Η βροχή έχει σταματήσει. Κλακ, κλακ, πιτς, πιτς, σταγόνες λασπόνερου στολίζουν σε κάθε βήμα τις άσπρες αθλητικές κάλτσες της Μαριάντας, ψηλές μέχρι την κνήμη, που είναι τάση και κάνουν τόσο χτυπητή αντίθεση με τα πλαστικά, χνουδωτά, υπερυψωμένα τσόκαρα με λουράκι στη φτέρνα της. Είναι το πιο χοτ παπούτσι αυτή τη στιγμή και έψαξε πολύ για να τα βρει στο συγκεκριμένο χρώμα, ένα ζωηρό, ζεστό κόκκινο του ροδιού. Μαζί της περπατάει και η κολλητή της, η Δέσποινα, η οποία φοράει απλώς μαύρα αθλητικά. Κάποια στιγμή τα κορίτσια σταματούν, γιατί η Μαριάντα θέλει να ποζάρει για σέλφι και να τις προσθέσει στα λουκς που ανεβάζει στο Ίνσταγκραμ, αλλά η Δέσποινα στο λεπτό τη σκουντάει να προχωρήσουν. Ο πρωινός δρόμος για το σχολείο είναι πάντοτε μια εμπειρία από μόνος του, καθώς τα παιδιά συναντούν το ένα το άλλο, κοντοστέκονται και περιμένουν τους φίλους τους, ή ρίχνουν μια περαστική ματιά στην πόρτα όπου μένει ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που τους ενδιαφέρει, να δουν μήπως βγαίνει.
Σήμερα όμως είναι μια ξεχωριστή μέρα. Τα κορίτσια δε σταματούν στο σχολείο. Η σιδερένια πόρτα του είναι άλλωστε κλειδωμένη με βαριές αλυσίδες και λουκέτα, που έβαλαν τα παιδιά του δεκαπενταμελούς. Έχουν συνεννοηθεί με τον Διευθυντή, και πέρυσι τους άφησε να κλείσουν το σχολείο τέτοια μέρα. Μη φέρνει τώρα σιδερά να τα κόψει, δεν είναι ότι κάνουν και κατάληψη. Τα κορίτσια προσπερνούν: Όπως όλοι οι μαθητές του σχολείου, κατευθύνονται προς την πεζοδρομημένη λεωφόρο στο κέντρο. Σε λίγο ενώνονται με παιδιά από άλλα σχολεία της περιοχής. Έρχονται, έρχονται, παρέες μικρές ή μεγαλύτερες, ολοένα και πληθαίνουν. Σήμερα η μαθητιώσα νεολαία έχει διάφορα σημεία συνάντησης στις καφετέριες της πόλης, που πάλλεται και σφύζει από ζωή. Έχει γίνει θεσμός πια. Όλοι το ξέρουν. Μερικοί από τους μεγάλους μιλούν για διαμαρτυρία γιαλαντζί. Κάποιοι άλλοι για ετσιθελισμό. Οι περισσότεροι πάντως βλέπουν με συμπάθεια τα παιδιά αυτήν τη μέρα. Η Μαριάντα, καθώς προχωρά, δεν ακούει από το κινητό της την αγαπημένη της λίστα στο Spotify. Ακούει ειδήσεις.
«Με ισχυρή αστυνομική παρουσία στους δρόμους και κλειστούς σταθμούς του μετρό γίνονται σήμερα οι δύο πορείες στη μνήμη του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου που δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, από τον αστυνομικό Επαμεινώνδα Κορκονέα. Ο ρεπόρτερ του σταθμού μας βρίσκεται στο σημείο όπου έπεσε νεκρός. Πάνο;
Γιώτα, αγαπητοί ακροατές, πλήθος κόσμου έχει σπεύσει στο σημείο δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, για να αφήσει λουλούδια και στεφάνια στη μνήμη του. Στις 12:00 το μεσημέρι θα ξεκινήσει συγκέντρωση και μαθητική πορεία στα Προπύλαια, ενώ στις 18:00 θα ακολουθήσει πορεία από συλλογικότητες, σωματεία και φορείς. Προς το παρόν η κατάσταση εξελίσσεται ομαλά, ενώ το κυρίαρχο σύνθημα σε πανό και πλακάτ είναι ‘Η φλόγα του Δεκέμβρη δεν έσβησε ποτέ’» […]
Κι η φλόγα του Βαγγέλη δεν έσβησε ποτέ. Από την πρώτη Δημοτικού είχε ανάψει η σπίθα, όταν είχε δει ένα κοριτσάκι όμορφο και ψηλό, να ξεχωρίζει με την κίτρινη, τζιν σαλοπέτα και τα μαλλιά του φτιαγμένα κεφτεδάκια, στον αγιασμό του σχολείου. Στο Νηπιαγωγείο τον κυνηγούσαν όλες «για να τον παντρευτούν», αλλά εκείνος δεν ήθελε καμία. Η Μαριάντα όμως ήταν ένας συνδυασμός που του είχε κλέψει την καρδιά: Την έβρισκε τόσο όμορφη, με στυλ και αυτοπεποίθηση. Και βέβαια δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του: Στην Πρώτη, της ζητούσε μολύβια, ότι τάχα δεν έχει, και έξυνε όλες τις ξυλομπογιές της για να τις βρίσκει εκείνη έτοιμες. Στη Δευτέρα, είχε βάλει στην τσάντα της σαΐτα που έλεγε «Θες να γίνεις Ολυμπιακός;» και της έφτιαχνε καραβάκια. Στην Τρίτη, στο πάρτι της, τον είχε αφήσει να της χαϊδέψει τις κοτσίδες κι έτσι, του Αγίου Βαλεντίνου, της είχε φτιάξει μια ζωγραφιά με καρδιές και της την είχε δώσει, μαζί με μία κούπα με αρκουδάκι που αγόρασε με λεφτά από το χαρτζιλίκι του. Ποτέ όμως δεν είχε τολμήσει να τη βρει μόνη της, να της πει στα ίσα πως θέλει να γίνει το αγόρι της, ίσως και να δοκιμάσει να τη φιλήσει. Καταλάβαινε πως κάποια σημασία τού έδινε κι εκείνη, αλλά σα να τον είχε και σίγουρο∙ χαμογελούσε μεν, αλλά χωρίς να του απαντάει ευθέως στα αισθήματά του, κι αυτό τον στενοχωρούσε. Στην Τετάρτη Δημοτικού ήταν η τελευταία φορά που της φανέρωσε την καρδιά του, όταν της άφησε μέσα στο βιβλίο ένα ποίημα που είχε γράψει, με το όνομά της σαν ακροστιχίδα, κι εκείνη πάλι δεν απάντησε. Έτσι, είχε αποφασίσει να κρατήσει τις αποστάσεις του. Επικεντρώθηκε στον αθλητισμό, και κατάφερνε να διακρίνεται. Ποτέ του όμως δεν σταμάτησε να την έχει πιο ψηλά από όλα τα κορίτσια μέσα στην καρδιά του.
Αργότερα, όταν τελείωναν την Α΄ Γυμνασίου, ο Βαγγέλης συνειδητοποίησε ότι η Μαριάντα είχε κι αυτή ανασφάλειες, όπως εξάλλου όλοι οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, όλα τα τρελά ρούχα, παπούτσια ή αξεσουάρ που υπήρχαν, όποια κι αν ήταν η πιο πρόσφατη εξέλιξη της μόδας, εκείνη έπρεπε να τα φορέσει. Ο νεαρός δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει σχεδόν από αγωνία, κάθε φορά που ήταν χαμένη στην οθόνη του κινητού της, ψάχνοντας ιδέες για το επόμενο λουκ που θέλει να κάνει. Πόσο ήθελε να της μιλήσει ανοιχτά για το πώς νιώθει! Να την πάρει αγκαλιά και να της πει πόσο όμορφη είναι, πόσο ξεχωριστή κι εντυπωσιακή! Έτσι, αποφάσισε ότι έπρεπε να την πλησιάσει διαφορετικά, πέρα από το απλό φιλικό επίπεδο. Σχεδίαζε να αφήσει να περάσει το καλοκαίρι με τη φασαρία και τους επισκέπτες του, και να κάνει την κίνησή του μέσα στο Δεκέμβρη, πριν τα Χριστούγεννα. Ήθελε η ατμόσφαιρα να είναι πραγματικά κατάλληλη, ξεχωριστή, γιορτινή. Ανησυχούσε βέβαια μήπως γίνει στο μεταξύ κάτι με κάποιον άλλον, αλλά παρηγοριόταν στη σκέψη ότι δεν υπήρχαν και πολλοί υποψήφιοι που να είναι αντάξιοί της. Από την άλλη, δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι η Μαριάντα ήξερε την αξία της. Έτσι, κάθε Κυριακή στην εκκλησία, καθώς έμπαινε πρωί πρωί στο ιερό για να βοηθήσει τον παπα-Κώστα, ασπαζόταν την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, έκανε το σταυρό του και σκεφτόταν: «Βόηθα να πάνε όλα καλά».
Ήταν προστάτης του ο Μιχαήλ, από τότε που τον είχε σώσει στο βουνό. Πάντοτε ζωηρός, πρώτος για περιπέτεια, είχε κάνει πολλές φορές τους δικούς του να καρδιοχτυπήσουν. Ήταν, δεν ήταν πέντε χρονών όταν είχε φύγει κρυφά από το σπίτι της γιαγιάς του, το τελευταίο στο χωριό πριν το δάσος. Τι σκεφτόταν; Ούτε ο ίδιος δεν θυμάται. Κάποια στιγμή πήρε να σκοτεινιάζει, κι όπως περπατούσε στην πλαγιά, άκουσε δυνατά το ουρλιαχτό ενός λύκου. Φοβήθηκε και έκανε να τρέξει, όμως του φανερώθηκε ένας πανύψηλος και ολόφωτος νέος με ήρεμο πρόσωπο, που τον σταμάτησε σε κείνο το σημείο και τον ρώτησε πώς τον λένε. Ύστερα του είπε ότι το δικό του όνομα είναι Μιχαήλ, και να μη φοβάται. Όλη νύχτα, ο μικρός Βαγγέλης ένιωθε ασφαλής και χαρούμενος. Το επόμενο πρωί, τον βρήκαν οι διασώστες στο χείλος ενός γκρεμού: Κοιμόταν στις ρίζες ενός δέντρου σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα, κι ώσπου να τον μεταφέρουν προληπτικά στο νοσοκομείο, τους είπε όλα όσα είχαν γίνει, ότι ήταν καλά κι ότι ήταν μαζί του ο Μιχαήλ. Τότε όλοι είχαν πει ότι έγινε θαύμα. Από τον καιρό εκείνο, οι γονείς του είχαν αρχίσει να εκκλησιάζονται, κι ύστερα που πήγε Δημοτικό, να τον φέρνουν και στο κατηχητικό. Ήταν κι ο παπα-Κώστας δραστήριος και μάζευε μεγάλους και παιδιά, είχε μια δουλειά για όλους: Πότε χορωδία να πούνε τα κάλαντα στους αρρώστους στο νοσοκομείο, πότε παζάρι για το φιλόπτωχο, πότε να συσκευάζουν τρόφιμα, ή να τακτοποιούν τα πράγματα που έφερναν οι ενορίτες για τους άπορους. Έτσι ο νεαρός, μεγαλώνοντας, συνδύαζε τον αθλητισμό με τον εθελοντισμό, και είχε γίνει ένα πλάσμα αεικίνητο μεν, υπεύθυνο δε.
Η αλήθεια όμως είναι ότι και τη νέα σχολική χρονιά ο Βαγγέλης απογοητεύτηκε αρκετά. Αρχικά, όσο κι αν αναζητούσε την ευκαιρία να προετοιμάσει το έδαφος, η Μαριάντα τού φαινόταν ότι είναι τόσο γοητευμένη με τον εαυτό της, που δεν του άφηνε περιθώριο να της δείξει πώς νιώθει. Έπειτα, μετά τη γιορτή του Πολυτεχνείου, η κοπέλα είχε αρχίσει να καλοβλέπει τον Μπάμπη, επομένως ο Δεκέμβρης της Β΄ Γυμνασίου έφυγε χωρίς να γίνει τίποτα. Κανένα πλησίασμα. Καμιά φανέρωση καρδιάς. Τίποτα, νάδα. Έτσι, ώσπου ν’ αλλάξει ο χρόνος, ο Βαγγέλης τις Κυριακές δεν έριχνε ούτε ματιά στον Μιχαήλ, όταν περνούσε την πόρτα στο ιερό. Ευτυχώς όμως, το ενδιαφέρον της αγαπημένης του για τον ανταγωνιστή του κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι τη στιγμή που ο τελευταίος, λίγο πριν τη γιορτή των Φώτων, άρχισε να λέει σε όλους ότι είχαν κάνει κάτι, πράγμα που δεν ίσχυε, κι έτσι εκείνη τον έστειλε κανονικά. Ο Βαγγέλης βρισκόταν στη γιαγιά του διακοπές όταν το έμαθε από το φίλο του τον Γιώργο, αδερφό της Δέσποινας, και ένιωσε ότι ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω του. Την πρώτη μέρα που γύρισαν όλοι πάλι στο σχολείο, άφησε τον εαυτό του για μια στιγμή να φανταστεί ότι χαϊδεύει τα μαλλιά της Μαριάντας. Κάτι μέσα του τον έκανε να νιώσει σιγουριά. Εκείνη θα ήταν η χρονιά του.
Αλλά και αυτή η χρονιά πέρασε σχεδόν. Πώς κυλούν έτσι οι μέρες, φεύγουν και δε ρωτούν αν πρόλαβες να ζήσεις. Δεν αντέχει άλλο, είναι αβάσταχτο να τη σκέφτεται συνέχεια και να μην της έχει πει τίποτα. Η σπίθα έχει γίνει πια λάβα που κινείται κρυφά μέσα του και λιώνει τα πάντα στο διάβα της. Να, τώρα νιώθει ότι άναψε τα καρβουνάκια μόνο και μόνο με το βλέμμα του. Αν και, αυτό το λιβάνι γιασεμί, με το άρωμα που βγάζει, τού εμπνέει γαλήνη και καθαρότητα. Του Αγίου Νικολάου σήμερα. Πολύ αργεί ο πάτερ. Πάντα όλα τα λέει, όμως σήμερα είναι μεγάλη μέρα. Ίσως δεν έπρεπε να έχει έρθει στην εκκλησία, θα αργήσει και μπορεί να χάσει την ευκαιρία. Ή σήμερα ή ποτέ. Του χρόνου Λύκειο, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Ο Γρηγορόπουλος άραγε θα ‘χε προλάβει να ερωτευτεί; Όχι, αυτό πρέπει να γίνει. Αλλά να χάσει και την Κοινωνία; Ναι, αλλά αυτή τη στιγμή όλα τα παιδιά θα είναι στις πλατείες, στις καφετέριες, στους δρόμους, και εκείνος δεν έχει ιδέα πού μπορεί να είναι τώρα η Μαριάντα. Ώσπου να ψάξει, θα χρειαστεί χρόνο. Άραγε θα είναι κοντά κανένας γνωστός; «Κάνε να τη βρω», παρακάλεσε από μέσα του τον Μιχαήλ, δίνοντας το λιβανιστήρι στον ιερέα. Κι άμα τη βρει, τι θα της πει; «Κάνε να βρω τι θα της πω». Η ώρα περνάει. Πηγαίνει τελευταίος να μεταλάβει.
«Βαγγέλη, πάρε τούτο τον άρτο παιδί μου, πες του κυρ Ντίνου να σ’ τον κόψει, είναι πολλοί και φτάνουν για όλους. Θα έχουμε δυο-τρία κοφίνια έξω, να παίρνει ο κόσμος. Πάρε και μια σακούλα με αντίδωρα. Ευλογία Κυρίου», λέει ο παπα-Κώστας, κι ο Βαγγέλης τού φιλάει το χέρι.
«Να ‘σαι καλά, πάτερ», απαντά και σκέφτεται «τώρα αυτό μου έλειπε, να κουβαλάω και τις σακούλες, όσο θα ψάχνω». Ντρέπεται όμως τον ιερέα, κι έτσι, τι να κάνει, περιμένει και τον κυρ Ντίνο να του κόψει τον άρτο.
«Έντεκα πήγε;!» Αναφωνεί κατάπληκτος μόλις ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του, κι ο γέροντας τού αποκρίνεται:
«Σάμπως έχεις δουλειά, αγόρι μου; Αφού δεν πάτε σχολείο σήμερα, σύρε τη βόλτα σου».
Η αλήθεια είναι πως τον ηρεμεί αρκετά.
Σωστά, τη βόλτα του θα πάει κι αυτός. Άλλοι ακόμη δεν έχουν ξυπνήσει. Μια χαρά στην ώρα του θα είναι, μη φανεί κι απελπισμένος. Όμως η φάση με τους άρτους και τα αντίδωρα είναι κριντζ, εδώ που τα λέμε. Αλλά και να τα πετάξει, δεν είναι σωστό. Να τα πάει στο σπίτι και να ξαναφύγει, θα αργήσει. «Πού ν’ αφήσω τις σακούλες;!» μονολογεί φωναχτά, και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό του: «Πού είσαι ρε μπρο; Είμαι στο μαγαζί του Νίκου. Από ό,τι βλέπω έρχονται και η Μαριάντα με τη Δέσποινα. Ωχ, σε κλείνω», ήταν ο Γιώργος. «Έρχομαι φίλε», απαντά ο Βαγγέλης ανακουφισμένος, όμως στη σκέψη ότι θα τον δουν με δυο γεμάτες σακούλες να πλησιάζει, θέλει να εξαφανιστεί.
❧
«Αχ, δεν μπορώ, δεν μπορώ! Πονάω λέμε! Γρήγορα, πάγο!»
«Ρε Μαριάντα, σταμάτα πια, μας ακούει όλο το μαγαζί! Τώρα, σου φέρνουν παγάκια, μην κάνεις έτσι!»
«−Ρε Δέσποινα, άμα δεν ψαχούλευα την τσάντα μου στη μέση του δρόμου, να σου βρω τα κρακεράκια από χτες, δεν θα είχα στραβοπατήσει στη λακούβα! Δεν αντέχεσαι όταν πεινάς, δηλαδή έλεος!»
«Αφού δεν είχα φάει πρωινό για να περάσω να σε πάρω νωρίς, όπως είχαμε πει, και συ κοιμόσουν! Και από όλα τα άουτφιτ που μπορούσες να κάνεις, έπρεπε να φορέσεις αυτά τα τσόκαρα μετά από τη βροχή; Έλεος εσύ κάπου!»
«Τι θες ρε κορίτσι μου; Να σου θυμίσω ότι εγώ είμαι αυτή που έχει στραμπουλίξει το πόδι της και πονάει, εντάξει;»
Ο Γιώργος παρακολουθεί χωρίς να τολμάει να μιλήσει. Με δυο αδερφές στο σπίτι, τη μία δίδυμή του, έχει μάθει πως, όταν τα κορίτσια τσακώνονται, καλό είναι να μη μπαίνει κανείς στη μέση. Χιούμορ, χιούμορ! Πρέπει να σκεφτεί κάτι να αλλάξει το κλίμα.
«Φέρε λίγο το τσόκαρο, να δω, μου μπαίνει;», λέει στη Μαριάντα, σηκώνοντας από κάτω το ένα, που η κοπέλα έχει βγάλει από το πονεμένο πόδι της. Εκείνη, με ένα μορφασμό περιφρόνησης, του δίνει και το άλλο που φοράει.
«Α, ωραία είναι, έχουν και ανάρτηση. Ότι πρέπει για να σουτάρω», προσπαθεί να αστειευτεί ο Γιώργος, φορώντας τα. Οι φτέρνες του κρέμονται έξω τρία νούμερα: Φαίνεται κάπως, η αλήθεια να λέγεται. Το κόλπο πιάνει, τα κορίτσια σταματάνε να μιλούν, αρχίζει να περπατάει προς το δρόμο, ξέρει ότι δεν τον ακολουθούν πια με το βλέμμα τους, σίγουρα θα σκέφτονται ότι μια ζωή σαχλαμάρες κάνει. Μέχρι που βλέπει τον Βαγγέλη, να καταφτάνει από μακριά με μια σακούλα σε κάθε χέρι.
«Μπρο, τι έχεις εκεί;»
«Ο πάτερ μού έδωσε άρτο και αντίδωρα, τι να τα κάνω τόσα;»
«Α, ωραία, ε… Φέρ’ τα να τα δώσουμε στο Νίκο που γιορτάζει και θα τα βολέψει αυτός.»
«Στο Νίκο! Ναι ρε φίλε! Εσύ τι έπαθες;»
«Εγώ τίποτα, η Μαριάντα στραμπούλιξε το πόδι της φορώντας αυτά, και άρχισαν να τσακώνονται με τη Δέσποινα. Οπότε κάνω ό,τι μπορώ φίλε, γιατί είναι ικανές να το συνεχίσουν όλη την ημέρα. Νίκο! Σου φέραμε κέρασμα για το μαγαζί! Ο Βαγγέλης.»
Ο ιδιοκτήτης και εορτάζων σηκώνεται από ένα ακριανό τραπέζι, όπου κάθεται με κάποιους θαμώνες, και πλησιάζει με περιέργεια. Ο Βαγγέλης, κρατώντας τις δυο σακούλες τώρα στο ένα χέρι, δίνει το άλλο στο Νίκο για να ευχηθεί τα χρόνια πολλά, κι ύστερα τού κρεμάει τα λάφυρα στην παλάμη.
«Να ‘σαι καλά, αγόρι μου! Τι; Είχες πάει εκκλησία; Βοήθειά σου. Θυμάμαι κι εγώ στο χωριό μου, μικρός, δεν έχανα ευκαιρία να πηγαίνω στο ιερό. Το τι λειτουργιές είχα φάει, άλλο πράμα –και ζυμωτές, έτσι; Πάω μέσα, να τους πω να τα βάλουν σε δισκάκια και να τα μοιράσουν στα τραπέζια. Καθίστε παιδιά!»
Αυτό ήταν. Πήγε όντως καλά. Και τώρα τι; Μήπως μπορεί να βρεθεί μόνος του με την αγαπημένη του; Ή μήπως είναι σωστό να της μιλήσει, τη στιγμή που εκείνη πονάει; Και τι θα της πει, δηλαδή, που δεν μπορούσε να της το έχει πει μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή; Απίστευτο, πόσο χρόνο έχει χάσει! Κι αν εκείνη είχε σκοπό να πάει αλλού, και ήρθαν εδώ μόνο και μόνο επειδή ήταν πιο κοντά και κούτσαινε; Ας μην τα σκέφτεται όλα αυτά. Σημασία έχει που είναι εδώ τώρα. Η αγάπη διώχνει το φόβο.
«Πρέπει να το απλώσεις το πόδι σου. Περίμενε», λέει ο Βαγγέλης φέρνοντας στη Μαριάντα ένα σκαμπό, και συνεχίζει:
«Μισό λεπτό, να βάλουμε κι ένα μαξιλάρι πάνω. Τώρα μπορείς να το ακουμπήσεις», προτρέπει την κοπέλα, κι εκείνη βολεύεται. Εκείνη τη στιγμή έρχονται επιτέλους τα παγάκια.
«Ε… Μπορώ;», τη ρωτάει τρυφερά, ψάχνοντας φευγαλέα τη ματιά της. Έπειτα παίρνει το σακουλάκι και γονατίζοντας μπροστά της εφαρμόζει σωστά την αυτοσχέδια παγοκύστη στον αστράγαλο που πονάει.
«Ωραία!», λέει και περιμένει λίγο, κοιτάζοντας κάτω, αλλού, προσπαθώντας να μην καρφώσει αδιάκριτα τα μάτια του στην υπέροχη αυτή γάμπα. Επιτέλους, τη ρωτάει:
«Εμ… Πώς νιώθεις τώρα;»
Όμως εκείνη νιώθει ότι την έχει χτυπήσει ρεύμα: Πώς δεν είχε προσέξει τόσον καιρό τα θαυμάσια αυτά χέρια και τα καλοκαμωμένα δάχτυλα, που φαίνεται να ξέρουν τόσο καλά τι κάνουν; Πώς δεν είχε δώσει σημασία σε αυτήν τη γυμνασμένη πλάτη και τον λαιμό, που μοιάζει να φτιάχτηκε για να κρεμαστούν από πάνω του πολλά χάδια κι αγκαλιές; Το ρεύμα έχει ανέβει από τον αστράγαλο στην καρδιά. Καίει ολόκληρη και έχει χάσει τα λόγια της.
«Πρέπει να μείνει έτσι για λίγη ώρα, για να σου περάσει πιο γρήγορα», τη συμβουλεύει, κι εκείνη ψελλίζει με αμηχανία:
«Ευχαριστώ.»
Στην απέναντι καρέκλα, η Δέσποινα τρώει σχεδόν αμάσητο τον άρτο που άφησαν στο τραπέζι τους.
«Θέλει κανείς αντίδωρο;», ρωτάει ενώ ακόμη δεν έχει καταπιεί καλά καλά, κι ο Γιώργος, αφού σταμάτησε σε ένα κοντινό τραπέζι για να χαιρετήσει κάποιον γνωστό του, τώρα έρχεται σχεδόν σέρνοντας το πόδι του.
«Κόπηκε το λουράκι», εξηγεί, δείχνοντας τα τσόκαρα της Μαριάντας, «συγγνώμη».
«Αμάν ρε Γιώργο!», προλαβαίνει να τον μαλώσει η αδελφή του, και εκείνη τη στιγμή παρατηρούν κι οι δυο τους πως ο Βαγγέλης και η Μαριάντα απλά κοιτάζονται στα μάτια, σα να έχει βουτήξει ο ένας στον ωκεανό του άλλου.
«Τι να σας φέρω;»
Μια γυναικεία φωνή διακόπτει την ατμόσφαιρα, και τα παιδιά δίνουν τις παραγγελίες τους. Σε λίγο αρχίζουν να χαλαρώνουν, να συζητούν, να μιλούν δυνατά, να γελούν, να χαιρετούν κι άλλους φίλους τους τριγύρω. Φαίνεται πως, σήμερα τουλάχιστον, οι νέοι κάνουν πράγματι χρήση του δικαιώματός τους να μην κοιτάζουν συνεχώς τα κινητά τους, του δικαιώματός τους να επικοινωνούν, να γνωρίζονται και να χαίρονται που συνυπάρχουν ειρηνικά.
«Ο Γιώργος σού χάλασε τα τσόκαρα», λέει κάποια στιγμή με σιγανή φωνή η Δέσποινα στη φίλη της.
«Δεν πειράζει. Χαζά ήταν, έτσι κι αλλιώς», αναστενάζει εκείνη.
«Και πώς θα πατήσεις κάτω;», επιμένει η πρώτη.
«Δε σκοπεύω να ξαναπατήσω κάτω. Εδώ ψηλά είναι πιο ωραία», αποκρίνεται η Μαριάντα, χαμογελώντας σαν αλλοπαρμένη.
«Α, καλάαααα…!» σκέφτεται η Δέσποινα.
Είναι πολλή ώρα τώρα που τα παγάκια έχουν λιώσει, και οι κούπες με τα ροφήματα έχουν αδειάσει. Η Μαριάντα, πιασμένη γερά μέσα στην αγκαλιά του Βαγγέλη, πηγαίνει σιγά σιγά προς την πόρτα του αυτοκινήτου του μπαμπά της. Οι κάλτσες στα πέλματά της είναι τώρα κατάμαυρες από τις λάσπες, αλλά το πρόσωπό της λάμπει.
«Πάνε αυτοί. Και στα δικά μας οι λεύτερες», λέει η Δέσποινα, κοιτάζοντας τη σκηνή και κρατώντας τα χνουδωτά τσόκαρα.
«Και πολύ άργησαν. Λες ο μπρο να μας ξεχάσει τώρα;», προσθέτει ο Γιώργος.
«Να μας ξεχάσουν; Πρώτα θα ζητάνε άδεια από εμάς, και μετά θα βγαίνουν οι δυο τους. Αλλιώς θα τους έρθει από ένα τσόκαρο στον καθένα», καγχάζει η Δέσποινα.
«Καλά, ηρέμησε», απαντάει ο Γιώργος και δείχνοντας με τα μάτια τον φίλο του, συνεχίζει: «Έρχεται. Πάμε να φάμε τίποτα;»
«Μμμ… Να πούμε και στη Χριστίνα, τη Μαρία και τον Γιάννη;»
«Παίρνω και τον Άγγελο.»
«−Πού χάθηκε αυτός; Όχι ότι μου έλειψε δηλαδή…»
«Καλά, καλά, προχώρα.»
«Και αυτά τι να τα κάνω;»
«Άστα στο μαγαζί, για ντεκόρ!»
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: ©Sergio Larrain Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]