Δύο νύχτες πριν μου έλθει η είδηση του θανάτου του Αντόνιο –του Τόνι– Νέγκρι, τον ονειρεύτηκα για πολλή ώρα και η παρουσία του ήταν τόσο ζωντανή που, όταν ξύπνησα, ένιωσα την ανάγκη να του γράψω. Το μήνυμά μου στο παλιό email του, που δεν χρησιμοποιούσα για χρόνια, δεν μπορούσε να φτάσει σε αυτόν. Μια φίλη, όταν της μίλησα για το όνειρο, μου είπε: «θέλησε να σε αποχαιρετήσει πριν φύγει». Ακόμη και στις αποκλίσεις των σκέψεών μας, που γίνονταν με τον καιρό όλο και πιο ξεκάθαρες, κάτι μας έδενε πεισματικά, κάτι το οποίο είχε να κάνει προπαντός με τη γενναιόδωρη, ανήσυχη, σχολαστική ζωντάνια του, που ένιωσα αμέσως όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1987.
Με το θάνατο του Τόνι νιώθω ότι κάτι μου λείπει – μέσα μου, κάτω από τα πόδια μου, ίσως κυρίως πίσω μου, σαν ένα κομμάτι του παρελθόντος μου να έγινε ξαφνικά παρόν και να μου απευθύνθηκε αποχωρώντας. Και αυτή η έλλειψη δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά ολόκληρη τη χώρα μας και την ιστορία της, που είναι όλο και πιο ψεύτικη, όλο και πιο ανίδεη, όπως φαίνεται από τις απεχθείς νεκρολογίες, που θυμούνται μόνο «τον κακό δάσκαλο» και όχι την κακή, φριχτή χώρα, που του είχε δοθεί να ζήσει και την οποία προσπάθησε, ίσως λανθασμένα, να βελτιώσει. Γιατί ο Τόνι, ξεκινώντας από τη μαρξιστική παράδοση στην οποία ανήκε και που ίσως τον καθόρισε και τον πρόδωσε, προσπάθησε βέβαια να αναμετρηθεί με το πεπρωμένο της Ιταλίας και του κόσμου, στην ακραία φάση του καπιταλισμού που διανύουμε χωρίς να γνωρίζουμε προς ποιον ατυχή προορισμό. Και αυτό είναι ό,τι δεν τολμούν ούτε θα μπορούσαν ποτέ να το κάνουν εκείνοι που συνεχίζουν να προσβάλλουν τη μνήμη του.
⸙⸙⸙
[Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Quodlibet, στις 18 Δεκεμβρίου 2023. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]