Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί, που δεν ήταν φρόνιμο και δεν ήθελε να φάει το φαγητό του. Έτσι, η μητέρα του το έβαλε να σταθεί τιμωρία έξω απ’ την πόρτα και άρχισε να λέει στ’ αδέλφια του μια μικρή ιστορία.
Όταν το άτακτο παιδί κατάλαβε ότι η μητέρα έλεγε στ’ αδέλφια του μια ιστορία, χαμήλωσε λιγάκι τον τόνο απ’ τις τσιρίδες του, γιατί ήθελε να στήσει αυτί και να ακούσει τι λένε. Τότε η μητέρα τού φώναξε: «Άμα τώρα είσαι φρόνιμος και τρως σωστά, μπορείς να ακούσεις και τη μικρή ιστορία που λέω».
Αλλά το μουλαρίσιο πείσμα δεν άφηνε το παιδί και μόλις άκουσε τη μητέρα του να του φωνάζει, άρχισε να τσιρίζει ακόμα πιο δυνατά, παρ’ όλο που ήθελε να ακούσει τη μικρή ιστορία. Πετιέται τότε ξαφνικά μια ποντικίνα από την τρύπα της και το ρωτά: «Τι φωνές είναι αυτές, παιδί μου; Τα μικρά μου κοντεύουν να πνιγούν απ’ τον τρόμο τους, όπως μασουλούν το σαλαμάκι τους».
Το παιδί τότε της λέει: «Η μητέρα μου με έχει βγάλει έξω και δεν με αφήνει να ακούσω τη μικρή ιστορία. Αν θέλεις τα ποντικάκια σου να τρώνε με ησυχία το σαλαμάκι τους, γλίστρησε μέσα απ’ την τρύπα σου στην τραπεζαρία και πες μου τι ιστορία ακούνε τ’ αδέλφια μου».
Η ποντικίνα έκανε ό,τι της είπε το παιδί. Γλίστρησε προσεκτικά μέσα από τον ποντικοδιάδρομο στην τραπεζαρία κι έστησε αυτί. Τότε η μητέρα, ακούγοντας ότι το παιδί είχε σωπάσει, φώναξε πάλι από μέσα: «Θα είσαι τώρα φρόνιμος και θα φας;»
Το παιδί όμως σκέφτηκε: «Αφού σε λίγο θα έρθει η ποντικίνα να μου πει την ιστορία, δεν χρειάζεται να είμαι φρόνιμος» και άρχισε πάλι να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά.
Φώναζε έτσι λίγη ώρα, αλλά καθώς η ποντικίνα δεν έλεγε να φανεί, σκέφτηκε: «Παράξενο που η ποντικίνα δεν έχει τόση ώρα επιστρέψει∙ μάλλον θα πρέπει να είναι μια τόσο ωραία ιστορία, που ξέχασε να γυρίσει πίσω. Θα στείλω τότε τη μύγα που κάθεται εκεί στο παράθυρο, να δει τι γίνεται».
Το παιδί κάλεσε λοιπόν τη μύγα και της είπε: «Αγαπητή δεσποινίς Μπουσουλοπόδου, έστειλα την ποντικίνα στην τραπεζαρία να ακούσει τη μικρή ιστορία που λέει η μητέρα μου στα αδέλφια μου και δεν επέστρεψε. Θα είχες την καλοσύνη να συρθείς μέσα από την κλειδαρότρυπα και να δεις τι γίνεται; Αύριο το πρωί θα σου δώσω τη ζάχαρη που βάζω στο κακάο μου».
Η μύγα συμφώνησε. Σύρθηκε μέσα από την κλειδαρότρυπα και εξαφανίστηκε. Τότε η μητέρα, ακούγοντας ότι το παιδί δεν στρίγκλιζε πια, φώναξε από μέσα: «Θα είσαι τώρα φρόνιμο παιδί και θα φας;»
Το παιδί όμως σκέφτηκε: «Όπου να ʼναι θα επιστρέψουν η ποντικίνα και η μύγα και θα μου πουν την ιστορία, δεν χρειάζεται να είμαι καλός!» Και απάντησε φωνάζοντας: «Όχι, όχι, δεν θέλω να φάω!» Και άρχισε να τσιρίζει ακόμα πιο δυνατά.
Σαν πέρασε όμως πάλι λίγη ώρα στριγκλίζοντας, παραξενεύτηκε που ούτε η ποντικίνα ούτε η μύγα δεν είχαν επιστρέψει και σκέφτηκε: «Τι υπέροχη ιστορία θα είναι αυτή! Η ποντικίνα ξέχασε τα παιδιά της, η δεσποινίς Μπουσουλοπόδου δεν ενδιαφέρεται για ζάχαρη –τώρα, θα κάνω μια ακόμα προσπάθεια και αν και τότε δεν καταφέρω να μάθω τίποτα, θα είμαι φρόνιμος και θα φάω το φαΐ μου, μόνο και μόνο για να ακούω τη μικρή ιστορία».
Κάλεσε λοιπόν ένα μυρμήγκι, που εκείνη τη στιγμή περνούσε στο πάτωμα, και του είπε: «Δεσποινίς Τοσοδούτσικου, μια και είστε τόσο λεπτή, σίγουρα θα μπορείτε να συρθείτε κάτω απ’ την πόρτα. Περάστε και δείτε στην τραπεζαρία, τι κάνουν επιτέλους η ποντικίνα και η μύγα που έστειλα, για να ακούσουν τη μικρή ιστορία που λέει η μητέρα μου στα αδέλφια μου. Ελάτε μόνο γρήγορα πίσω, γιατί κοντεύω να σκάσω από περιέργεια!».
Το μυρμήγκι απάντησε: «Θα σου κάνω λοιπόν τη χάρη». Ύστερα σύρθηκε κάτω απ’ την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Τότε η μητέρα, ακούγοντας ότι το παιδί δεν τσιρίζει, φώναξε από μέσα: «Έλα γρήγορα! Να είσαι φρόνιμος και να φας. Χάνεις! Τώρα υπάρχει κάτι πολύ καλό».
Το παιδί όμως σκέφτηκε: «Το μυρμήγκι θα μου στείλει σε λίγο την ποντικίνα και τη μύγα. Έτσι θα μάθω όλη την ιστορία». Και απάντησε φωνάζοντας: «Δεν θέλω να φάω τίποτα –ούτε το πολύ καλό!» Χτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα και τσίριζε πιο δυνατά από πριν.
Αλλά, σαν είχε τσιρίξει πάλι λίγη ώρα, άρχισε να μειώνει την ένταση. Απ’ τη μια, γιατί πονούσε ο λαιμός του, κι απ’ την άλλη γιατί σκέφτηκε: «Θα πρέπει να είναι πολύ ωραία η ιστορία. Κι οι τρεις –ποντικίνα, μύγα και μυρμήγκι– κάθονται και ακούνε και με έχουν ξεχάσει εντελώς». Το παιδί έπαψε τελείως να τσιρίζει.
Η μητέρα όμως, που είχε ρωτήσει το παιδί τρεις φορές μάταια, τώρα ήταν θυμωμένη μαζί του και δεν του ξαναφώναξε. Τότε το παιδί σκέφτηκε: «Η μητέρα μου είναι μάλλον θυμωμένη μαζί μου. Θα γρατζουνίσω λοιπόν λίγο την πόρτα κι αυτή σίγουρα θα με ρωτήσει, αν θέλω να είμαι πάλι φρόνιμος, εγώ θα πω “ναι” και έτσι θα μπορέσω να μπω πάλι μέσα». Το παιδί γρατζούνισε την πόρτα.
Η μητέρα το άκουσε, όμως δεν ήθελε να το ξαναρωτήσει και δεν είπε τίποτα. Τότε το παιδί άρχισε τότε να φωνάζει δυνατά: «Θα είμαι φρόνιμος! Άσε με να μπω!»
Τότε πετιέται η ποντικίνα από τον ποντικοδιάδρομο και λέει λαχανιασμένη: «Θεέ μου, τι υπέροχη ιστορία ήταν αυτή! Με συγχωρείς που δεν ήρθα νωρίτερα, αλλά δεν μπορούσα, μέχρι ν’ ακούσω και την τελευταία λέξη».
Η μύγα ακούστηκε να βουίζει μέσα από την κλειδαρότρυπα και να σιγοζουζουνίζει: «Μια τόσο εξαιρετική ιστορία πραγματικά δεν την ακούς κάθε μέρα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο, που τα παιδιά κατάπιναν το φαγητό τους σαν φαγάνες –ούτε μια κουταλιά δεν έμεινε στο μπολ!»
Νάσου και το μυρμήγκι τότε ξεπροβάλει κάτω απ’ την πόρτα και λέει αναστενάζοντας: «Τι σπουδαία ιστορία και τι πουτίγκα σοκολάτας με σάλτσα βανίλιας ήταν αυτή! Έτσι θα ήθελα κι εγώ να ζω!»
«Τι;!» φώναξε το άτακτο παιδί. «Είχε πουτίγκα σοκολάτας με σάλτσα βανίλιας; Θέλω κι εγώ λίγη». Παίζει τότε μια και ανοίγει την πόρτα φωνάζοντας: «Θέλω κι εγώ πουτίγκα με σάλτσα βανίλιας. Θα είμαι πολύ φρόνιμος! Θέλω ν’ ακούσω και τη μικρή ιστορία!».
Τότε τα άλλα παιδιά και η μητέρα άρχισαν να γελούν και να του δείχνουν το μπολ της πουτίγκας –δεν είχε μείνει ούτε ψίχουλο. Του δείχνουν και τα πιάτα. Ήταν τόσο καθαρά και άδεια, λες και τα είχαν γλείψει με τη γλώσσα. Τότε ακούστηκε η μητέρα να λέει: «Γιατί δεν το σκέφτηκες όταν έπρεπε; Τώρα δεν έχει μείνει τίποτα».
Το παιδί άρχισε να κλαίει λέγοντας: «Αφού δεν υπάρχει άλλη πουτίγκα, θέλω να ακούσω τη θαυμάσια, την υπέροχη, την σπουδαία μικρή ιστορία, που είπες στα αδέλφια μου».
Η μητέρα όμως απάντησε: «Τώρα είναι αργά. Τώρα δεν λένε άλλες ιστορίες, τώρα πάνε για ύπνο».
Το άτακτο παιδί έπρεπε να πάει για ύπνο χωρίς πουτίγκα και χωρίς μικρή ιστορία και ήταν πολύ λυπημένο. Αν όμως το είχε σκεφτεί όταν έπρεπε, θα είχε φάει πουτίγκα και θα είχε ακούσει τη μικρή ιστορία και αυτό θα ήταν καλύτερο όχι μόνο για το ίδιο, αλλά και για μας, γιατί έτσι θα είχαμε ακούσει κι εμείς τη μικρή ιστορία!
⸙⸙⸙
[Το βιβλίο Ιστορίες από την Μπομπιροχώρα είναι μια συλλογή παραμυθιών του έτους 1938 του Χανς Φαλλάντα. Στον πρόλογο του βιβλίου, ο συγγραφέας μάς δίνει μια σύντομη εξήγηση για το πώς προέκυψε αυτή η συλλογή: Αρχικά είχε διηγηθεί τις ιστορίες στα παιδιά του Ούλι, Mύκε και Άχιμ. Τα παιδιά του ήταν επίσης εκείνα που του έδωσαν την ιδέα να συμπεριλάβει αργότερα τις ιστορίες σε ένα τόμο. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Niels Strøbek. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]