μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Ο Ιησούς, ξανάβλεπε, πέρα από τον Ιορδάνη,
νεκρούς τους αγρούς και πάλι από το δρεπάνι.
Και στέκονταν οι γυναίκες στις θύρες
των σπιτιών, λέγοντας:«Χαίρε, Προφήτη!»
Αυτός σκεφτόταν την ημέρα του θανάτου.
Κι έκατσε στη σκιά μιας αχυροθημωνιάς
κι είπε: «Αν κάποιος δεν κρύψει,
κάτω απ’ τη γη τον σπόρο, κανείς δεν θα θερίσει».
Αυτός μιλούσε για τους σιτοβολώνες τους Ουράνιους:
κι εσείς, παιδιά, τρέξατε γύρω του
με ξερούς μίσχους στα μαύρα σας μαλλιά, τα σκονισμένα.
Αυτός έσφιγγε στο στήθος του τα κεφαλάκια εκείνα
τα μαυριδερά· κι ο Κηφάς είπε: Αν κάθεσαι εδώ,
φοβάμαι για τον χιτώνα σου, τον άρραφο.
Αυτός αγκάλιαζε τη μικρή κλήρα:
Ο γιος του Ιούδα βιαστικά ψιθύρισε –
για έναν κλέφτη, ω Ραββί, που στα πόδια σου εκεί κάθεται:
«Βαραββάς, τ΄όνομα του πατέρα του, που θα πεθάνει
στον σταυρό.»
Αλλά ο Προφήτης, το βλέμμα υψώνοντας
«Όχι», ψέλλισε με σκιά στη φωνή
και πήρε το μωρό παιδί πάνω στα γόνατά του.