Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης
Στις αναμνήσεις του με τίτλο Ο κόσμος του Χθες, την επανεπεξεργασία των οποίων ολοκλήρωσε λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή του, ο Στέφαν Τσβάιχ περιέγραφε την Ευρώπη που εκείνος και η γενιά του έχασαν:
Όταν προσπαθώ να βρω μια ταιριαστή περιγραφή για την εποχή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία μεγάλωσα κι εγώ, τολμώ να πω ότι την περιγράφω με ακρίβεια όταν λέω: ο χρυσός αιώνας της ασφάλειας. Τα πάντα στη χιλιόχρονη σχεδόν αυστριακή μοναρχία μας φαίνονταν να ’χουν δημιουργηθεί με γνώμονα τη σταθερότητα […] Τα πάντα ήταν σταθερά κι αμετάβλητα στη μεγάλη αυτή Αυτοκρατορία, και πάνω απ’ όλα ο γηραιός Αυτοκράτορας· αλλά ακόμα κι αν εκείνος πέθαινε, ξέραμε –ή τουλάχιστον μπορούσαμε να υποθέσουμε– πως κάποιος άλλος θα τον διαδεχόταν, κι έτσι τίποτα δεν επρόκειτο ποτέ ν’ αλλάξει σ’ αυτή την άρτια μελετημένη τάξη. Κανένας δεν πίστευε σε πολέμους, επαναστάσεις κι εξεγέρσεις. Καθετί ριζοσπαστικό, καθετί βίαιο φαινόταν εκ των προτέρων καταδικασμένο σ’ έναν αιώνα όπου δέσποζε η λογική. [1]
Ο Τσβάιχ, που γεννήθηκε το 1881 στους κόλπους μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας κι έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς της εποχής του, ένας άνθρωπος που υπήρξε πολυταξιδεμένος, ενώ συναντήθηκε σχεδόν με όλες τις σημαίνουσες προσωπικότητες της ευρωπαϊκής πνευματικής και πολιτικής ζωής, παρακολούθησε την καταστροφή που έπληξε την Ευρώπη από μια, κατά δική του ομολογία, προνομιακή θέση. Τα κακώς κείμενα της παλαιάς τάξης –οι εδραιωμένες ανισότητες, η ερήμωση μεγάλων τμημάτων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η διαδεδομένη προκατάληψη εναντίον των Εβραίων που επέτρεψε σ’ έναν μοχθηρό αντισημίτη να γίνει δήμαρχος της Βιέννης– μετά βίας είναι ορατά στη ζωή που αναπολούσε όταν βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά απ’ οτιδήποτε μπορούσε να αποκαλέσει πατρίδα. Παρ’ όλα αυτά ο Τσβάιχ δικαιολογημένα φοβόταν πως η ετοιμόρροπη αυτοκρατορία των Αψβούργων ενσάρκωνε ένα είδος ελευθερίας που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης θα περίμενε πάρα πολλά χρόνια για να την ξανασυναντήσει.
Η άνοδος του ναζισμού τερμάτισε τη σταδιοδρομία του ως Ευρωπαίου συγγραφέα, σχεδόν κατέστρεψε την υγεία του και τον ανάγκασε να ταξιδεύει συνεχώς ανά τον κόσμο. Αρχικά αναχώρησε με προορισμό την Αγγλία, ενώ εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο Μπαθ, αντιμετωπίζοντας με έκπληξη και οργή τη διάχυτη εκεί απαθή βεβαιότητα πως ο Χίτλερ εντέλει δεν θα επικρατούσε. Καθώς φοβόταν την επικείμενη εισβολή, έφυγε για τη Νέα Υόρκη μετά την κατάληψη της Γαλλίας. Εγκατέλειψε την Αμερική μετά τα γεγονότα στο Περλ Χάρμπορ και κατέληξε στη Βραζιλία, όπου αυτοκτόνησε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, Λόττε, τον Φεβρουάριο του 1942, λίγες μέρες αφότου πληροφορήθηκε την παράδοση της Σιγκαπούρης.
Μολονότι κάποτε πολλοί τον απέρριπταν ως δεύτερης κατηγορίας συγγραφέα του οποίου το έργο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνία, κι ενώ δέχτηκε επιθέσεις για την έλλειψη ευθύτητας που τον διέκρινε όσον αφορά την αντιμετώπιση της ναζιστικής απειλής, μια κατηγορία η οποία οφειλόταν στον φθόνο προς το πρόσωπό του εξαιτίας της οικονομικής του άνεσης και της λαϊκής αποδοχής που απολάμβανε, ο Τσβάιχ σήμερα χαίρει μιας απροσδόκητης επανεκτίμησης. Πολλά έργα του εκδόθηκαν από την Pushkin Books και τη New York Review Books τα τελευταία χρόνια, ενώ δύο ταινίες εμπνευσμένες από τη λογοτεχνία του βγήκαν στις αίθουσες πριν από λίγους μήνες. Το εκθαμβωτικό Grand Budapest Hotel του Γουές Άντερσον παρουσιάζει μια Ευρώπη στην οποία η οπερέτα της πολιτικής κτηνωδίας συνυφαίνεται με τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, ενώ η Υπόσχεση του Πατρίς Λεκόντ (βασισμένη στη νουβέλα του Τσβάιχ Ταξίδι στο παρελθόν [2], η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του) πραγματεύεται τον πόθο, τη μνήμη και τον χωρισμό σε μια ερωτική ιστορία που εκτροχιάζεται εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Τσβάιχ υπήρξε μια από τις πλέον περίπλοκες και αμφιλεγόμενες περιπτώσεις λογοτεχνών που σαρώθηκαν από την κάθοδο της Ευρώπης στη βαρβαρότητα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά δεν έδωσε καμία σημασία στην απύθμενη αχρειότητα του ναζισμού, ενώ κατόπιν πανικοβαλλόταν υπερβολικά εύκολα και υπερβολικά συχνά. Παρ’ όλο που ήταν ικανός για τη μεγαλύτερη γενναιοδωρία, μπορούσε επίσης να φέρεται με σκληρότητα και μικροπρέπεια. Το γεγονός ότι διαμαρτυρόταν για τις απαιτήσεις που αξίωναν άλλοι Ευρωπαίοι πρόσφυγες της εποχής του και αρνιόταν να συμπράξει με τους αγώνες των ομοεθνών του Εβραίων δείχνει ότι επιθυμούσε να μένει μακριά απ’ τα δεινά των ανθρώπων, μιας και θεωρούσε αβάσταχτο να είναι συμμέτοχος σε αυτά. Το έργο του δεν διαθέτει τη δηκτική σφοδρότητα ή τον τρυφερό λυρισμό που πλημμυρίζει τα γραπτά του Γιόζεφ Ροτ –έναν φίλο τον οποίο ο Τσβάιχ στήριζε οικονομικά για πολλά χρόνια, γνωρίζοντας ασφαλώς πως ο Ροτ ήταν μακράν καλύτερος συγγραφέας. Υπήρχε κάτι διεστραμμένο και ανεξιχνίαστο στον χαρακτήρα του Τσβάιχ, ένα είδος ανειλικρίνειας και αδιαπέραστης επιφυλακτικότητας που τον εμπόδισε να αποτελέσει αντικείμενο αληθινού θαυμασμού για τους συγχρόνους του, και το οποίο σκιάζει τη φήμη του μέχρι σήμερα.
Επιπλέον, η παράξενη μείξη άρνησης και προφητείας με την οποία προσέγγισε τη συγκαιρινή του καταστροφή πιθανόν να είναι ό,τι μας στρέφει σήμερα στον Τσβάιχ. Οι ηγέτες μας επιμένουν πως τίποτε ανάλογο της πανωλεθρίας που έπληξε την Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ ξανά, ενώ οι έγκριτες φωνές ολόκληρου του πολιτικού φάσματος συμμερίζονται αυτήν τους την άρνηση. Δεδομένων των όσων γνωρίζουμε πλέον για το τι σήμαινε ο φασισμός, πώς είναι δυνατόν οτιδήποτε παρόμοιο να ξανακυριαρχήσει στην Ευρώπη; Πώς γίνεται ο πόλεμος και η δικτατορία να εισβάλουν για δεύτερη φορά στην καρδιά της Ευρώπης; Η πιθανότητα μιας ακόμα ευρωπαϊκής πανωλεθρίας απορρίπτεται ως αδιανόητη. Μολαταύτα, το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Τσβάιχ αφηγείται μια διαφορετική ιστορία. Ανεξαρτήτως του αν το συνειδητοποιούν ή το παραδέχονται, υπάρχουν πολλοί που φοβούνται πως η κατακερματισμένη και εξαχρειωμένη Ευρώπη του Τσβάιχ δεν ανήκει αποκλειστικά στον κόσμο τού χθες. Υπάρχει η αυξανόμενη υποψία πως η ασφάλεια που συνηθίσαμε να θεωρούμε δεδομένη ενδεχομένως πνέει τα λοίσθια, και ίσως το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκ νέου ανακάλυψη της αξίας του έργου του να είναι που οδηγεί τόσους πολλούς να στρέφονται σ’ εκείνον.
Η ατίθαση προσωπικότητα του Τσβάιχ καταδεικνύει μερικούς απ’ τους περιορισμούς που είναι σύμφυτοι με το λογοτεχνικό είδος της βιογραφίας. Το Τρεις ζωές: η βιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ [3] του Όλιβερ Μάτουστσεκ (που κυκλοφόρησε το 2006 και εκδόθηκε στα αγγλικά το 2011), το οποίο μετέφρασε ο Άλαν Μπλάντεν από τα γερμανικά, είναι μια διαυγής και ευανάγνωστη αφήγηση των τριών φάσεων της ζωής του Τσβάιχ –της νεότητάς του, της καταξίωσής του στον χώρο των γραμμάτων, καθώς και των τελευταίων χρόνων της υπό διωγμόν ζωής του. Η βιογραφία αυτή περιέχει ορισμένες ανακρίβειες. Η Λόττε, η νεαρή Εβραία πρόσφυγας από τη Σιλεσία που έγινε η ερωτική του σύντροφος κι έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος, παρουσιάζεται σαν όχι κάτι περισσότερο από μια απλή γραμματέας. Την ίδια στιγμή ο Μάτουστσεκ αποτυγχάνει να συλλάβει το έντονο αίσθημα απορρύθμισης που συνόδευε τον συγκεκριμένο συγγραφέα όπου κι αν πήγαινε. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πώς οποιαδήποτε συμβατικού είδους βιογραφία θα μπορούσε να ιχνηλατήσει τον εσωτερικό κόσμο του Τσβάιχ κατά τη διάρκεια της διστακτικής ζωής του.
Μια διαφορετική προσέγγιση προκειμένου να κατανοήσουμε τον Τσβάιχ ήταν προ πολλού αναγκαία, και τώρα επιτέλους τη διαθέτουμε. Η Αδύνατη εξορία [4] του Τζορτζ Πρόχνικ αποτελεί παρέκκλιση, όχι μόνο από τις μέχρι τώρα προσεγγίσεις της ζωής και του έργου του Τσβάιχ, αλλά και από την τέχνη της βιογραφίας. Συνδυάζοντας μνήμες από την εμπειρία της μετανάστευσης που βίωσε η οικογένειά του με ταξίδια σε μέρη στα οποία έζησε ο συγγραφέας, καθώς και συνομιλίες με αρκετούς ανθρώπους που τον γνώριζαν, το εξαιρετικά γραμμένο και ειδολογικά ακατάτακτο βιβλίο του Πρόχνικ επιτρέπει την πρόσβαση στον Τσβάιχ μ’ έναν τρόπο που μέχρι τώρα έμοιαζε ανέφικτος. Βαθιά μέσα του υπήρχε το βίωμα του εξόριστου, το οποίο γινόταν όλο και πιο βασανιστικό επειδή ερχόταν σε αντίθεση με τα βαθύτερα πιστεύω του: «την απόλυτη ελευθερία να επιλέγεις ανάμεσα στα έθνη, να νιώθεις παντού φιλοξενούμενος». Αρεσκόταν να πιστεύει πως αυτή η ελευθερία να διαμορφώνει κανείς την ταυτότητά του ήταν εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Ωστόσο, όταν η άνοδος του Χίτλερ τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την Ευρώπη, ανακάλυψε πως η ανθρώπινη ταυτότητα τις περισσότερες φορές είναι πεπρωμένο και όχι προϊόν επιλογής –μια δυσάρεστη συνειδητοποίηση, εφόσον οι συνέπειες του ετεροπροσδιορισμού σπάνια είναι ευνοϊκές, ενώ την εποχή του Τσβάιχ κάλλιστα θα μπορούσαν να αποβούν θανάσιμες.
Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του, ο Τσβάιχ έχασε κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης καταλήγοντας να είναι παντού αποσυνάγωγος. Η στέρηση της φήμης του σήμαινε για εκείνον πολλά περισσότερα από μια υλική απώλεια. Περιφρονούσε τη διασημότητα· ωστόσο η δημοφιλία τού εξασφάλιζε ένα μέρος εντός του κόσμου, χωρίς το οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει. Όσο βρισκόταν στο Λονδίνο το 1937, έδωσε μία από τις πρώτες τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο BBC, όπου τον αντιμετώπισαν με σεβασμό· κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αυτής γνωστοποίησε πως εγκαταστάθηκε στη Βρετανία –η οποία αργότερα του χορήγησε υπηκοότητα– εξαιτίας των καλών της βιβλιοθηκών κι επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικοί. Απ’ τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη, άρχισε να υφίσταται τις συνέπειες της ανωνυμίας, πράγμα σύνηθες για έναν εξόριστο. Όπως γράφει ο Πρόχνικ: «Τώρα, με την έλευση του Χίτλερ, η επιτυχία, ο απρόσμενος καλεσμένος του, άρχισε να τον εγκαταλείπει. Για τους οδηγούς, τους σερβιτόρους και τους πορτιέρηδες της Νέας Υόρκης, ο Τσβάιχ ήταν αόρατος. Για τις γυναίκες, ήταν ένας άγνωστος μεσήλικας με φοβισμένα μάτια και μια βαριά προφορά να αναδύεται απ’ τα μυστακοφόρα χείλη του. Οι αμερικανικές αρχές όχι μόνο δεν είχαν σε υπόληψη το όνομά του, αλλά δεν τον γνώριζαν ούτε καν εξ όψεως. Ποιος ακριβώς ήταν τώρα;»
Μια απάντηση είναι πως, ακόμα κι όταν είχε περιέλθει σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε ενός είδους μεταθανάτια ύπαρξη, ο Τσβάιχ ποτέ δεν έπαψε να είναι συγγραφέας. Μέχρι το τέλος, συνέχιζε να δημιουργεί έργα εξίσου καλά με τα προηγούμενα. Ταυτόχρονα με την αναθεώρηση της αυτοβιογραφίας του, πάλευε να ολοκληρώσει μια μελέτη για τον Μπαλζάκ, την οποία θεωρούσε το magnum opus του [5]. Η νουβέλα του Schachnovelle (μεταφρασμένη ως Σκακιστική νουβέλα ή Βασιλικό παιχνίδι [6]), που επαινέθηκε απ’ τον Φρόυντ για τη διεισδυτική ματιά της όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά, ολοκληρώθηκε μόλις λίγες μέρες πριν πεθάνει. Το μυθιστόρημά του Επικίνδυνος οίκτος [7], που εκδόθηκε το 1939 κι επανεκδόθηκε το 2012 από τον Pushkin Press σε εξαιρετική μετάφραση της Άνθια Μπελ –μια σκοτεινή και τολμηρή εξερεύνηση του τρόπου με τον οποίο το να υποκύπτεις στο ηθικά ορθό συναίσθημα της συμπόνιας μπορεί να καταστρέψει εσένα και τους γύρω σου–, υπήρξε προϊόν διαρκούς κι εντατικής επεξεργασίας. Εάν η ταυτότητα του ανθρώπου, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά ένα άθροισμα συνηθειών, η γραφή ήταν μια συνήθεια η οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Τσβάιχ.
Η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στη συγγραφή είναι ίσως αυτό που καθιστά την αυτοβιογραφία του τόσο απογοητευτική. Σε αντίθεση με ό,τι ο Πρόχνικ περιγράφει ως «τη νοσταλγία, τα ελαττώματα και τις εκούσιες ψευδαισθήσεις του», ο Κόσμος του Χθες παραμένει μία από τις εμβληματικότερες ευρωπαϊκές διαθήκες. Το τρίτο κεφάλαιο, που σκιαγραφεί την ατμόσφαιρα σεξουαλικής καταπίεσης μέσα στην οποία ο Τσβάιχ και η γενιά του μεγάλωσαν, πρέπει να είναι απ’ τις πλέον αμερόληπτες περιγραφές των αστικών ηθών που έχουν γραφτεί ποτέ. Ωστόσο, λίγα αποκαλύπτει για τον εαυτό του. Υπάρχουν γλαφυρές βινιέτες από τις σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων που συνάντησε: τον Ρομαίν Ρολάν, τον Χ. Τζ. Ουέλς, τον Γκόρκι και πολλούς άλλους. Το πλήγμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιγράφεται με μελαγχολικό στόμφο. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσβάιχ σπάνια εμφανίζεται στην ιστορία, παρά μονάχα ως θεατής. Είναι σαν να ήθελε να γράψει για τον εαυτό του από την οπτική γωνία ενός εξωτερικού παρατηρητή.
Ενδεχομένως υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι γι’ αυτή την επιφυλακτικότητα. Διατυπώνονταν για καιρό εικασίες όσον αφορά τη σεξουαλικότητα του Τσβάιχ και κατά τη διάρκεια της ζωής του φημολογείτο πως ίσως ήταν επιδειξίας. Όπως γράφει ο Πρόχνικ: «Η σεξουαλικότητα του Τσβάιχ ενίοτε μοιάζει να κινείται περισσότερο στην επικράτεια της κατασκοπείας παρά του ερωτισμού. Διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις με πάμπολλες νεαρές γυναίκες, όπως και κατά πάσα πιθανότητα με αρκετούς νέους άνδρες. Μολαταύτα, τα αινιγματικά στοιχεία που άφησε στο ημερολόγιο και την αλληλογραφία του δίνουν την εντύπωση πως επρόκειτο για σχέσεις οι οποίες παρέμειναν αιθερικές […]». Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η σεξουαλικότητά του που είχε την τάση να διολισθαίνει προς το αιθερικό. Όπως δείχνει ο Πρόχνικ, απ’ τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στη Βραζιλία –μια χώρα η οποία πράγματι έδειχνε να του αρέσει, κυρίως επειδή απείχε πολύ από την Ευρώπη– είχε γίνει με δική του επιλογή αιθερικός: «Η Ευρώπη είχε αυτοκτονήσει, έγραψε επανειλημμένα. Δεν μπορούσε να υπομείνει την αίσθηση πως πλέον δεν ανήκε πουθενά, πως δεν του έμεινε κανένα μέρος για να ταξιδέψει. Σε οτιδήποτε έκανε εκεί υπήρχαν υπόνοιες ότι όλα είχαν τελειώσει. Υπήρχαν τα πάντα και ταυτόχρονα δεν υπήρχε τίποτα, καθώς και καμία πλέον επιλογή πέραν αυτών των δύο».
Είναι πολύ ειρωνικό που ο εσωτερικός κόσμος του Τσβάιχ αντιστέκεται τόσο έντονα στην αποκρυπτογράφηση. Πέρασε αρκετά χρόνια γράφοντας μελέτες για άλλους συγγραφείς στις οποίες εφάρμοζε ενός είδους ψυχική ραβδοσκοπία –μια άσκηση ενσυναίσθητης διορατικότητας με την οποία ήλπιζε να βυθομετρήσει τον πνευματικό κόσμο του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι [8], του Κλάιστ [9] και του Σταντάλ [10], μεταξύ άλλων. Μια από αυτές τις μελέτες, ένα δοκίμιο για τον Νίτσε ως τον «Δον Ζουάν της γνώσης», κυκλοφόρησε πέρσι από τον Hesperus Press σε ξεχωριστό τόμο μεταφρασμένο απ’ τον Γουίλ Στόουν, ενώ η Pushkin Press επανεξέδωσε μερικά άλλα δοκίμια. Ωστόσο, η εν λόγω εργασία του Τσβάιχ ως μια τρόπον τινά πολιτισμική διαμεσολάβηση ελάχιστα προσέχτηκε στην πρόσφατη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος όσον αφορά το έργο του. Είναι κρίμα, μιας και, παρ’ όλο που ενδεχομένως μοιάζουν περισπούδαστα κι εξεζητημένα, τα βιβλία αυτά προσφέρουν μια δίοδο προκειμένου να προσεγγίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατανοούσε τον εαυτό του.
Γράφοντας για τον Νίτσε, εξύμνησε την αναζήτηση της ελευθερίας στην οποία προέβη ο Γερμανός προφήτης. «[Η] ιστορία των πνευματικών του ταξιδιών, των επαναστροφών και των εξεγέρσεών του, αυτή η καταδίωξη του απείρου ξετυλίγεται απόλυτα στο υπέρτατο διάστημα, στο πνευματικά απεριόριστο: σαν αερόστατο που αδιάκοπα απορίχνει το έρμα για να γίνει ελαφρότερο, έτσι κι ο Νίτσε γίνεται πάντα πιο λεύτερος απ’ τα ξεφορτώματα των πεποιθήσεών του και τις απαρνήσεις του» [11]. Σε αντίθεση με τον Νίτσε, ο Τσβάιχ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να χάσει τον τόπο του. Για εκείνον όπως και για πολλούς άλλους, η καταστροφή της παλαιάς τάξης στην Ευρώπη υπήρξε προδιαγεγραμμένη. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην αναζήτηση της υπερκόσμιας ελευθερίας στην οποία επιδιδόταν ο Νίτσε και την ανταπόκριση του Τσβάιχ απέναντι στις προκλήσεις της εποχής του.
Πέρα από την επίδραση που άσκησε στη Λόττε, μια γυναίκα σχεδόν τριάντα χρόνια μικρότερή του η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να ζήσει και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της αν δεν είχε βρεθεί σ’ αυτή τη δυσχερή θέση, η αυτοκτονία του Τσβάιχ δεν δύναται να θεωρηθεί τραγική. Αγωνίστηκε υπερβολικά λίγο, ώστε να του αποδοθεί οποιουδήποτε είδους ηρωισμός. Κανείς, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να υποτιμήσει τις πιεστικές συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζούσε. Επιρρεπής σε καταθλιπτικές κρίσεις καθώς ήταν, ανακτούσε τις δυνάμεις του ξανά και ξανά μέχρι που στο τέλος απλώς εξαντλήθηκε. Τα αποχαιρετιστήρια γράμματα που έγραψε στους φίλους του λίγες μέρες προτού πεθάνει δείχνουν ότι είχε πλέον αποδεχτεί πως δεν μπορούσε να ξεκινήσει μια νέα ζωή στη Βραζιλία όπως ήλπιζε. Από την κατάσταση των σωμάτων τους, φαίνεται πως η Λόττε ίσως ήπιε το δηλητήριο λίγο μετά απ’ αυτόν. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι συνέβη μεταξύ τους, ωστόσο στις Τελευταίες μέρες (Pushkin Press, 2013) ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Λοράν Σεξίκ αφηγήθηκε μια αισθαντική και συγκινητική φανταστική περιγραφή των τελευταίων έξι μηνών της κοινής τους ζωής.
Η απόφαση του Τσβάιχ να δώσει τέρμα στη ζωή του μοιάζει να επιβεβαιώνει τη ναρκισσιστική εγωπάθεια για την οποία πολύ συχνά κατηγορήθηκε. Αν ο κόσμος δεν ικανοποιήσει την ανάγκη μου για ελευθερία, δείχνει να λέει, τότε θα βρω την ελευθερία στον θάνατο –οποιοδήποτε κόστος κι αν έχει η πράξη μου αυτή στους άλλους. Την ίδια στιγμή, η αυτοκτονία του Τσβάιχ αποκαλύπτει κάτι που εκείνος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί. Πόρρω απέχοντας απ’ το να είναι μια συνθήκη η οποία μας εξανθρωπίζει, η ελευθερία συνιστά μια άκρως εύθραυστη κατασκευή. Όταν το εν λόγω κατασκεύασμα αρχίζει να καταρρέει, όπως συνέβη στην Ευρώπη όσο ζούσε ο Τσβάιχ, δεν έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε εμείς οι ίδιοι ποιοι θα είμαστε· μπορούμε μόνο να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε αυτό που οι άλλοι προσπαθούν να μας κάνουν. Καθώς ανέτρεψε όλα όσα εκείνος ήθελε να πιστεύει, τούτη η δυσάρεστη αλήθεια καθόρισε τη ζωή και τον θάνατό του.
Σύμφωνα με την ανιψιά τής Λόττε Εύα, μια έξυπνη κι ευγενική ογδοντατριάχρονη με την οποία συζήτησε ο Πρόχνικ στον κήπο της στο Χάμπστεντ, ο Τσβάιχ «πίστευε πως θα λησμονηθεί εντελώς». Σ’ αυτό, όπως και σε άλλα πράγματα, ο δυστυχισμένος Αυστριακός συγγραφέας έκανε λάθος. Η ζωή και το έργο του φανερώνουν την επικίνδυνη αστάθεια η οποία διέπει τον ασφαλή μας κόσμο –ένα μήνυμα που πολλοί πεισματικά αρνούνται, αλλά μ’ έναν τρόπο επιβάλλεται να ακούσουν.
❧
Σημειώσεις
1. Stefan Zweig, Ο κόσμος του Χθες. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου, μτφρ. Αλεξία Καλανταρίδου – Τατιάνα Λιάνη, σημ.-επίμ. Τατιάνα Λιάνη, Printa, Αθήνα ³2006, σ. 17-18.
2. Στέφαν Τσβάιχ, Ταξίδι στο παρελθόν, μτφρ. Δημήτρης Δημοκίδης, επιμ. Τατιάνα Λιάνη – Βιργινία Γαλανοπούλου, Ροές, Αθήνα 2014.
3. Oliver Matuschek, Three Lives. A Biography of Stefan Zweig, μτφρ. Allan Blunden, Pushkin Press, 2011.
4. George Prochnik, The Impossible Exile. Stefan Zweig at the End of the World, Granta, 2014.
5. Στέφαν Τσβάιχ, Μπαλζάκ, μτφρ. Γιάννης Μπεράτης, Γκοβόστης, Αθήνα 1950.
6. Stefan Zweig, Σκακιστική νουβέλα, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγρα, Αθήνα 2011.
7. Stefan Zweig, Επικίνδυνος οίκτος, εισ. Joan Acocella, επίμ. Anthea Bell, μτφρ. Μιμίκα Κρανάκη, Άγρα, Αθήνα 2012.
8. Στέφαν Τσβάιχ, Ντοστογιέφσκη, μτφρ. Γιάννης Μπεράτης, Γκοβόστης, Αθήνα 1939.
9. Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Κλάιστ, μτφρ. Αλέξης Καρρέρ, Γκοβόστης, Αθήνα 1950.
10. Στέφαν Τσβάιχ, Σταντάλ, μτφρ. Ανδρέας Πάγκαλος, Γκοβόστης, Αθήνα 1954.
11. Στέφαν Τσβάιχ, Νίτσε, μτφρ. Π. Ι. Σπηλιωτόπουλος, Γκοβόστης, Αθήνα 1950, σ. 49.
⸙⸙⸙
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου «Last exit to nowhere: John Gray on the lost world of Stefan Zweig», The New Statesman, 17 Ιουλίου 2014. Ηλεκτρονική δημοσίευση εδώ (προσπελάστηκε στις 23.2.2023). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]