frear

Πώς να επιβιώσετε από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα – του Τζον Γκρέι

Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας – Θοδωρής Σταμάτης

Το Termush είναι ένα πολυτελές θέρετρο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Το ξενοδοχείο, που βρίσκεται σε μια απομονωμένη παραθαλάσσια τοποθεσία, προσφέρει ασυνήθιστες υπηρεσίες στους απαιτητικούς πελάτες. Εγκατεστημένοι σε ασφαλείς σουίτες πάνω από το έδαφος, οι ένοικοι έχουν πρόσβαση σε υπόγεια καταστήματα εκλεκτών εδεσμάτων και αποθέματα φρέσκου νερού. Μια εσωτερική ομάδα αναγνώρισης και ένα σύστημα ψυχαγωγίας που εκτείνεται σε όλο το κτίριο δημιουργούν μια ατμόσφαιρα χαλάρωσης και ασφάλειας. Κλείνοντας ένα από τα καλύτερα πακέτα επιβίωσης που παρέχει το ξενοδοχείο, οι πελάτες θα λάβουν μια στολή ραδιενέργειας που είναι αποκλειστικότητα του Termush και έναν προσωπικό δοσομετρητή. Τα θωρακισμένα καταφύγια προσφέρουν ασφάλεια απέναντι στον κίνδυνο και μια θαλαμηγός είναι διαθέσιμη για βόλτες κατά μήκος της ακτογραμμής καθώς και για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Αυτές τις λεπτομέρειες αναφορικά με τη ζωή στο Termush μπορεί κανείς να τις διαβάσει σε μια ιστοσελίδα που διαφημίζει το θέρετρο –η οποία, όπως αποκαλύπτεται, είναι μια φάρσα του εκδότη Faber & Faber, προκειμένου να διαφημίσει τη λησμονημένη νουβέλα του Δανού διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου Σβεν Χολμ. Είναι μια πανέξυπνη ιδέα για ένα υπέροχο εύρημα. Συγγραφέας που εντάσσεται στη ρεαλιστική παράδοση, ο Χολμ εξελίσσει το ύφος και τις μεθόδους του προκειμένου να ερευνήσει την ανθρώπινη ψυχολογία σε έναν αφανισμένο κόσμο. Πρωτοδημοσιευμένη το 1967 και μεταφρασμένη στα αγγλικά από τη Σίλβια Κλέιτον για να εκδοθεί από τον Faber το 1969, αυτή η λιτή περιγραφή της ζωής μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα επανεκδίδεται με έναν πρόλογο του Αμερικανού συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας Τζεφ Βάντερμιερ. Το Termush, το οποίο ανακάλυψε η «αρχειοπόντικας» του Faber Έλα Γκρίφιθς ενώ χάζευε τις στοίβες βιβλίων του εκδότη, έρχεται να προστεθεί στον κανόνα της μετα-αποκαλυπτικής λογοτεχνίας και η ανησυχητική του ατμόσφαιρα εντυπώνεται στο μυαλό του αναγνώστη.

Οι ένοικοι του Termush αποτελούν μια προνομιούχα μειονότητα, ωστόσο, σε αντίθεση με τον Λευκό λωτό, η συγκεκριμένη παραλλαγή των ιστοριών επιβίωσης που διαδραματίζονται εντός ξενοδοχείων στερείται τις γαργαλιστικές παρεκτροπές της διαδόχου της στον 21ο αιώνα. Μετρητές ραδιενέργειας έχουν τοποθετηθεί στη στέγη και σε κάθε όροφο, και ο γιατρός του ξενοδοχείου συλλέγει δείγματα ούρων από τους ενοίκους αρκετές φορές την εβδομάδα. Όταν μια γυναίκα αρνείται να υπακούσει, απομακρύνεται διακριτικά προκειμένου να της χορηγηθεί ηρεμιστική ένεση. Όταν επιστρέφει στο δωμάτιό της, που βρίσκεται απέναντι από αυτό του αφηγητή, δείχνει να μη θυμάται το περιστατικό. Εκείνος μαθαίνει πως ήταν κάποτε καθηγήτρια πανεπιστημίου σαν κι αυτόν, κι επίσης χήρα. Του ζητά να την αποκαλεί με το χριστιανικό της όνομα, Μαρία.

Μαζί κοιτούν ένα απολιθωμένο τοπίο που μοιάζει να έχει παγώσει στον χρόνο. Στους κήπους του ξενοδοχείου υπάρχουν γιγάντια πέτρινα λιοντάρια και τίγρεις που κοιτάζουν προς τη θάλασσα ή κατά το ξενοδοχείο «με τα πελώρια τοξωτά τους μάτια». Η θάλασσα μοιάζει σχεδόν ακίνητη, «μια παγωμένη έρημος κατάστικτη από τ’ άχρωμα λαμπυρίσματα του ήλιου». Κοιτώντας προς την ενδοχώρα, οι ένοικοι βλέπουν ότι

[…] αυτό που συνέβη έκαψε τα πάντα ολοσχερώς· δεν μπορούμε να περιμένουμε ν’ αλλάξει τίποτα σε αυτή την κατάσταση. Ο κόσμος μοιάζει ίδιος και απαράλλακτος από τη στιγμή της καταστροφής και μετά· εμείς, που μείναμε πίσω, μπορούμε να τριγυρίζουμε πάνω σ’ αυτό τον τεράστιο μαύρο κρύσταλλο, αλλά είμαστε τελείως ανήμποροι να τον αλλάξουμε.

Κοιτάζουμε τον σκούρο όγκο, όπου κτίρια, δρόμοι, δέντρα, ορδές ανθρώπων, μεγάλες εκτάσεις γης με αγροκτήματα και κοπάδια αγελάδες στέκονται ακίνητα σαν μύγες μες στο κεχριμπάρι […] το νερό τρέχει από τις βρύσες, τα αυτοκίνητα είναι στοιβαγμένα στους δρόμους και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να αλλάξει· ο κόσμος διέγραψε έναν πλήρη κύκλο και όσοι επέζησαν πρέπει να συνεχίσουν να ζουν χωρίς αυτόν.

Ο χρόνος δεν έχει σταματήσει. Τα πτώματα των ανθρώπων ενός γειτονικού χωριού που πέθαναν από ασθένεια που προκάλεσε η ραδιενέργεια ανακαλύπτονται στα σκαλιά του ξενοδοχείου. Οι ένοικοι δεν μαθαίνουν γι’ αυτούς, ωστόσο ένας από τους φρουρούς ασφαλείας αναφέρει ότι τα πτώματα απομακρύνθηκαν. Οι επιζώντες, όταν φτάνουν, φιλοξενούνται στη βιβλιοθήκη, στερώντας από τους μόνιμους ενοίκους το θέαμα της αρρώστιας τους, παρ’ όλο που ακούγονται κραυγές και βογγητά. Όταν χτυπά ένας συναγερμός και μεταφέρονται με φορεία στα καταφύγια, οι μόνιμοι ένοικοι στρέφουν αλλού το βλέμμα για να μη δουν τις πληγές στα πρόσωπά τους. Όταν όλοι είναι πλέον ασφαλείς κάτω από τη γη, γράφει ο αφηγητής, οι συνένοικοί του «βυθίστηκαν στη γνωστή μας αδράνεια χωρίς κανένα σημάδι αντίδρασης ή συναισθήματος».

Οι ένοικοι του Termush μετεωρίζονται σε μια «ανάρρωση που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ασθένεια και στον θάνατο», αλλά η ζωή συνεχίζει να εισβάλλει. Συμμορίες μολυσμένων ανθρώπων, λείψανα μεγαλύτερων ομάδων που περιπλανιόντουσαν στην ύπαιθρο προς αναζήτηση τροφής και φαρμάκων, έχουν μάθει για την ύπαρξη του ξενοδοχείου. «Ο φόβος μας», σχολιάζει ο αφηγητής, «δεν έχει πλέον να κάνει με τον θάνατο, αλλά με την αλλαγή και την παραμόρφωση». Μετακομίζει στο δωμάτιο της Μαρίας, όμως ο ύπνος τους διακόπτεται από τον ήχο κοντινών πυροβολισμών.

Μαζί με άλλους ενοίκους, αποφασίζουν να φύγουν. Η «απόμακρη και διαρκώς επιφυλακτική» Μαρία μένει σιωπηλή καθώς ακολουθεί τον αφηγητή στη θαλαμηγό. Ενώ σαλπάρουν, βλέπουν τους κήπους του ξενοδοχείου γεμάτους με ανθρώπους και τις πέτρινες φιγούρες να αστράφτουν στον ήλιο καθώς η στεριά χάνεται απ’ το οπτικό τους πεδίο. Οι επιβάτες κοιμούνται και, όταν ξυπνούν, τους προσφέρεται καφές και σάντουιτς. Σχεδόν ακίνητοι, χουζουρεύουν με τα μάτια μισόκλειστα. «Έξω η θάλασσα είναι ήρεμη. Δεν υπάρχει σκοτάδι ούτε φως.»

Ο Βάντερμιερ γράφει ότι το Termush είναι μια νουβέλα «που γεφυρώνει τις ζεστές ιστορίες του Τζον Γουίνταμ με τις «εξωφρενικές και περίπλοκες δυστοπίες του Τζ. Γκ. Μπάλλαρντ». Ίσως έχει κατά νου τα μυθιστορήματα αστικής καταστροφής του Μπάλλαρντ όπως το High-Rise (1975). Ούτε ο Χολμ ούτε ο Μπάλλαρντ προσφέρουν οποιαδήποτε προοπτική επιστροφής στην παλιά κοινωνική τάξη, ωστόσο υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά εδώ. Οι πρωταγωνιστές του High-Rise ενστερνίζονται τη διάλυση της κοινωνίας και βρίσκουν σε αυτήν ένα είδος αυτοπραγμάτωσης που μέχρι πρότινος τους ήταν άγνωστο. Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα του Μπάλλαρντ έχει περισσότερα κοινά με τον Άρχοντα των μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ (1954), όπου μια ομάδα μαθητών βυθίζεται στη βαρβαρότητα σε ένα ακατοίκητο νησί, προτού διασωθεί από ένα «θωρηκτό» [1] του Ναυτικού.

Η εναρκτήρια παράγραφος του High-Rise παρουσιάζει τον βασικό πρωταγωνιστή του να απολαμβάνει ήσυχα τη νέα του ζωή:

Αργότερα, ενώ ο Δρ Λανγκ καθόταν στο μπαλκόνι του κι έτρωγε τον σκύλο, άρχισε να σκέφτεται τα όσα περίεργα είχαν συμβεί τους τελευταίους τρεις μήνες μέσα σε αυτό το τεράστιο κτίριο […] εκεί ακριβώς ήταν που συνέβη το πρώτο σημαντικό επεισόδιο, σε αυτό το μπαλκόνι όπου τώρα, λίγο πριν φύγει για τη διάλεξή του στην ιατρική σχολή, καθόταν οκλαδόν δίπλα σε μια φωτιά αναμμένη με τηλεφωνικούς καταλόγους κι έτρωγε το ψητό μπούτι του λυκόσκυλου Αλσατίας. [2]

Αγορασμένο μετά το διαζύγιό του για την ηρεμία και την ησυχία του, το διαμέρισμα του Λανγκ είναι ένα από τα χίλια διαμερίσματα σ’ ένα σαρανταώροφο κτίριο που περιλαμβάνει μια τεράστια αίθουσα, εστιατόριο, σουπερμάρκετ, τράπεζα, κομμωτήριο, γυμναστήριο, σάουνα, πισίνα και κάβα. Τους μήνες που ακολουθούν, καθώς οι ένοικοι στήνουν οργιαστικά πάρτι και διασπώνται σε ομάδες που συγκρούονται για την κατάληψη εδαφών, οι διάδρομοι και τα ασανσέρ καλύπτονται με σώματα ανθρώπων και ζώων. Το High-Rise ολοκληρώνεται όπως ξεκίνησε, με τον ψυχίατρο στο μπαλκόνι του, στον 25ο όροφο του ουρανοξύστη, να ψήνει το σκυλί που είχε γεμίσει προηγουμένως με σκόρδο και μυρωδικά. Καθώς ο ήλιος δύει, διακρίνει στο βάθος έναν άλλο ουρανοξύστη, όπου, μετά από μια διακοπή ρεύματος, οι ένοικοι κινούνται με φακούς μέσα στο σκοτάδι. Ο Λανγκ «[τ]ους παρακολούθησε ικανοποιημένος, έτοιμος να τους καλωσορίσει σε έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος ήταν πλέον και δικός τους».

Ο Χολμ και ο Μπάλλαρντ, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, φωτίζουν ένα παράδοξο στη σύγχρονη λογοτεχνία της αποκάλυψης. Στην αρχική βιβλική της σημασία, συνδύαζε δύο ιδέες: το τέλος του κόσμου και μια αποκάλυψη. Στο σύγχρονο είδος, το τέλος δεν είναι οριστικό και η αποκάλυψη δεν έρχεται απ’ τους ουρανούς αλλά απ’ τα βάθη του ανθρώπινου νου. Οι ένοικοι του High-Rise έχουν μια πρωτόγονη ζωτικότητα, ενώ στο Termush είναι σχεδόν αναίσθητοι· και για τους μεν και για τους δε, όμως, η αποκάλυψη δεν είναι το τέλος. Όταν ένας κόσμος πεθαίνει, ένας άλλος γεννιέται.

Στις ορθολογιστικές φιλοσοφίες η ιδέα της αποκάλυψης απορρίπτεται ως παραληρηματική, αν όμως κατανοηθεί ως το τέλος ενός τοπικού κόσμου ή μιας μορφής ζωής είναι μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Ο κόσμος των Αζτέκων εξαλείφτηκε με την άφιξη των Ισπανών κονκισταδόρων, ο κόσμος των ιθαγενών της Τασμανίας από τον αποικισμό και τη γενοκτονία. Η κλιματική αλλαγή και οι πανδημικές ασθένειες κατέστρεψαν τα εκτεταμένα δίκτυα που είχαν κατασκευάσει οι Ρωμαίοι. Οι Ακκάδιοι στη Μεσοποταμία και η αυτοκρατορία των Χμερ στη νοτιοανατολική Ασία αφανίστηκαν από την ξηρασία, τον υπερπληθυσμό και τους πολέμους για τους φυσικούς πόρους. Αμέτρητοι άλλοι πολιτισμοί έχουν εξαφανιστεί με παρόμοιους τρόπους.

Σε κάποιες χώρες συνέβησαν διαδοχικές αποκαλυπτικές αναταραχές κατά τη διάρκεια μίας και μόνο ζωής. Στη Ρωσία και την Κίνα του 20ού αιώνα, επαναστάσεις και πόλεμοι αφάνισαν κοινότητες αγροτών και νομάδων που υπήρχαν από αμνημονεύτων χρόνων, μαζί με τους εργάτες των πόλεων και τους διανοουμένους. Ο αστικός πολιτισμός που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια αιώνων διαλύθηκε στη μεσοπολεμική Ευρώπη, ανοίγοντας τον δρόμο για συγκρούσεις εξολόθρευσης και για το Ολοκαύτωμα. Οι μακρές περίοδοι βαθμιαίας αλλαγής είναι σπάνιες, ενώ οι ξαφνικές τομές είναι η ιστορική νόρμα. Σε άλλα μέρη –στο Κονγκό, στον Λίβανο, στην Αϊτή– η κατάρρευση έχει γίνει τρόπος ζωής. Το ίδιο τέλος ίσως επιφυλάσσεται για τις αμερικανικές πόλεις, που έχουν μετατραπεί σε πολεμικές ζώνες γεμάτες πτώματα, εξαιτίας της επιδημίας των οπιοειδών και του ανεξέλεγκτου εγκλήματος.

Δεν απολαμβάνουν όλοι τις ιστορίες του τέλους της κοινωνίας όπως τη γνωρίζουμε. Για κάποιους, είναι έκφραση μιας θλιβερής απαισιοδοξίας ως προς την ικανότητα αυτενέργειας των ανθρώπων· για άλλους, ικανοποιούν μια νοσηρή απόλαυση που προκαλείται από τη θέαση της καταστροφής. Και στη μία και στην άλλη αντίδραση διαφεύγει το ουσιώδες. Το Termush μπορεί να διαβαστεί ως ένα σχόλιο για το πώς οι ευημερούσες, φιλήδονες δυτικές κοινωνίες της δεκαετίας του 1960 απέφυγαν να συναισθανθούν τις συμφορές της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, είναι ένας στοχασμός για τους τρόπους κατά τους οποίους τα ανθρώπινα όντα προσαρμόζονται στην κοινωνική κατάρρευση. Η συμπόνια για οποιονδήποτε εκτός της μικρής ομάδας στην οποία ανήκουν σύντομα εξανεμίζεται, και οι ξένοι καταλήγουν ν’ αντιμετωπίζονται ως εχθροί. Οι άνθρωποι ίσως φοβούνται και αντιστέκονται σε αυτή την αλλαγή εσωτερικά. Όπως όμως ο αφηγητής του Χολμ, δεν έχουν τη δύναμη να την εμποδίσουν. Η νουβέλα είναι μια διερεύνηση που οδηγεί σε μια κάποια οδυνηρή αυτεπίγνωση.

Το μήνυμα του Χολμ είναι εξαγνιστικό, αλλά οι ιστορίες του Μπαλλαρντ προμηνύουν κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό. Η συμβατική ταξινόμησή τους ως δυστοπιών είναι παραπλανητική. Για τους χαρακτήρες του, δυστοπική είναι ακριβώς η ζωή πριν από την πτώση. Στην οροφή του ουρανοξύστη, «[μ]ια αύρα νεοβαρβαρισμού πλανιόταν πάνω από τις αναποδογυρισμένες καρέκλες [και] τα ετοιμοθάνατα φοινικόδεντρα». Ο άγριος ψυχίατρος Λανγκ βρίσκει υπερβατική ομορφιά στη βαρβαρότητα: το περίγραμμα του σκυλιού που σουβλίζει «έμοιαζε με το ακρωτηριασμένο σώμα ενός άντρα που πετούσε με τρομερή ταχύτητα στον νυχτερινό ουρανό, ενώ τα κάρβουνα άστραφταν πάνω στο δέρμα του σαν φλογισμένοι πολύτιμοι λίθοι». Για κάποιους, το χάος και η βία είναι πιο συναρπαστικά απ’ ό,τι η ειρήνη και η τάξη.

Πριν από λίγα χρόνια, το όραμα του Χολμ για τη ζωή μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα ίσως φαινόταν ξεπερασμένο. Αυτό ισχύει λιγότερο σήμερα, που η χρήση πυρηνικών όπλων είναι και πάλι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Στο Termush, ωστόσο, η πυρηνική λαίλαπα συνιστά μια μεταφορά για την ανεπαίσθητη αλλαγή. Το πραγματικό θέμα δεν είναι η προοπτική του μαζικού αφανισμού, αλλά η εσωτερική μεταλλαγή που είναι ήδη εν εξελίξει.

Η παρούσα μορφή της ζωής μας είναι πιθανότερο να τελειώσει μέσω μιας διαδικασίας αποσύνθεσης παρά συνεπεία ενός καταστροφικού συμβάντος. Πρώτα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, έπειτα στο σύνολο της κοινωνίας, οι κανονικότητες που θεωρούσαμε δεδομένες καταρρέουν. Η καθημερινή ζωή γίνεται όλο και περισσότερο απρόβλεπτη, και μεγάλο μέρος της αναλώνεται σε άγχος και ανία. Ο πόλεμος επιταχύνει αυτό τον μετασχηματισμό. Μαζί με την επιστροφή του πολέμου των χαρακωμάτων, όμοιου με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την καταστροφή των πόλεων με βομβαρδισμούς, όπως στον Β΄ Παγκόσμιο, λαμβάνουν χώρα κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές. Αεροδρόμια, συστήματα οδικής κυκλοφορίας, νοσοκομεία, σχολεία, υποθαλάσσια καλώδια, χρηματοοικονομικές αγορές και μέσα επικοινωνίας, όλα είναι στόχοι. Τα όλο και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα αυξάνουν το χάος. Ταυτόχρονα, με την αποπαγκοσμιοποίηση και τις διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, οι συσκευές στις οποίες βασιζόμαστε μπορεί να μην είναι πια διαθέσιμες ή λειτουργικές. Φανταστείτε να ψάχνετε τον δρόμο σας σε μια μποτιλιαρισμένη πόλη χωρίς smartphone. Το μεγαλύτερο σοκ ίσως θα είναι πόσο γρήγορα θ’ αποκτήσετε τις απαραίτητες δεξιότητες.

Επιμένουμε να πιστεύουμε ότι οι δυτικές κοινωνίες μπορούν ν’ αποφύγουν την αναρχία που εξαπλώνεται σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Ο προοδευτικός ορθολογισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και ο οικο-ουτοπισμός είναι κλάδοι της φανταστικής λογοτεχνίας, που η λειτουργία τους είναι να μας αποσπούν από την καθημερινή διάβρωση. Αντίθετα, το Termush είναι ένας ρεαλιστικός οδοδείκτης, ένας ταξιδιωτικός οδηγός για τον κόσμο στον οποίο μαθαίνουμε να ζούμε.

Σημειώσεις

1. Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, Ο άρχοντας των μυγών, μτφρ. Ρένα Χατχούτ, Καστανιώτης – Faq, Αθήνα 2010, σ. 222.

2. J.G. Ballard, High-Rise, μτφρ. Αποστόλης Πρίτσας, Κέδρος, Αθήνα 2017, σ. 7.

⸙⸙⸙

[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «How to survive a nuclear holocaust», περ. New Statesman, 3 Ιουνίου 2023. Ηλεκτρονική δημοσίευση εδώ (προσπελάστηκε στις 13.6.2023). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη