frear

Τρία ποιήματα – του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου

ΚΑΛΒΑΙΡ/ΕΞΑΤΜΙΣΗ
Antwerpen – Lisboa

Ι.

Για μας που πέσαμε
το Καλβαίρ της Αμβέρσας
ξαναφτιάχτηκε στη Λισαβόνα με απλήρωτους εκατόνταρχους
και μια μάινα που τραγουδούσε στο έλος δίχως αφορμή
κλείστηκε στο κλουβί της και μας χλεύαζε·
έπειτα έγινε υποστήριγμα για της κοπέλας την ύπαρξη
μέσα σε μια γκρίζα γάζα που αιμορραγούσε
ώσπου εξαφανίστηκαν κι οι δυο
μες στην ασάφεια του υπαρκτού κόκκινου
μόνο και μόνο επειδή
η ασάφεια εντείνεται με την απώλεια
και μας γδέρνει·
κι εκείνη η ταυτοχρονία τους
–αέρας,
έλος
και το κορίτσι γάζα–
δεν ήταν παρά μια ακόμη χωρική ύφεση
της ζωής που πέρασε
δίχως να μας συμπεριλάβει.

II.

Αντιθέτως,
όσοι παρέμειναν ορθοί,
επανορίσαν τα ταξίδια τους κι άνοιξαν φτερά
αλλά ούτε πέταξαν
ούτε τραγούδησαν·
έζησαν μια ζωή που ανέβαινε γύρω τους
κι όσο κι αν αντηχούσαν οι κραυγές
δεν διατυπώνονταν·
έτσι, επαναλάμβαναν τη ρουτίνα τους,
και δεν προσγειώνονταν ποτέ·
δυστυχώς,
προς το τέλος,
συνετρίβησαν από μια θλίψη για τον ίδιο τους τον θάνατο
καθώς ακόμη και το νερό που εξατμίζεται
αυτό μας δείχνει·
ο χρόνος δεν αφήνει μάρτυρες
απ’ όπου περνά για να σκοτώσει.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΟΥ/

το σύκο δεν είναι καρπός
Nameûr

Δες το κορίτσι γεμάτο λουλούδια
που-σαν ανθοδοχείο–
στα πόδια της ευωδιάζει·
ένα ποτάμι αναβλύζει απ’ το αιδοίο της γυάλινο κι αιχμηρό
και λαγόνια της αρθρώνουν ένα Πι κυρτό
σαν την Παναγιά του Πάνορμου·
το σύκο της αμβλύνεται
(τη σφήκα να ζαλώσει)

Χρόνια μετά, ένα δροσερό της ανάλογο
στη Ναμύρ της Βαλλωνίας
πετάει από τις όχθες προς μια ποταμίσια υδροφόρα
κι απάγεται αντίστοιχα από την αρπάγη του απορριμματοφόρου
καθώς ένας τελωνειακός,
που μιλάει μόνος του,
βαδίζει πάνω στο πετρέλαιο με τα χέρια στην έκταση
σαν Ιησούς των Αράβων.

Οι συκιές της οχύρωσης γεμίζουν κι αυτές
με μεταβολισμένες σφήκες
που διαλύονται στα ένζυμα των λουλουδιών τους
ενώ το κορίτσι
–που τα μάτια της ξεχωρίζουν απ’ το κορμί–
επικαλείται μία δίδυμή της
και η ίδια η ροή της
την ξεπλένει απ’ την καταραμένη στάχτη.

Μία πεταλούδα που πασχίζει να επαναληφθεί
πεθαίνει απλώς μες στη χρυσόσκονή της ματαιωμένη·
οι δικές της δίδυμες έρχονται προς το τέλος επιταχύνοντας
γεμάτες φως
να ξαναδηλωθούν και ως υπάρξεις και ως ονόματα.

Το κορίτσι –δίχως μάτια–
σφαγιάζει ένα σύκο κι αποκαλύπτει
το κουφάρι της σφήκας που αστράφτει μες στη σάρκα του·
από την αποβάθρα
διαχέεται του φθινοπώρου το ποίημα
που έχει πια ασπρίσει.

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΠΑΓΩΤΑΤΖΙΔΙΚΟ/
Bruxelles

Άυπνος ήμουν τέσσερα βράδια
μα στο δρόμο σαματάδες και ντέφια
αέρας που λέπταινε
νότες αργές
που κατέβαιναν την πλατεία σα βιαστικοί ταξιθέτες
και στη διασταύρωση
έσερνε πρώτο τον χορό
το απογευματινό παγωτατζίδικο
με τους μαυροντυμένους σερβιτόρους·
βάδιζαν εκείνοι ξυπόλητοι
και στην αποβάθρα της Λωζάνης
άλλαζαν τρένο με μιαν αρκούδα
που ανέβαινε τις σκάλες στον αυτόματο·
περίμενα ώσπου χάραξε
στους φούρνους των μουσουλμάνων
πίσω από τα μουσεία
έπειτα πήρα τη ζωή μου
–όχι λάθος –
και την τερμάτισα πριν γίνει παγωτό.

⸙⸙⸙

[Από την υπό έκδοση συλλογή Κάτω Χώρες / les Pays Bas. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Isabelle Vandewalle. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: