Η ΜΑΡΙΑ
Το πρωινό γαλάζιο και ζεστό
επέπλεε πάνω απ’ το τσίρκο,
ο αρλεκίνος κι ο ζογκλέρ διασκέδαζαν τον κόσμο
ξεσπούσαν διαρκώς κραυγές.
Μέσα στο πλήθος μια ατάραχη κυρία,
μια Μαρία
που φόραγε για φούστα της το λιόγερμα,
το ψάθινο καπέλο της είχε στις τρύπες του κηλίδες ουρανού,
δέρμα λευκό,
δεν είχε σκιά
και ο λαιμός της ήταν ένας κύκνος έξω από τη λίμνη
από το παραμύθι
από τον χρόνο του υπαρκτού,
μια ανάμνηση απολεσθείσας ευτυχίας
ή της θλίψης
που ένιωθαν οι άνθρωποι όταν γελούσαν δυνατά
καθώς χειροκροτούσαν,
όταν κουκούλωναν με θόρυβο την άδεια τους ζωή,
το ατελείωτο βαμβακερό κενό τους.
❧
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
Ανοίγω την πόρτα του φράχτη και βγαίνω. Κάθε χωριό, εδώ στα περίχωρα του Παρισιού, έχει τη δική του περίφραξη και ένα ξεχωριστό οικόσημο. Στην είσοδο μας κρέμεται ένα κουρδισμένο ρολόι, στο απέναντι χωριό υπάρχει ένας ανεμόμυλος και ένα δεμάτι άχυρα. Είναι το χωριό με τα άκτιστα σπίτια, εκεί ο χρόνος δεν κυλά, οι κάτοικοι δεν γερνάνε και μπορούν να γεννήσουν ενώ εμείς δεν μπορούμε. Στα μισά του δρόμου συναντώ μέσα στην κούνια του ένα βρέφος που κλαίει. Πλησιάζω. Το παίρνω στην αγκαλιά μου, προσπαθώ να το ζεστάνω και βαδίζω προς το χωριό μου. Ξαφνικά ένα τεράστιο αηδόνι σκιάζει τον ήλιο. Φτάνουμε. Το ρολόι στην είσοδο έχει απορρυθμιστεί. Το αηδόνι κρώζει απειλητικά. Μέσα στα σπίτια είναι όλοι νεκροί, εχτός από τον ποιητή. Εκείνος παίρνει το παιδί και ακροβατεί στη στέγη της εκκλησίας. Αρχίζει να ψέλνει σε μια ακατάληπτη γλώσσα. Το πουλί φεύγει, ο ποιητής είναι πια νέος, το παιδί του μιλάει στρωτά. Πηγαίνω στην είσοδο και το ρολόι έχει εξαφανιστεί, οι κάτοικοι του απέναντι χωριού κουβαλάνε δεμάτια με άχυρα για να ξαναχτίσουμε από την αρχή τα σπίτια μας, να χτίσουμε τα άκτιστα όνειρα μας.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Phil Greenwood. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]