Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Η Προφητεία
Στον Ζαν- Πολ Σάρτρ, που μου διηγήθηκε
την ιστορία του Αλί με τα γαλανά μάτια
Ήταν ένας γιος στον κόσμο
και μια μέρα πήγε στην Καλαβρία
ήταν καλοκαίρι, και ήταν
άδεια τα χαμόσπιτα,
καινούργια, σε σχήμα κώνων ζάχαρης,
από τα παραμύθια των νεράιδων
στο χρώμα των περιττωμάτων. Άδεια.
Σαν χοιροστάσια χωρίς χοίρους, στο κέντρο κήπων χωρίς ζαρζαβατικά, χωραφιών χωρίς χώμα, κοιτών χωρίς νερό. Καλλιεργημένα από τη σελήνη, την ύπαιθρο. Τα στάχυα που ωρίμασαν για στόματα σκελετών. Ο άνεμος από το Ιόνιο
κλυδώνιζε τα μαυρισμένα σπάρτα
όπως στα προφητικά όνειρα:
και η σελήνη στο χρώμα των περιττωμάτων
καλλλιεργούσε χωράφια
που ποτέ δεν αγάπησε το καλοκαίρι.
Και ήταν στους χρόνους του γιου
που αυτή η αγάπη μπορούσε
ν’ αρχίσει, και δεν άρχισε.
Ο γιος είχε μάτια
από καμμένα άχυρα, μάτια
χωρίς φόβο, και είδε όλο
το κακό: τίποτα
δεν γνώριζε αυτός
από αγροκαλλιέργειες,
μεταρρυθμίσεις, αγώνες
συνδικάτων, Οργανισμούς Αγαθοεργίας.
Αλλά είχε αυτά τα μάτια.
Η τραγική σελήνη
του καταμεσήμερου, ήταν εκεί,
καλλιεργούσε
εκείνα τα πέντε χιλιάδες, εκείνα τα είκοσι χιλιάδες
διάσπαρτα εκτάρια με τα νεραϊδόσπιτα
του τηλεοπτικού χρόνου,
τα χοιροστάσια σε σχήμα κώνων ζάχαρης, με την
αξιοπρέπεια που παριστάνει ότι έχει ο πάτρονας κόσμος.
Αλλά δεν μπορεί κανείς να ζήσει εκεί! Αχ, πόσο ακόμα θα παλεύει ο εργάτης από το Μιλάνο· με τόσο μεγαλείο για το μεροκάματό του; Τα καμένα μάτια του γιου, στη σελήνη, ανάμεσα στα τραγικά εκτάρια, βλέπουν εκείνο που δεν γνωρίζει ο μακρινός αδερφός
του βορρά. Ήταν καιρός
όταν ένας νέος χριστιανισμός
βύθισε τον κόσμο στο σκοτάδι
του κεφαλαίου: μια ιστορία τελείωνε
σε ένα λυκόφως όπου συνέβαιναν
τα γεγονότα, στον θάνατο και στη γέννηση,
γνωστά και άγνωστα. Αλλά ο γιος
έτρεμε από οργή τη μέρα
της ιστορίας του: τον καιρό εκείνο
που ο καλαβρός αγρότης
ήξερε τα πάντα για τα χημικά λιπάσματα,
τους συνδικαλιστικούς αγώνες, τις κοροϊδίες
των Οργανισμών Αγαθοεργίας, την
κρατική δημαγωγία
και το Κομμουνιστικό Κόμμα…
…και έτσι είχε παρατήσει
τα νέα του χαμόσπιτα
σαν χοιροστάσια χωρίς χοίρους,
σε ξέφωτα χρώματος περιττωμάτων,
κάτω από στρογγυλούς τύμβους
με θέα το προφητικό Ιόνιο.
Τρεις χιλιετίες εξαφανίστηκαν
όχι τρεις αιώνες, όχι τρία χρόνια, και η προσδοκία των Ελλήνων αποίκων γινόταν και πάλι αισθητή στον αέρα της ελονοσίας. Αχ, πόσο ακόμα, εργάτη από το Μιλάνο, θα παλεύεις μόνο για το μεροκάματο; Δεν βλέπεις πως αυτοί εδώ θα σε λατρέψουν;
Σχεδόν σαν αφεντικό.
Θα σου έφερναν
από τους αρχαίους τόπους τους,
φρούτα και ζώα, δικά τους
σκοτεινά φετίχ, να τα καθέσουν
με τελετουργική περηφάνεια
στα εννιακόσια μικρά σου δωμάτια,
μεταξύ ψυγείου και τηλεόρασης,
ελκόμενοι από τη θεότητά σου,
Εσύ, ο άνθρωπος των Επιτροπών Παρακολούθησης και Ελέγχου,
Εσύ, ο άνθρωπος της Ιταλικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, της Συμμαχικής Θεότητας,
στον υπέροχο ήλιο του Βορρά.
Στη Γη τους με τις διαφορετικές
φυλές, η σελήνη καλλιεργεί
έναν αγρό που εσύ
μάταια της πρόσφερες.
Στη Γη των Κτηνών
της Μεγάλης Οικογένειάς τους, η σελήνη
είναι η δασκάλα των ψυχών που εσύ
μάταια εκσυγχρόνισες. Αχ, αλλά ο γιος γνωρίζει: η χάρη της γνώσης είναι ένας άνεμος που αλλάζει πορεία, στον ουρανό. Τώρα ίσως φυσάει από την Αφρική κι εσύ ακούς εκείνο που κατά χάρη γνωρίζει ο γιος. Αν αυτός δεν χαμογελά
είναι επειδή η ελπίδα
γι’ αυτόν δεν ήταν φως αλλά ορθολογισμός.
Και το φως του συναισθήματος
της Αφρικής, που ξαφνικά
σαρώνει την Καλαβρία, ας είναι σημείο
ακατανόητο, έγκυρο
για τους καιρούς που έρχονται!) Και να:
εσύ θα πάψεις να μάχεσαι
για το μεροκάματο και θα οπλίσεις
το χέρι των Καλαβρών.
Ο Αλί με τα γαλανά μάτια
ένας από τα πολλούς γιους των γιων,
θα κατέβει από το Αλγέρι, με σκάφη κωπήλατα
και ιστιοφόρα.
Θα είναι
μαζί του χιλιάδες άντρες
με τα μικρά κορμιά και τα σκυλίσια μάτια
των φτωχών πατέρων
σε βάρκες που ρίχτηκαν στο πέλαγος από τα βασίλεια της πείνας. Θα πάρουν τα παιδιά μαζί τους, και το ψωμί και το τυρί, στα κιτρινωπά χαρτιά της Δευτέρας του Πάσχα. Θα πάρουν τις γιαγιάδες και τα γαϊδούρια τους με τριήρεις που έχουν κλαπεί από λιμάνια της αποικίας.
Θα αποβιβαστούν στον Κρότωνα ή στο Πάλμι,
κατά εκατομμύρια, ντυμένοι με κουρέλια
ασιατικά κι αμερικάνικα πουκάμισα.
Αμέσως οι Καλαβροί θα πουν,
ως επιδρομείς σε επιδρομείς:
«Να τα παλιά αδέρφια,
με τα παιδιά και το ψωμί και το τυρί!».
Από τον Κρότωνα και το Πάλμι θα ανέβουν
στη Νάπολη και από εκεί στη Βαρκελώνη,
τη Θεσσαλονίκη και τη Μασσαλία,
τις Πόλεις του υποκόσμου.
Ψυχές και άγγελοι, ποντίκια και ψείρες,
με το μικρόβιο της Αρχαίας Ιστορίας,
θα πετάξουν μπροστά από τα βιλαέτια.
Αυτοί πάντα ταπεινοί
πάντα αδύναμοι
πάντα ντροπαλοί
πάντα έσχατοι
πάντα ένοχοι
πάντα υπήκοοι
πάντα μικροί,
αυτοί που δεν θέλησαν ποτέ να μάθουν, αυτοί που απέκτησαν μάτια μόνο για να ζητιανεύουν, αυτοί που
έζησαν σαν δολοφόνοι κάτω από τη γη, αυτοί που έζησαν σαν εξοβελισμένοι στο βυθό της θάλασσας, αυτοί
που έζησαν σαν τρελοί καταμεσής του ουρανού,
αυτοί που έφτιαξαν
νόμους εκτός νόμου,
αυτοί που προσαρμόστηκαν
σε έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο
αυτοί που πίστεψαν σε ένα Θεό
δούλο του Θεού,
αυτοί που τραγούδησαν
όταν σφαγιάστηκαν οι βασιλείς,
αυτοί που χόρεψαν
στους αστικούς πολέμους,
αυτοί που προσευχήθηκαν
στους εργατικούς αγώνες …
…καταθέτοντας την τιμιότητα
των αγροτικών θρησκειών,
ξεχνώντας την τιμή
του κάτω κόσμου,
προδίδοντας την αθωότητα
των βάρβαρων λαών,
πίσω από τους Αλί τους
με τα γαλανά μάτια — θα σηκωθούν από κάτω από τη γη για να λεηλατήσουν — θα σηκωθούν από τον βυθό
της θάλασσας για να σκοτώσουν, — θα κατέβουν από ψηλά για να απαλλοτριώσουν — και να διδάξουν στους
εργάτες αδελφούς τους τη χαρά της ζωής —
να διδάξουν στους αστούς
τη χαρά της ελευθερίας –
να διδάξουν στους χριστιανούς
τη χαρά του θανάτου
— θα καταστρέψουν τη Ρώμη
και στα ερείπιά της
θα βάλουν το μικρόβιο
της Αρχαίας Ιστορίας.
Ύστερα με τον Πάπα και κάθε μυστική τελετουργία
θα πάνε σαν τσιγγάνοι
προς τα δυτικά και τα βόρεια
με τις κόκκινες σημαίες
του Τρότσκι στον άνεμο…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Vladimir Lagrange. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]