Θέλω να είμαι ευγενικός όπως το πρώτο μας φιλί. Όταν το βήμα μας βρίσκει τον τέλειο ρυθμό του και δεν αισθάνομαι τον ουρανό ελεύθερο και ουσιαστικό και τρομερό που μας τυλίγει σαν προσευχή και σαν ομίχλη. Πουθενά δεν σε έχασα και στα Μετέωρα ενώθηκα με το δάκρυ και το κελί των αγίων. Άγρια βράχια στα γυμνά που δεν κράτησα μέλη και αποστάσεις τρομερές της σάρκας∙ φώτα πανάγαθα που με ρημάξανε, να γίνει το μάτι μου στεγνό και άγονο. Κοντά να φέρω τη σκοτεινή μου σκέψη, τόσο γεννημένος από παρελθόν – στα στενά που ανέβαινες σκαλιά στη μονή του Βαρλαάμ – τόσο από μέλι ασάλευτος μπρος σε ένα μέλλον χωρίς εμάς∙ φθινοπωρινές ημέρες, από έξω ερχόμενες και χαρές και μυρωδιές πονήματα. Κάτω, χαμηλά σε τόπους πεδινούς η καρδιά μας∙ πέρα πολύ μακριά η θάλασσα με όλα της τα κοχύλια. Η φούστα που σου δόθηκε για να φανείς σεμνή∙ της αμαρτίας το χέρι σου στη φλέβα του λαιμού μου. Στην αρμονία της πέτρας, στον χορό των νερών κατά τα μέτρα των ανθρώπων. Πως σου ήρθε σαν τραγούδι το φιλί στα χείλη, χωρίς δυσκολία, χωρίς μαρτύριο, δεμένη με το χώμα ροδιά. Μάτια της μοναξιάς∙ οι Ώρες που ανοιγοκλείνουν τις πύλες και πατάμε πότε στο μαλακό χορτάρι και πατάμε τον εαυτό μας καταμεσής του δρόμου∙ άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Θέλω να είμαι ευγενικός σαν το γυμνό κορμί σου. Από την Άφησσο στο Λαύκο με τις πολλές στροφές –τροφές μεσημεριού και τον αέρα στα μαλλιά σου. Πλατάνια στην πλατεία κι ένας ακίνητος σκύλος, μαρμαρωμένος και όμορφος∙ αμέτρητες γάτες, ψίχουλα κελαϊδίσματα∙ χαρά και θρήνος στο λιθόστρωτο. Πώς να την πω αλλιώς, αν όχι αγάπη, αυτή την ελάχιστη κίνηση των χεριών, που ενώνει τον άνθρωπο (σκοτάδι και φως)∙ που σπρώχνει τον άνεμο μαύρο και κόκκινο μες στην καρδιά. Είδα τα σπίτια κάτασπρα και πολύ φοβήθηκα την ερημιά τους. Όλες οι πόρτες κλειστές∙ τα μικρά μπαλκόνια σαν από πάντα ακατοίκητα, μετρώντας τις πληγές τους. Ήταν οι γλάστρες με τα ζωηρά ζουμπούλια, τα εξαίσια γιασεμιά που αγαπάς σαν τα δάκρυα. Αναρωτιέμαι αν αληθώς βλέπω το Τρίκερι∙ την πέτρινη βρύση∙ τον Βάρναλη, τον Παπαδιαμάντη στον παλιό καφενέ∙ τους νεκρούς που είναι τώρα αγριόχορτα. Κοντά σου κερδίζω την απουσία. Αγωνία μου μεγάλη στις χαμηλές σκεπές, στους επισκέπτες που μας άφησαν μόνους. Όταν γέρνεις στον ώμο μου και το μόνο που θέλεις είναι το μερίδιό σου στον κόσμο. Πώς να μπορούσα το σφυγμό μου να πάψω∙ στο αίμα τέλος να βάλω∙ γαλήνη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Albarrán Cabrera. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]