frear

Για τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τη «Γραμμή του Ορίζοντος» – του Λάζαρου Καραβασίλη

Κατασκευάζοντας τη νοσταλγία σε ανύπαρκτες αναμνήσεις:
Για τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τη Γραμμή του Ορίζοντος

Πάνε μερικές εβδομάδες από τότε που τελείωσα το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Βακαλόπουλου που διαβάζω και που θεωρείται το σημαντικότερό του. Ίσως λίγο εσκεμμένα να άφησα να περάσει τόσος χρόνος, προκειμένου να αναστοχαστώ πάνω στη σημασία του βιβλίου και να μπορέσω να διακρίνω με μια πιο ψύχραιμη ματιά τι το κάνει τόσο μοναδικό. Παράλληλα βρήκα την αφορμή να διαβάσω μερικά κείμενα που έχουν ήδη γραφτεί για το βιβλίο, αν και τα περισσότερα ανήκαν στο σήμερα και προχωρούσαν σε μια κριτική από το σήμερα σε ένα έργο του 1991.

Αυτό με έβαλε σε περισσότερες σκέψεις. Πώς προσλαμβάνουμε ένα έργο του παρελθόντος με τον φακό του παρόντος; Κάπου εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ μια ακόμη διάσταση στη Γραμμή του Ορίζοντος: αυτή της διαχρονικότητας που κρύβει μέσα του ως ένα έργο που συζητάει τη σχέση παρόντος-παρελθόντος και του ανθρώπου ως ένα εκκρεμές που δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τους νόμους της φυσικής. Έχει όμως τη συναισθηματική επιλογή να κοιτάει πίσω και να διακατέχεται από ένα φαινόμενο με το οποίο πολλοί μπορούμε να ταυτιστούμε σήμερα, τη νοσταλγία.

Ομολογώ πως προσέγγισα τη Γραμμή του Ορίζοντος με μια επιφυλακτικότητα, βασιζόμενη στην περιγραφή του βιβλίου. Η Ρέα Φραντζή, πρόσφατα χωρισμένη, περνάει κάποιες μέρες σε ένα ελληνικό νησί παρατηρώντας τον κόσμο, τους τουρίστες, τη γεωγραφία, τα μοναστήρια και ό,τι άλλο μπορεί σχεδόν στερεοτυπικά να χαρακτηρίσει ένα ελληνικό κυκλαδίτικο νησί. Χρειάστηκε μόνο μερικές σελίδες για να διαψευστώ και να συνειδητοποιήσω πως ο Βακαλόπουλος προχωρά σε μεγαλύτερο βάθος, ίδιο με μια προοδευτική καταβύθιση στη θάλασσα, χρησιμοποιώντας τον χαρακτήρα της Φραντζή ως alter ego του εαυτού του με στόχο να αναμετρηθεί τόσο με το παρελθόν όσο και με το παρόν του. Και τα δύο ιστορικοί χρόνοι: το πρώτο στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, το δεύτερο στην ύστερη φάση της πρώτης μεταπολίτευσης (1985-1990). Έτσι ξεκινάει η αλληλουχία των σκέψεων της Φραντζή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και με αφορμή μικρά περιστατικά που λαμβάνουν χώρα κατά τις περιπλανήσεις της στο νησί.

Όπως είπαμε, αυτές οι σκέψεις ανήκουν στον Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος βλέπει, κρίνει, μελαγχολεί και νοσταλγεί. Βλέπει ένα παρόν, όπου χαρακτηρίζεται από νεωτερισμούς, τουρισμό και μετα-υλική κενότητα να σαρώνει ό,τι υπάρχει στο πέρασμά του, ένα παρόν που κατασπαράζει το παρελθόν, αυτόν τον τόπο που υπήρξε και δεν υπήρξε. Ένα κατασκεύασμα που εξιδανικεύεται με βάση την απλότητά του: τα διώροφα στις γειτονιές της Κυψέλης, τον τοπικό κινηματογράφο, τις ανθρώπινες σχέσεις που είχαν άλλη βαρύτητα. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο, «μέχρι τον Αύγουστο του 1968, η πλατεία Κυψέλης ήταν το κέντρο του κόσμου, γνωστού και αγνώστου, ορατού και αόρατου, κρυφού και φανερού.», αλλά στην πραγματικότητα «αυτή η πλατεία δεν υπάρχει πια ούτε υπήρξε ποτέ, όλα ήταν ένα μεγάλο ψέμα». Η μετάβαση από τη γειτονιά στο εθνικό και στο υπερ-εθνικό είναι επίπονη και γεννά μια ιδιότυπη μορφή νοσταλγίας, διαποτισμένη από την απώλεια και τη θλίψη. Η επιστροφή είναι μάταιη και αδύνατη, μένει μόνο η μελαγχολία.

Βλέπουμε σιγά σιγά τη διαμόρφωση κάποιων αξόνων: κεκτημένο-απώλεια, χαρά- μελαγχολία, παρελθόν-παρόν, τοπικό-παγκόσμιο. Αυτά τα αλληλοκαλυπτόμενα δίπολα, εξηγούν σε σημαντικό βαθμό και τα εθνικά στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο, όχι όμως για να αποδώσουν τον χαρακτηρισμό του εθνοκεντριστή, όπως αναφέρεται στην κριτική του Γουλιανού [1], αλλά για να κριτικάρουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο την απώλεια του ειδικού απέναντι στο γενικό. Οι αναφορές στο Βυζάντιο, στην ελληνορθόδοξη παράδοση και στην ελληνική σημαία, έχουν στόχο να μιλήσουν περισσότερο για τη διαδικασία της αλλοτρίωσης του χαρακτήρα μιας χώρας (με τα θετικά και τα αρνητικά της), απέναντι σε συνθήκες τουριστικής ομογενοποίησης. Δεν είναι τυχαίο πως η έμφαση στον όγκο των τουριστών διαπνέει το κείμενο, όπως επίσης και η αλλοτρίωση του αστικού χώρου της Αθήνας από τη συνεχή εκμοντερνισμένη αστικοποίηση.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Βακαλόπουλος πενθεί σε αυτή τη συνθήκη. Ένα πένθος άρρηκτα συνδεδεμένο με το αίσθημα της νοσταλγίας. Το πένθος της απώλειας μέσα σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο που κάνει τον συγγραφέα να αμφισβητεί ακόμη και την ύπαρξη αυτού που έχει χαθεί. Είναι όμως αυτό μια ιδιαιτερότητα του Βακαλόπουλου, ή όντως έτσι είναι τα πράγματα; Η νοσταλγία έχει τη δυνατότητα να μας κάνει να αναζητούμε καταστάσεις, εποχές και τόπους που έχουν επενδυθεί με τη μνήμη μας, μια υπαρξιακή νοσταλγία, όπως αναφέρει ο Νίκος Ξυδάκης που χαρακτηρίζεται από μια «δυσανεξία προς το παρόν, ή για αδυναμία εννοημάτωσής του, αδυναμία να δοθεί υποφερτό νόημα σε αυτό το γυμνό παρόν, να βρεθούν έστω παράθυρα διαφυγής από τούτη την πηγή δυσθυμίας» [2]. Αυτού του είδους η νοσταλγία βρίσκεται ατόφια στη Γραμμή του Ορίζοντος και λαμβάνει τόσο προσωπικές όσο και οικουμενικές διαστάσεις και μετασχηματίζεται σε μια μελαγχολία που πάντα συνοδεύει εποχές μεγάλων αλλαγών. Ας μην ξεχνάμε πως η έκδοση του βιβλίου συμπίπτει συγκυριακά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του σύντομου 20ού αιώνα.

Διαβάζοντας την ιστορία της Ρέας Φραντζή, η σκέψη μου πήγε συνειρμικά στην ταινία του Νίκου Γραμματικού Οι Απόντες και στις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος σε μια παρέα νέων, και αυτό γιατί η θεματική στη Γραμμή του Ορίζοντος είναι περισσότερο κοινή απ’ όσο νομίζουμε. Ο χρόνος ως σαρωτής των πάντων, που το μόνο που μας αφήνει είναι μια γλυκόπικρη επίγευση για ένα παρελθόν που μπορεί και να μην ήταν ποτέ εκεί, καθιστώντας οποιαδήποτε αντίσταση μάταιη. Η νοσταλγία υπήρχε πριν από τον Βακαλόπουλο, υπάρχει και μετά και θα συνεχίσει να μας απασχολεί στην αναζήτησή μας για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, απέναντι στο ζοφερό παρόν. Ίσως γι’ αυτό πιστεύω πως η Γραμμή του Ορίζοντος δεν περιορίζεται στα στεγανά της εποχής της, αλλά αναδύεται κάθε φορά που η νοσταλγία έρχεται στο προσκήνιο. Όπως, για παράδειγμα, σήμερα.

Σημειώσεις

1. Α. Γουλιανός, «Ο Καραγάτσης, η Γραμμή του Ορίζοντος και η αναγκαία κριτική», Bookpress.

2. Ν. Ξυδάκης, «Κατασκευή νοσταλγίας», Εφημερίδα των Συντακτών.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Felix Nussbaum. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη