Ενθάδε κείμαι, και όλα τ’ άνθη μου, η παλάμη σου τα τρώει. Άκου αυτόν τον θερισμό, είναι το χώμα, αρμενίζει. Ό,τι αγάπησες, δεν ήταν στο βυθό, στην αγέλη του βάθους δεν σώζεται κανείς θεός. Εδώ λοιπόν, με τα πολλά μου πρόσωπα. Τι να τις κάνουμε τις ρίζες; Οι ρίζες σε έδωσαν το ωραίο ταξίδι.
(σιγά σιγά θ’ ανάψουν οι χειμώνες, το χώμα θα ξαναχτιστεί, θα ξεδιψάσουνε ξανά οι τόποι, πονούν οι τόποι σαν φρονιμίτες)
Και για να τελειώνουμε. Εγώ δεν είμαι η Λένω Μπότσαρη, μιά νερατζούλα είμαι, με άνθη νερατζιάς, έλα βοριά μου, στα θαύματα όλα τα «α» χύνουν στο χώμα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Maciej Pawelec. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]