Αρχικά είχε σκοπό να ζήσει.
Το μαρτυρούν τα κομψά κουστούμια και τα μεταξωτά μαντήλια του εκ Παρισίων καθώς και το ανοιχτό παράθυρο στην οδό Δαρδανελλίων όπου διαμένει· το παράθυρο με το μεγάλο περβάζι, από όπου βλέπει τις αναρριχώμενες βυσσινί βουκαμβίλιες του μικρού στενού. Και, βέβαια, οι βόλτες του στην παραλία, εκεί που ακούει τον αχό της θάλασσας και συλλέγει μπουκάλια με απελπισμένα μηνύματα από μέλλοντες ποιητές.
Και ξαφνικά η πόλη γέμισε πουλιά.
Μαύρα πουλιά παμφάγα.
Τέλος Ιουνίου το δημοτικό συμβούλιο παίρνει την απόφαση να ζητήσει τη συνδρομή του στρατού προκειμένου να εξολοθρευτούν οι εκατοντάδες κουρούνες που κατακλύζουν την πόλη.
Το γεγονός αυτό τον κλόνισε.
Είναι κι εκείνη η γυναίκα που καθαρίζει κρεμμύδια με τα πόδια ανοιχτά, σαν να γεννοβολάει τη φτώχεια και τη δυσοσμία της πατρίδας στον τουρκομαχαλά.
Αρρωσταίνει. Πιο πολύ.
Συνθλίβεται.
Καταφεύγει στο μόνο του ιδανικό, τη θάλασσα, που τον ξεβράζει ολόκληρο δίχως ξερό δαφνόφυλλο. Προτού παραδοθεί στην αποκρουστική πραγματικότητα ενός Pieper Bayard 9 χιλιοστών, γράφει κάμποσες λέξεις σε δανεικό χαρτί ανακατεύοντας την τράπουλα για τους επόμενους.
Χρόνια μετά, σίγουρα θα γελούσες. Ελάσσονες κυκλοφορούν με το ψαθάκι σου στα φεστιβάλ και στις περφόρμανς. Και στον «Ουράνιο Κήπο»*, έκτοτε, σερβίρεται φρέσκο, φρεσκότατο ψαράκι.
Γιατί η πραγματικότητα νικάει πάντα, γλυκό μου αγόρι.
⸙⸙⸙
[«Ουράνιος Κήπος»: το όνομα του καφενείου όπου ο Καρυωτάκης έγραψε το τελευταίο, αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Alessandro Accordini. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]