν τοποθετούν τον συγγραφέα στη σημερινή λογοτεχνική παραγωγή, δεν διακρίνουν (για όλους επιφυλάσσουν τις ίδιες, πάνω κάτω, κολακείες), μένουν στα ρηχά. Όμως στο πεδίο της κριτικής η τάξη έχει πλέον διασαλευθεί: οι βιβλιοπαρουσιαστές εισπηδούν σε πιο καθιερωμένα μέσα, γίνονται μέλη σε επιτροπές βραβείων, στις οποίες αρνούνται πεισματικά να συμμετάσχουν οι «επαγγελματίες» κριτικοί, που είναι συστηματικοί και όχι περιστασιακοί αναγνώστες, επειδή προϋποθέτουν δεκάδες εργατοώρες με πενιχρή ή μηδενική οικονομική αποζημίωση. Όλοι προφανώς έχουν το δικαίωμα να κρίνουν, όμως η αληθινή κριτική προϋποθέτει αναγνωστική επάρκεια, σαφή ερμηνευτικά εργαλεία και τη διακινδύνευση μιας θέσης. [Η συζήτηση για τα βραβεία ως μοχλούς διαμόρφωσης του Κανόνα και για την εγκυρότητα ορισμένων από αυτά (λ.χ. των Public ή του Χάρτη) ξεφεύγει από το θέμα μας.]
Από την άλλη μεριά, έχουμε τόσο κουραστεί από τους αμετροεπείς λιβανωτούς, που η δημοσίευση μιας κατεδαφιστικά αρνητικής ή επιφυλακτικής έστω κριτικής έχει γίνει ο προσφορότερος δρόμος προς την καταξίωση. Η άτεγκτη στάση, η μόνιμη από θέση ξινίλα θεωρείται αβλεπεί ως παρρησία ή διάθεση σύγκρουσης με το «κατεστημένο», αν παρακολουθήσουμε όμως προσεκτικά την πορεία των συγκεκριμένων κριτικών θα διαπιστώσουμε ότι συχνά είναι ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι. Οι αντιφάσεις που τους χαρακτηρίζουν –όπως, εδώ που τα λέμε, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη– μας υποψιάζουν συχνά για τα κίνητρα πίσω απ’ τις πράξεις τους και τελικά μετριάζουν την αντικειμενικότητα ορθοφροσύνης που διεκδικούν. Ζούμε σ’ έναν τόπο στενό, άρα η κριτική αποστασιοποίηση είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη, οι περιστασιακές συμμαχίες και οι εκδουλεύσεις εργαλεία επιβίωσης ή διάκρισης, ενώ συχνά δίνεται η εντύπωση ότι οι καταξιωμένοι κριτικοί γράφουν σχεδόν αποκλειστικά για τους mainstream συγγραφείς, ενώ οι παρακριτικοί επεκτείνονται και σε λιγότερο καταξιωμένους ή και παραλογοτέχνες. Επειδή υπάρχουν πάντα δύο τουλάχιστον οπτικές σε κάθε άποψη, καλό είναι να θυμόμαστε ότι η μετριοπάθεια ως προς την κατάφαση ή την άρνηση ανήκει στις κατεξοχήν αρετές του έγκριτου θεωρητικού λόγου.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί. Διαβάζουμε, σπάνια είναι αλήθεια, εξαιρετικές κριτικές συνθέσεις που μας αφήνουν άναυδους απ’ την εμβρίθεια και την ευρύτητα της ματιάς τους, όμως συνήθως δεν προέρχονται από «επαγγελματίες» κριτικούς. Κι αυτό γιατί μία ολιστική προσέγγιση προϋποθέτει αποστασιοποίηση και μία προσωπική αναμέτρηση με το έργο, τέτοια που οι ρυθμοί δημοσίευσης και ο χώρος μιας μόνιμης στήλης σε εφημερίδα ή περιοδικό δεν προσφέρουν τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Η ασθματική παρακολούθηση του λογοτεχνικού πεδίου μάλλον άγχος προκαλεί παρά επιτρέπει να διακρίνει κανείς καθαρά μέσα στα εκατοντάδες κατ’ έτος ελληνικά έργα που κυκλοφορούν (για τα μεταφρασμένα, που υπάρχει ήδη πυξίδα και απουσιάζει η προσωπική εμπλοκή, γράφονται εκ των πραγμάτων διεισδυτικότερες προσεγγίσεις). Αν άλλοτε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Τέλλος Άγρας, ο Αντρέας Καραντώνης, η Νόρα Αναγνωστάκη κ.ά. κριτικοί γίνονταν σημεία αναφοράς με την οξύνοια των παρατηρήσεών τους, αυτό συνέβαινε επειδή σ’ εκείνες τις εποχές μια έκδοση μπορούσε να αποβεί αληθινό πνευματικό γεγονός και το βιβλίο δεν αποσυρόταν σε λιγότερο από έναν μήνα από τον πάγκο των βιβλιοπωλείων. Δεδομένων των συνθηκών, κριτική υπάρχει, όπως υπάρχουν και γονατογραφήματα, όλοι όσοι γράφουν για βιβλία, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο (κι ίσως στην ποσότητα τελικά κρίνονται όλα), έχουν εξασκήσει και τα δύο. Δεν πιστεύω στον σχετικισμό, αλλά πίσω απ’ το παιχνίδι των κριτηρίων παίζεται το παιχνίδι του νοήματος και γι’ αυτό ίσως οφείλουμε όλοι να είμαστε λίγο πιο ταπεινοί.
Αν οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «αδικημένοι» συγγραφείς ευελπιστούν να τρυπώσουν μέσω της κριτικής αποδοχής στον Κανόνα, ίσως θα τους παρηγορούσε η επίγνωση ότι η έννοια του Κανόνα είναι αρκετά ρευστή ακόμα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που η ιστορία της θα πρέπει, έτσι κι αλλιώς, να ξαναγράφεται κάθε πενήντα χρόνια. Ας ασχοληθούν με το έργο τους κι ας αφήσουν τον δικαιοκρίτη χρόνο να το επικυρώσει ή να το απορρίψει. Όταν συμβεί αυτό, οι ίδιοι θα βρίσκονται πέραν του καλού και του κακού, και το πιο πιθανό είναι να μη μπορούν να το πληροφορηθούν πια.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Suzan Pektas. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]