frear

Ελληνίδες μετανάστριες στη Γερμανία τη δεκαετία του ʼ60 – γράφει η Χριστίνα Φραγκεσκάκη

Mε κομμένη την ανάσα παρακολουθήσαμε πριν λίγες μέρες στην Tαινιοθήκη της Ελλάδος τη βραβευμένη ταινία Η μητέρα του σταθμού, της Κωστούλας Τωμαδάκη, ένα ντοκουμέντο για την ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία την ταραγμένη δεκαετία του ʼ60. Σημαντικότατο αρχείο διάσωσης, ταυτόχρονα, της μεταναστευτικής ιστορίας Ελλήνων, αγροτικής κυρίως προέλευσης, που έφυγαν μαζικά από τη Βόρεια Ελλάδα για τις βιομηχανικές πόλεις της Γερμανίας. Η σκηνοθέτις επιλέγει να φωτίσει τις προφορικές αφηγήσεις των μετακινούμενων γυναικών και των παιδιών τους, πιο πολύ των κοριτσιών, που είτε ακολουθούν τους άντρες και πατεράδες τους, είτε καμιά φορά προηγούνται καθώς αρκετοί από αυτούς δυσκολεύονται στη μετεμφυλιακή Ελλάδα να πάρουν τα έγγραφα εξόδου από τη χώρα.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η κ. Αγάπη Αρτζανίδου –η αφήγησή της αποτελεί την εναρκτήρια αφήγηση του ντοκιμαντέρ– που έφυγε από το χωριό της, το Μαυρονέρι του Κιλκίς για το Βαλτσάσεν της Βαυαρίας, με μια ομάδα νέων γυναικών και ανδρών, μόνη αυτή χωρίς τον άντρα της, ο οποίος έμεινε αρκετό καιρό πίσω λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Μας αφηγείται την ιστορία του δύσκολου μεταναστευτικού ταξιδιού της αποδραματοποιημένα, με το σθένος της υπερήλικης ζωής της και μας τραγουδά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» με ραγισμένη φωνή. «Τότε τραγουδάγαμε, τώρα ποιος θα μας ακούσει;» λέει αναπολώντας τη νεότητα που όλα τα αντέχει.

Η μια μετά την άλλη οι γυναίκες της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς, περνούν από μπροστά μας –γυναίκες αόρατες εκείνη την εποχή μέσα στο δίχτυ της τριπλής τους ταυτότητας, θηλυκές οντότητες, μετανάστριες, ανειδίκευτες εργάτριες– για να μας αφηγηθούν σπαράγματα της εργαζόμενης ζωής τους στη μαζική παραγωγή της Bosh, της Siemens, της porcelaine Fabric… Ορατές σήμερα, με στέρεο λόγο, μας απευθύνονται καθισμένες στις λουλουδιασμένες τους αυλές, στην πατρίδα πια. Οι ιστορίες τους διασταυρώνονται, συνομιλούν με τις ιστορίες των παιδιών τους, σε κάποιο σημείο όλα συναντώνται, δημιουργείται ένας κοινός τόπος, ένα σημείο που δεν έχει μιληθεί αρκετά και τώρα τους δίνεται η ευκαιρία. Το τραύμα μεσολαβημένο από την κάμερα, από τον χρόνο, εκφωνείται με ποικίλους τρόπους. Ο ενσώματος λόγος τους, δίνοντάς μας και άλλα σημαντικά στοιχεία, συμπληρώνει τη ζωντανή περιγραφή, καθιστώντας την μια πλήρη αφηγηματική επιτέλεση. Ο χωρισμός των γονιών από τα παιδιά τους και τανάπαλιν.

Να σπουδάσουν τα παιδιά είναι το μεγάλο όνειρο, αυτό θα δικαιώσει τη φυγή τους, και καθώς οι δύσκολες συνθήκες της ζωής τους και η εκπαιδευτική πραγματικότητα λειτουργούν αποτρεπτικά, επιστρατεύονται οι στενοί συγγενείς στην πατρίδα για να τα στέρξουν. Σε άλλες περιπτώσεις τα παιδιά μένουν από την αρχή πίσω, στην Ελλάδα, με τα οικεία πρόσωπα. «Πρέπει να μάθουν την ελληνική γλώσσα, να προοδεύσουν». Γίνονται «παιδιά των σταθμών» κι αυτά, μετακινούνται συνεχώς, έρχονται και φεύγουν ανάλογα με τις περιστάσεις, χωρίζουν πολλές φορές τα αδέλφια, ποιο είναι το τυχερό; Αυτό που μένει ή αυτό που φεύγει; Γίνονται «παιδιά-βαλίτσες» όπως πολύ εύστοχα το περιγράφει, μεταξύ άλλων, στην αφήγηση της δικής της μετακίνησης η κόρη, συγγραφέας και εκπαιδευτικός, Έλενα Αρτζανίδου.

Όλες οι αφηγήσεις μανάδων και κοριτσιών περνούν μέσα από το ανεπούλωτο τραύμα. Ο χωρισμός. Το παιδί που έμεινε πίσω. Η επανένωση.

Κάποια από εκείνα τα μικρά «κορίτσια των σταθμών», γυναίκες σήμερα, επιστρέφουν σε θέσεις ευθύνης στα εργοστάσια που δούλεψαν οι γονείς τους. Η φιλόλογος Παναγιώτα Αϊνατζή αφηγείται με συγκρατημένη συγκίνηση την επιστροφή της στο γερμανικό σχολείο που φοίτησε ως παιδί, εκεί όπου σπούδασε μεταξύ άλλων και τα ελληνικά, στην ενσωματωμένη στο εκπαιδευτικό σύστημα «Ώρα της μητρικής γλώσσας». Θα τη διδάξει η ίδια τώρα στα σημερινά ελληνόπαιδα της Γερμανίας. Τα θραύσματα των ιστοριών ενώνονται σε ένα συνεχές, οι γυναίκες-κόρες που ακολουθούν ξεπερνώντας κατά πολύ τις γονεϊκές προσδοκίες, ανοίγουν υπερπόντια φτερά, ο κύκλος ενίοτε κλείνει θεραπευτικά.

Η μητέρα του σταθμού της Κωστούλας Τωμαδάκη, θεμελιωμένη στην εμπειρία και μαρτυρία των μετακινούμενων γυναικών, συμβάλει τα μάλα στην κατανόηση της Ελληνικής μεταναστευτικής περιπέτειας στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60. Φωτίζοντας δε την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα της κάθε αφηγηματικής πράξης αναδεικνύει σε ύψιστο βαθμό την σύγχρονη Ιστορική ανάγκη ενσυναίσθησης και ετερογνωσίας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από την ταινία. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη