frear

Η τέφρα που δεν σκορπίστηκε – του Κώστα Σιαφάκα

Σκέψεις με αφορμή την τελευταία έκθεση της Μάρθας Δημητροπούλου

Μπαίνω στην αίθουσα και από το ύψος των ματιών μου στέλνω το βλέμμα χαμηλά, στο δάπεδο, εκεί όπου είναι τοποθετημένα, με τον τρόπο μιας καθόλου τυχαίας τυχαιότητας, τετρακόσια σκεύη κατασκευασμένα από πευκοβελόνες. Από αυτό το φυσικό υλικό, επεξεργασμένο έτσι ώστε να διατηρεί καθαρή και αναγνώσιμη την πρωταρχική δομή του, η Μάρθα Δημητροπούλου δημιούργησε μια πληθώρα δοχείων που, εν είδει σκυθρωπών φιγούρων, ακινητούν στον ρυθμό μιας ανεπαίσθητης παλμικής ροής.

Οι γκαλερί συνήθως φιλοξενούν τα έργα περιμετρικά, στους τοίχους ή στον χώρο, κατά τρόπο που ο επισκέπτης οδηγείται αναπόδραστα σε κεντρικά σημεία της αίθουσας για να οργανώσει την περιήγησή του. Στην περίπτωση της εν λόγω έκθεσης συμβαίνει το αντίθετο. Οι θεατές αρχικά οδηγούνται στην περιφέρεια. Το έργο δεσπόζει στο δάπεδο, στην περιοχή όπου, κατά τον συνήθη τρόπο διαμόρφωσης των εκθεσιακών χώρων και των εκθέσεων εντός τους, θα όφειλαν να βαδίζουν οι θεατές του. Μήπως οι τετρακόσιες τεφροδόχοι είναι, κατά μία έννοια αντιστροφής, τετρακόσια υποκείμενα; Εμείς, οι επισκέπτες, κινούμαστε περιμετρικά και γινόμαστε οπτική λεία των ακίνητων ανθρωπόμορφων δοχείων που σαν να σαλεύουν και να μας κοιτούν τοποθετημένα σε ελεύθερη πλην όμως ορισμένη διάταξη.

Όταν κάηκαν τα αττικά δάση, θαρρώ πως μια άλλη φλόγα, μικρή, εσωτερική αλλά επίμονη και επίπονη άναψε στον ευαίσθητο ψυχισμό της καλλιτέχνιδος, που έβλεπε τη γειτονιά της να μαυρίζει και τα πεύκα να αποτεφρώνονται. Η οικογένεια της Μάρθας Δημητροπούλου, δηλαδή η ίδια, ο σύζυγός της και εικαστικός καλλιτέχνης Απόστολος Καρακατσάνης και ο γιος τους Οδυσσέας αποτελεί μια εξάδα ματιών μέσα στα οποία έλαμψαν ανακλαστικά οι πυρκαγιές των δασών της περιοχής όπου η οικογένεια ζει. Φρονώ ότι στις τεφροδόχους της Μ.Δ. υπάρχει κρυμμένο το περιεχόμενο αυτής της μακάβριας και σε μεγάλο βαθμό παθητικής τελετουργίας: της όρασης που δεν μπορεί να σώσει αλλά μόνο να διασώσει ψυχικά. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η έννοια της ανα-παραγωγής του δοχείου, μέχρι τον αριθμό τετρακόσια, είναι μια αναγκαία επανάληψη που καθιστά το πένθος τελετουργία, τη θλίψη πράξη και τον ενικό της καταστροφής πληθυντικό της ελπίδας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν επισημαίναμε με κάποια τρυφερή ειρωνεία ότι η παραγωγή τετρακοσίων τεφροδόχων συνιστά μια οικογενειακή επιχείρηση τέχνης που επικαλείται τον ρόλο και τον σκοπό της τελετής της κατασκευής τους.

Νεκρή φύση είναι η φύση μετά τον θάνατό της αλλά και κάθε αριστούργημα ζωγραφικής με αυτόν τον τίτλο. Να μία ακόμα σύνδεση της Δημητροπούλου, που συνειδητά ή ασυνείδητα μας μεταφέρει στη σημειολογία των vanitas, δηλαδή των ματαιοτήτων, των νεκρών φύσεων – θεμάτων που μεσουρανούσαν την εποχή που στην Ευρώπη οι θεσμοί είχαν απαγορεύσει τις θρησκευτικές αναπαραστάσεις στα έργα τέχνης και η νεκρή φύση ήταν ένας έμμεσος τρόπος διοχέτευσης της μεταφυσικής και της λατρείας στη ζωγραφική. Σήμερα, μετά τον όψιμο μεταμοντερνισμό, στην εποχή της αφομοιώσιμης εννοιολογικής αλλά και εννοιοκρατούμενης τέχνης, οι πολλαπλές νεκρές φύσεις της Μ.Δ. προάγουν τον συνδυασμό της χειρωνακτικής εργασίας και της κλασικής γλυπτικής με τη λάμψη των ιδεών που φέρει το τελικό- σύγχρονο- άχρονο έργο. Ως ιδέα, λοιπόν, λάμπει και η στάχτη.

Γιατί πευκοβελόνες; Διότι η Μερσεντές (παλαιότερο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό έργο της δημιουργού, σε φυσικό μέγεθος, φτιαγμένο από πευκοβελόνες) οφείλει να καεί μαζί με τις εφήμερες αξίες που εκπροσωπεί. Διότι όταν το υλικό πρωτοτυπεί ο δημιουργός γλυτώνει από αυτή την επιταγή. Διότι, αναπόφευκτα, χρειαζόμαστε κάποιο είδος βελόνας για να ράψουμε το ψυχικό ένδυμα της λύτρωσης.

Πληθώρα αντιθέσεων –είπαμε μερικές– συγκεντρώνει και κορυφώνει η γλυπτική εγκατάσταση της Μ. Δ. Μετά από κάποιο χρόνο, αφού έχουμε μπει σε τροχιά γύρω από το έργο, ανακαλύπτουμε τους διαδρόμους ανάμεσα από τα γλυπτά και εισχωρούμε. Οι διάδρομοι αυτοί, κρυπτικοί, δαιδαλώδεις αλλά ταυτόχρονα προφανείς μάς διέφυγαν αρχικά χάρη στον ισχυρό σχηματισμό (τετράγωνο) του συνόλου. Τώρα όμως, σαν αμυδρά ίχνη σαλιγκαριών μετά την βροχή, διαφαίνονται και σιγά-σιγά καθαρογράφονται κάτω από τα βήματά μας. Μπαίνω μέσα και ρωτώ: «Να σηκώσω ένα δοχείο;» Η Μ. Δ. μού το επέτρεψε κι έτσι το ύψωσα λίγα εκατοστά διαπιστώνοντας ότι είναι πανάλαφρο και νιώθοντάς το ευπαθές. Κι όμως το οπτικό του βάρος και το ακλόνητο σχήμα του παραμένουν στην αντίληψή μου, συνοδευόμενα από το ηθικό και συναισθηματικό φορτίο του. Μια ακόμα αντίθεση με παρόντες του δύο πόλους της: Βάρος-ελαφρότητα. Ότι, δηλαδή, είναι και ο θάνατος, αναλόγως από ποια θέση θα τον κοιτάξεις. Η Μ.Δ. επεξεργάζεται την ύλη αφήνοντας ανέπαφη την πρώτη ύλη. Έτσι, φορτίζει με άγριο, φυσικό νόημα μια λεπτοφυή και παράτολμη σύλληψη: τεφροδόχοι ως έργο τέχνης. Οι πολλαπλές αντιθέσεις κορυφώνονται με το δίπολο: ζωή – θάνατος. Τεφροδόχος που, ωστόσο, φέρει μνήμη. Έτσι το αντικείμενο, όπως και στην αρχική του εντύπωση, ξαναγίνεται υποκείμενο. Ζωντανεύουν οι τεφροδόχοι, μας καλούν σε ισότιμη παρουσία στον εκθεσιακό χώρο, τις πλησιάζουμε, βλέπουμε την νεκροζώντανη και εύθρυπτη ύλη τους –μαζί με τις πευκοβελόνες εντοπίζουμε και ίχνη από κουκουνάρια, ρετσίνι, μικρά κομμάτια ξύλου, κλαδιά, ακόμα και λιγοστά σκουπίδια που το εργαλείο συλλογής του υλικού τούς επέτρεψε να περάσουν στο έργο.

Ζωντανεύουν, λοιπόν, οι τεφροδόχοι και μιλούν: αφηγούνται ιστορίες καύσης και διάσωσης, ζωής και θανάτου, πένθους και παρηγοριάς. Αλλά ταυτόχρονα ζωντανεύουν ως άνθρωποι, θαρρώ πως είναι παιδιά που θα μεγαλώσουν για να χωρέσουν περισσότερη τέφρα και, κυρίως, περισσότερη και επιτακτικότερη αγάπη.


Μάρθα Δημητροπούλου «TεFRα: Μια σύγχρονη προσωπική Πομπηία» στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα
από 05/11/2022 έως 23/12/2022

κάθε Σάββατο 12:00-16:00
από 03/11/2022 έως 23/12/2022

κάθε Τρίτη, Πέμπτη 15:00-20:00
από 02/11/2022 έως 23/12/2022

κάθε Τετάρτη, Παρασκευή 12:00-20:00

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη