frear

Δύο ποιήματα – του Νίκου Κωσταγιόλα

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ
[επάνω σ’ έναν πίνακα του Γκρέκο]

Ήταν βαθύς ο τάφος κι ανοιχτός·
ένα ξερό κροτάλισμα χάραζε τη σιωπή
καθώς από συρόμενη αλυσίδα
το χώμα ραχοκοκαλιά γύρω απ’ το χάσμα
κι ο πρωτομάρτυρας κι ο άλλος χαμηλώναν το κορμί
τα μέλη του ξεκούρδιστα να ταλαντεύονται
σαν από αθέατου μαριονετίστα χέρι

Στην πανοπλία ορχέονταν το φέγγος των πυρσών
κι ολοένα έσφιγγε ο κλοιός των μαυροφόρων,
η αμηχανία τους κυψέλη βουερή
ώσπου να μπει οριστική τελεία στο σώμα
του Οργκάθ που για δικό τους το προβάρανε
βαλμένοι όλοι τους να λεν το Θεό ληστή
κι αγύρτη που αφθονεί στον κόσμο ο πόνος

Επάνω ο άγγελος κουβάλαγε το βρέφος
στων νεφελών το σφαιριστήριο να κριθεί
κι ο διάκονος –ψάχνοντας το σαγόνι του
με βλέμμα στα υπερούσια γαντζωμένο–
ψήφιζε «πνεύμα» δαγκωτό κι επάξια λάβαινε
κάτι αβαρές από του Ευάγριου την κοψιά

Μόνο το αγόρι από το θέαμα ατραυμάτιστο
–με τη νύχτα κούφιο γαύγισμα στ’ αυτί–
δείχνει το ξέπνοο κουφάρι σε μια νύξη
υπενθυμίζοντας ή μάλλον προειδοποιώντας:
«ιδού η σπουδή σου εν μέσω των βροτών
– πού πας πουλί μου άοπλο στα χρυσαφένια αλώνια
γδυμένο τις αισθήσεις σου, μ’ ανάπηρη ψυχή;

Φυσάει Ύψος στους αιθέρες,
θα πουντιάσεις».

ΓΕΝΝΗΣΑΡΕΤ
[τρεις φορές η ζωή]

Το κεφάλι του αναπαύονταν ανάμεσα στα γόνατα.
Ο θόρυβος της αποβάθρας – οι βρισιές των ναυτικών,
των αχθοφόρων τ’ αλληλοπειράγματα, οι τσακωμοί των γλαρονιών –
όλα μακραίνανε.

Άκουγε επιλεκτικά:
τον ατελεύτητο φλοίσβο να παιανίζει
τη θορυβώδη δόξα
μιας εγγυημένης νεκρανάστασης
κι εκείνον τον αφρό, αρτιγενής που σπάει στα βότσαλα
την φροντισμένη του ακρίβεια στην επανάληψη
– μια γέννηση, ένα μεσουράνημα, ένας θάνατος
όλα σε μια στιγμή:
κύκλοι μ’ αυτάρκεια βλεφαρίσματος

Το πράσινο των δέντρων, το απαραίτητο κάθε άνοιξη –
πόσο χαιρέκακα σε προκαλεί ν’ αναβιώσεις
των δικών σου κλώνων το κυανέρυθρο

Εκείνη τη βαθιά ραμμένη ιδίως
μοίρα κοινή κάτω απ’ το δέρμα να μοχθεί
– το φιλότιμο μα αποδεκατισμένο τεριρέμ
μιας χορωδίας τζιτζικιών αρχές Σεπτέμβρη,
μάννα των χελιδονιών

ίχνη ενός ήρεμου γκρεμίσματος
μια ακοίμητη δενδρογαλιά,
το ακάθεκτό της σφύριγμα σε κάποιον Κήπο –
για λίγο ακόμα
θα τα υπέμενε

αναθυμούνταν τώρα τον Ιωσήφ
την πατρική του καθησύχαση
σαν το ακόμα άμαθο χέρι του
ξέφευγε από τον μπούσουλα
άτσαλα πλανίζοντας
πως τέτοια σφάλματα ριζώνουν στην αναπνοή
και δίνουν πνοή στο ξύλο
– ναι, τώρα τους ένιωθε καλύτερα

σήκωσε το κεφάλι του ατενίζοντας
το σκαμπανέβασμα μιας σκούνας μπρος στο ηλιοβασίλεμα
σπαθίζοντας τη χαίτη του νερού
μπαίνοντας στου λιμανιού το πέταλο

ένα πουλί από φως θ’ αράξει στον σταυρό
του καταρτιού τυφλώνοντάς τον
μόνο για μια στιγμή
προτού το πάρει ο άνεμος
– ναι, ό,τι και να γίνονταν
για μια στιγμή ήταν φως
κανείς δεν τ’ αφαιρούσε

Είδε τις δώδεκα σιλουέτες
να διαστέλλονται φωτοστεφείς πλησιάζοντας
κι εκείνον που καλούσε Πέτρο ανάμεσά τους
ολόρθο στον πρωραίον ιστό να χαιρετά
κουνώντας ζωηρά το χέρι του

Χαμογελώντας απόμακρα, στωικά
ίσως και κάπως κουρασμένα
ανταπέδωσε

Ναι,
η αθανασία
μπορούσε να περιμένει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Balthasar van der Ast. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: