frear

Έξι ποιήματα – του Φραντσέσκο Τζούστι

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ

Με τον τρόπο που τα θρύψαλα του χρόνου
αβγάτισαν στην πέτρα σου τ’ αλάτι,
είμαι μέσα σου, Βενετία,
αλλά δεν ξέρω πού, γιατί δεν νιώθω
ότι με νιώθεις,
τι ξέρεις για μένα
κι αν μου λες ότι ξέρεις δεν ξέρω αν είναι αλήθεια
έτσι στραμμένη που είσαι να κοιτάζεις αυτούς που έρχονται
να σε γαλιφίσουν,
να σου φέρουν χρήματα όπως σε μια γυναίκα του δρόμου
που δείχνεται και βάφεται,
κι εσύ είσαι μακάρια με αυτά που κάνουν,
κι αυτό είναι, το βλέπω,
που με αρρωσταίνει πιο πολύ.

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Έρχονται τα Χριστούγεννα
και νιώθει λίγο άρρωστος και γερασμένος
ο άνθρωπος στο κόκκινο παγκάκι του Δήμου.
Κανείς δεν τον βλέπει· τρέχουν βιαστικοί ο καθένας με
την τύχη του
εκείνοι που επιστρέφουν. Και όταν ο άγγελος,
έχοντας κατεβεί απ’ το δέντρο
με τα φωτάκια, έρχεται και στέκεται δίπλα του,
τα μάτια του σκεπάζει ομίχλη δακρύων
για να τον ξεμακρύνει απ’ αυτόν τον κόσμο που είναι
άλλου είδους, άλλης λαλιάς.
Έρχονται τα Χριστούγεννα κι όλους τους τραβούν
πιο πολύ μέσα στο σπίτι παρά εδώ κι εκεί, αλλά όχι αυτόν
που σπίτι δεν έχει, που καμία φωτιά
δεν μπορεί να τον πυρώσει. Έχει το περιστέρι
αποσταμένο
στον ίδιο πάγκο χουχουλιασμένο, αυτός
και το όνειρο που σιγά σιγά σβήνει.

ΤΟ ΣΥΚΟ

Ακριβό μου κοτσυφάκι
τσίμπα τσίμπα το όμορφο αυτό σύκο
με το μακρύ μακρύ ράμφος σου – στρώσου στη δουλειά,
μην αφήνεις στο άλλο που σε ακολουθεί
αυτήν την τερπνή ραδιουργία, αυτόν τον εκμαυλισμό
της διασκέδασης.
Περνά ένα τώρα από κάτω και κοιτά ψηλά –πόσο καλό πρέπει να είναι εκείνο εκεί
το χοντρό χοντρό σύκο
και τι γούστο θα είχε να του δώσεις μια γερή μπουκιά.
Και μετά περνά ένα άλλο
και …το ακριβώς αντίθετο –τι καταστροφή αυτά
τα σύκα κάτω στο χώμα,
όταν λαθεύεις κι ακουμπάς ένα σου πόδι την πατάς,
έτσι λέει, καθώς χάνει, ανόητο προς στιγμή,
αυτό το υπέροχο γλυκό δώρο.

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

Τι μπορώ να κάνω
αν είμαι ποιητής και όταν
περνώ κάτω απ’ αυτό το δέντρο
που είναι όλος μου ο κήπος, ν’ αδράξω
κάτι
ξεχασμένο, σαν να ήταν εκείνο το
σπίτι μου, όπως φτερουγίζοντας πετά
το πουλάκι ήσυχο ήσυχο γύρω απ’ το καμπαναριό, όταν ένας κουβάς με
χρώμα
αναποδογυρίζει ανάμεσα στα σύννεφα και χύνεται
και είμαι ελεύθερος πάνω απ’ αυτό που βλέπω
και η πόλη χάνεται, ανοιχτή παλάμη στην άκρη της
θάλασσας,
και, κρυμμένα, βρέχονται τα γεράνια φλογισμένα
στην πήλινη γλάστρα που νοσταλγεί τα περιβόλια,
από αυτό το χρώμα που απλώνεται και ρέει
ευτυχισμένο και στοιχειωμένο απ’ τη μαγεία,
όταν στο σβήσιμο της μέρας οι καμπάνες
πετούν
για να σημαδέψουν τη μοίρα μας;

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Έχει παπούτσια τόσο μεγάλα
όσο ολάκερη η κιβωτός, που προσάραξε στο Αραράτ. Μέσα
φέρει ακέραιο το πλήθος των ανέμελων πουλερικών
και την ύπαιθρο που μαύρη κίτρινη πράσινη γα-
λάζια τον περιέβαλλε. Είναι γι’ αυτό
που αναπνέει ακόμα όταν
στρέφεται προς τα πίσω κρατώντας μια πατάτα
βραστή στο χέρι.

ΠΑΝΤΑ

Τη νύχτα έρχομαι εκεί που είμαι.
Κύκλοι πείσματος, από μια πέτρα που εκτοξεύτηκε,
διευρύνονται,
προκαλούν τον ουρανό όσο είναι ακόμα ζωντανός.
Στην πόρτα το μάνταλο, η ευλογημένη ελιά,
το καρφί.
Μες στο σπίτι, εικόνα λουλουδιών χωρίς λουλούδια,
πάντα εσύ που ποτέ δεν σε βρίσκω.

⸙⸙⸙

[Τα ποιήματα προέρχονται από την ποιητική συλλογή Ζώντας με πατάτες, 2019-2021, εκδόσεις nottetempo. Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Phil Greenwood. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.])

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη