Η κόρη του καφετζή
Τακούνια φορά τ’ απομεσήμερα η κόρη του καφετζή
την όρεξη ανοίγοντας σε μια αρμαθιά άντρες
στη σάρκα του καλοκαιριού·
πίνουν και την κοιτάζουν
επιθυμίες στενάζοντας
σκουπίζουν ψιθύρους στα χείλη τους.
Μια νύχτα, όμως, που άδειασε απότομα ο καφενές
–βροχή σιτζίμι έπεφτε– όταν
η κόρη τα βλέφαρα χαμήλωσε
ποτήρια γυαλίζοντας με ποδιά δαντελωτή
άντρας στην πόρτα στάθηκε,
ο Μενούσης μεθυσμένος,
την κορδέλα τής τράβηξε απ’ τα μαλλιά
με τα δόντια του τα μπροστινά
το χρυσαφένιο της δέρμα άγρια δάγκωσε
–επώδυνο–
ούρλιαξε αυτή.
Ύστερα δάγκωσε αλλού
κι αλλού·
την καταβρόχθισε
ξοδεύοντας δεκαεννιά φακίδες στο πρόσωπο.
❧
εκρηκτικά
Είναι τεχνίτης στο ψήσιμο
–το λένε όλοι–
κρατά τη φωτιά χαμηλή
ρίχνει χοντρό αλάτι στα ψάρια
τ’ αφήνει ζουμερά κι όταν τα τρώει
τα φαγωμένα του νύχια γλύφοντας,
στενάζει κι ύστερα πάνω της βουτά
με την επιθυμία μουσκεμένη·
αυτή, βέβαια, δεν στενάζει όπως αυτός,
όταν ανάσκελα κείτεται
με ξεραμένο το μεδούλι.
Κείνη την ώρα ο πόθος λάμπει του θανάτου
τις όχθες της θάλασσας ονειρεύεται
εκρηκτικά στο τώρα της βάζει και
αποσυντίθεται
φρέσκια στ’ αλάτι.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Malcolm T. Liepke. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]