Ντίνος Σιώτης, Σχεδόν αύριο, Καστανιώτη, Αθήνα 2022.
Σε ετούτο το εκτενές (ή «μακρύ –προς/ Θεού και όχι μεγάλο», όπως λέει και ο ίδιος ο Ντίνος Σιώτης) ποίημα (το οποίο, όπως επίσης λέει, «δεν είναι ένα αλλά πολλά») δεν υπάρχει ούτε μία τελεία. Το Σχεδόν αύριο (εκδόσεις Καστανιώτη, 2022) έχει αρχή, αλλά δεν έχει μέση ούτε τέλος, ακριβώς όπως ο κύκλος των ημερών ενός ανθρώπου που ζει ακόμη. Και η αρχή του όμως δεν είναι μια συμβατική αρχή, αλλά μια απαθανάτιση του παρόντος, που υπάρχει απλώς για να νομιμοποιήσει την εισβολή της Ιστορίας: «Σε ιπτάμενο δάσος πετώ, πάνω απ’ τα ερείπια της/ Χιροσίμα και του Βιετνάμ, αλλά τα ’βγαλα πέρα/ σχετικά εύκολα με τους Ναζί και το Ολοκαύτωμα/ την απόβαση στη Νορμανδία και στη Μακρόνησο/ και στον Κόλπο των Χοίρων, δίνοντας έμφαση στο/ επεκτατικό τουρκικό σύνδρομο…». Διαφορετικό το ύφος της, αλλά κοινό το βαθύτερο συναίσθημά της με την αρχή του Βιβλίου της φτώχειας και του θανάτου του Ρίλκε, που με το αταυτοποίητο πρόσωπο του ποιήματος βρισκόταν peut-être, ίσως, αλλά σε χρόνο παροντικό θαμμένος βαθιά μέσα στα όρη, «solitaire comme une veine de metal», καθώς τα πάντα έπεφταν πάνω του και τον έκαναν πέτρα, στέρεο και αιώνιο.
Ο Ρίλκε έγραψε αυτό του το ποίημα ενδίδοντας στην πίεση να καταγγείλει κάτι, να σηκώσει το δάχτυλό του και να δείξει αηδιασμένος τις μάστιγες της νεωτερικότητας· ωστόσο, με τη γραφή του ταυτοχρόνως αντιστάθηκε, διότι την καταγγελία του την εξέφρασε με τον δικό του τρόπο: όχι, τελικά, σηκώνοντας το δάχτυλό του και δίνοντας συνταγές επιτυχίας, αλλά συνθέτοντας ένα πένθιμο τραγούδι, που αγκάλιασε τον θάνατο τόσο σφιχτά, που κατέληξε σε δοξολογία για τη ζωή. Στο Σχεδόν αύριο διακρίνεται ένα συγγενικό μοτίβο: είναι, αρχικά, ένα ποίημα για την Ιστορία και το βάρος με το οποίο πετρώνει τον άνθρωπο και τον κόσμο, ένα ποίημα που, παρά το χιούμορ ή την ειρωνεία του, δεν είναι ακριβώς καταγγελτικό αλλά θρηνητικό, δεν εκφράζει οργή αλλά απογοήτευση.
Το ότι δεν υπάρχει ούτε μία τελεία δεν δυσχεραίνει την ανάγνωση, αλλά τη διευκολύνει, επιτρέποντας στον αναγνώστη να εναλλάσσει τα ετερόκλητα επεισόδια, σαν να κοιτάζει μαγνητισμένος έναν ύφαλο μέσα από περισκόπιο. Πλησιάζοντας στο τέλος της ανάγνωσης, μπορεί να διακρίνει κάποιες νοητές ενότητες (κάποιες σελίδες για τον άνθρωπο –τον ποιητή– και τις υπαρκτικές εμπειρίες του, κάποιες σελίδες για τον λαό, κάποιες σελίδες για τον κόσμο, κάποιες σελίδες για τον άνθρωπο και τις υπαρξιακές εμπειρίες του…), ωστόσο καθεμία τους κλέβει από τον χώρο της άλλης, φτιάχνοντας ένα πολύπτυχο κολάζ.
«Την ιδέα της σύνθεσης-κολάζ ποιημάτων» ο ποιητής λέει (στο λακωνικό εισαγωγικό του σημείωμα) πως την «έκλεψε» από τον Γιάννη Ρίτσο και το Τερατώδες αριστούργημά του. Το Σχεδόν αύριο έχει πολλά κοινά με το Τερατώδες αριστούργημα, που δεν εξαντλούνται στη δομή. Τα δύο έργα ρέουν επίσης με τον ίδιο ιλιγγιώδη ρυθμό, οργανοποιούν εξίσου προσωπικές εμπειρίες και, πάνω απ’ όλα, εκφράζουν τον ίδιο ανθρώπινο πόνο εκείνου που επιθεωρεί την Ιστορία και την ιστορία του, κάπου εκεί όπου ο άνθρωπος, σ’ όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, ταλαντεύεται στο μεγαλύτερο μεταίχμιο πριν από το έσχατό του (τη μετάβαση από τη ζωή στον θάνατο): σ’ εκείνο το ενοχλητικό μεταίχμιο ανάμεσα στην Έρημη Χώρα και στα Τέσσερα Κουαρτέτα, σ’ εκείνο το ενοχλητικό χαϊντεγκεριανό μεταίχμιο ανάμεσα στον Φόβο (Furcht) και στην Αγωνία (Angst). Όπως τα περισσότερα από τα (καλά) βιβλία με αυτά τα χαρακτηριστικά, το Σχεδόν αύριο είναι αναμφίβολα ένα έργο γεμάτο Angst.
«…πλησιάζω βουτηγμένα σε χρώματα αστέρια/ περασμένα από φεγγαρόσκονη στον πάτο μιας/ μέρας που δεν είχε νύχτα, μεγάλωσα σε νησί/ που είχε για ορχήστρα το φύσημα του ανέμου,/ για ντεκόρ αμπελώνες, ελαιώνες και φρύγανα,/ έφυγα με καθυστέρηση δύο αιώνων για μία/ άλλη ήπειρο, για το υπερπέραν ενός άλλου/ κόσμου, και άργησα να επιστρέψω – αλλά/ ουσιαστικά ποτέ μου δεν έφυγα ούτε γύρισα,/ μια μεγάλη βόλτα έκανα στην παραλία του/ κόσμου, χλόμιασα, μύρισα, διάβασα, είδα,/ άκουσα, ήχησα, ήσυχα έχυσα με βιασύνη,/ προσγειώθηκα ανώμαλα, είδα όνειρο που δεν/ ήταν δικό μου και το άφησα για τον επόμενο/ ονειροπαρμένο… […] […] …τα/ πάω μια χαρά και περνάω υπέροχα δόξα τω Θεώ/ τίποτα δεν μου λείπει και κεντρική θέρμανση το/ χειμώνα και κεντρική αύρα το καλοκαίρι μπορεί/ να μην πηγαίνω πια διακοπές αφού φροντίζω την/ κατάκοιτη γυναίκα μου αλλά δεν μου λείπουν πάω/ κανένα μπάνιο με τον φίλο μου τον Κωνσταντίνο/ Βάρκιζα Γλυφάδα Βούλα Μάτι τρώμε κανένα/ καλαμάρι ψητό και περνάμε όμορφα συζητώντας/ για τούτο ή για κείνο όχι σπουδαία πράγματα όχι/ μεταφυσικές αρλούμπες ούτε διακανονισμό της/ παγκόσμιας τάξης τα βράδια κάτι από δω κάτι/ από κει…».
Στο ίδιο πάντοτε –και φανερά θεατρικό– ύφος, είτε πισωγυρίζει στον ρου της ύπαρξής του είτε απαριθμεί τα καθημερινά του, ο ποιητής δείχνει φυλακισμένος και ελεύθερος μέσα σε μια μονότονη συμφιλίωση. Παρά την πικαρέσκα του διάθεση, δείχνει τελικά να κυριολεκτεί. Ό,τι λέει για τον εαυτό και τις εμπειρίες του δεν το λέει αλληγορικά ούτε αναιρετικά: είναι πράγματι γνώστης του παρελθόντος και του παρόντος του, πράγματι γνώστης των προνομίων του, πράγματι γνώστης των δυνατοτήτων του. Αν και ξεκινάει το ποίημά του με έναν τρόπο μεγαλειώδη, μαρτυρώντας εξαρχής τον πολιτικό χαρακτήρα του και στην πορεία ενσωματώνοντας συνταρακτικά γεγονότα των τελευταίων ετών (από τις πολεμικές συρράξεις και τον κορωνοϊό μέχρι την εξαφάνιση των 43 φοιτητών της Αγιοτσινάπα…), δεν τοποθετεί τον εαυτό του σε απόσταση, στο μεταφυσικό άβατο του ποιητή-παρατηρητή, πολλώ δε μάλλον του ποιητή-προφήτη, παρά τον διατηρεί στην προσιτή, ανθρώπινη θέση του, που περιλαμβάνει τόσο στιγμές «εσωτερικής αναζήτησης», όπως λέμε, στιγμές «ποιητικές» και «μυθιστορηματικές», όσο και στιγμές καθημερινών, σχεδόν ευτελών αλλά πάντως ευχάριστων ή έστω υποφερτών δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, ο ποιητής κατεβαίνει από το γνωστό βάθρο και γίνεται ίσος με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Κι αυτό διότι μόνον έτσι μπορεί να τους παρατηρήσει, να τους ζήσει, να ανοίξει διάλογο μαζί τους. Το Σχεδόν αύριο απέχει πολύ από το δημιούργημα του ποιητή-προφήτη και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο βρίσκει τον χώρο της η πολιτική του θέση. Μπορεί τα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα και οι συναφείς αναφορές να δίνουν ένα στίγμα, ωστόσο, στον πυρήνα του, το ποίημα είναι μια συνομιλία με τον άλλον, με τον διπλανό – κι επειδή το Σχεδόν αύριο είναι χαρακτηριστικά αυτοβιογραφικό, όπου «άλλος», όπου «διπλανός», αποκαλύπτεται ο Έλληνας γνωστός ή φίλος, άγνωστος ή εχθρός, του οποίου η όψη έχει τόσες πτυχές όσες η εγχώρια παθογένεια σε κάθε τομέα (πολιτικό, κοινωνικό, ακόμα και καλλιτεχνικό).
«…έρχονται διάφοροι και μου λένε ότι έχουν/ κατάθλιψη, σοβαρά; τους ερωτώ, δεν έχετε/ κατάθλιψη, είστε τεμπέληδες, βαριέστε που/ ζείτε, γι’ αυτό μελαγχολείτε, μελαγχολία είναι/ αυτό που έχετε και είναι καλό να νιώθετε λίγη/ μελαγχολία, σας λέει ότι είστε άνθρωποι και/ πονάτε, η κατάθλιψη είναι σοβαρή νόσος και/ δεν αντέχεται αλλά εσείς κυκλοφορείτε τρώτε/ πίνετε εργάζεστε συκοφαντείτε και γαμείτε/ άρα δεν έχετε κατάθλιψη, ναι, έχω κι εγώ τα/ προβλήματά σας αλλά δεν τα διατυμπανίζω/ δεν τα διαφημίζω δεν τα συζητώ με κανέναν/ αφού αφορούν εμένα και μόνο εσάς οπότε/ γιατί να μην τα περνώ καλά;…»
Η επιτίμηση της ennui του αστού (ή, καλύτερα, της φτηνής απομίμησης αστού που εκπροσωπεί ο μέσος ανθρωπότυπος που κωμικοποιείται στο Σχεδόν αύριο) θα οδηγούσε εύκολα τον αναγνώστη στη διαπίστωση πως διαβάζει μια σκληρή αλλά δίκαιη κριτική στους προνομιούχους ή κατά φαντασίαν προνομιούχους της ελληνικής πραγματικότητας (εξάλλου, στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Ντίνος Σιώτης αναφέρει επίσης πως στο ποίημα, μεταξύ άλλων, θίγεται και «η αρπακτικότητα των αστών και η ανυπομονησία των μικροαστών να γίνουν αστοί»). Εντούτοις, τα πράγματα περιπλέκονται κάπως όταν τα πρόσωπα και τα βιώματα αρχίζουν να συγχέονται σαν να μην συμβαίνει τίποτα: «έχω κι εγώ τα προβλήματά σας» (αντί «έχω κι εγώ τα προβλήματά μου», κατά την κοινή έκφραση) και «αφορούν εμένα και μόνο εσάς» (αντί «εμένα και μόνο εμένα»). Ενδεχομένως με αυτό το λεκτικό παιχνίδισμα ο ποιητής να υποβιβάζει ακόμα περισσότερο τον εαυτό του (τον «προφήτη» που έχει τσακιστεί από το βάθρο για τα καλά) και να ομολογεί πως κι ο ίδιος έχει παρασυρθεί εν μέρει από την ψευδοαστική φρενίτιδα.
Όχι όμως σε κολάσιμο βαθμό. Τούτη η «αποδαιμονοποίηση» της καθημερινής καλοπέρασης (με την υγιή έννοια) σε συνδυασμό με διάσπαρτες αναφορές σε «διαλείμματα» από την πολλή κουλτούρα οδηγούν σε μια άλλη διαπίστωση: στη διαπίστωση πως ο καταραμένος ποιητής-προφήτης μπορεί να γίνει, μέσα στην πραγματικότητα, ένα είδωλο τόσο νοσηρό όσο εκείνο του αστού. Η αναυθεντικότητα της κατ’ επίφασιν κατάθλιψης, του κατ’ επίφασιν ταλανισμού, της κατ’ επίφασιν τραγωδίας της ζωής είναι, στην πολιτική της διάσταση, ένα άλλο είδος αρπακτικότητας: εθελοτυφλία. Έτσι, μια «ενόχληση» μέσα στην καλοπέραση, δηλαδή η πλήξη, παρά την αστική της χροιά είναι υγιέστερη από ένα δίλημμα του τύπου «ή CEO ή Ιώβ», που αποκόβει τελείως τον άνθρωπο από την ταπεινή πραγματικότητα, που έχει τα κακά της, αλλά έχει και τα καλά της. Γι’ αυτό και ο ποιητής θίγει μάλλον με κάποια διαλλακτικότητα αυτόν τον άκακο κοινωνικό τυχοδιωκτισμό των Ελλήνων, αναγνωρίζοντας πως το να ζει κανείς καλούτσικα είναι ένας εξισορροπητικός μπελάς.
Αυτή η διαλλακτικότητα όμως δεν συναντάται σε όσα θίγει ο ποιητής σε σχέση με το γίγνεσθαι της τέχνης και της διανόησης. Εδώ οι αναφορές είναι πιο συγκεκριμένες, ενώ κάποιες περνούν σχεδόν εν ριπή οφθαλμού· αποτελούν όμως τα πιο δεικτικά σημεία του ποιήματος. «…χρειάζεται ένα νέο/ ποιητικό κίνημα κατά των τακτοποιημένων/ καθηγητών και λογοκλόπων και κατά της/ μετριότητας με τα σχήματα τα θεωρητικά…», «πολλοί που πέρασαν απ’ τη ζωή και γεύτηκαν τις/ εμπειρίες της γράφουν ποιήματα, αλλά μερικοί/ γράφουν καλύτερα από μερικούς άλλους, πολλοί/ δεν αφήνουν ίχνη πίσω τους και άλλοι, μέτριοι/ συνήθως, κάνουν τόση φασαρία με τον εαυτό τους/ που δεν τους παίρνει κανείς στα σοβαρά…», «…είμαι πυκνωμένος από καθαρές πράξεις κι από διαυγή/ βλέμματα, εκτοπίζω εύκολα μετριότητες κι ανθρωπάκια/ τύπου λογοκλόπων και υποστηρικτών τους, κάνω μικρές/ βόλτες με τριζόνια κι άλλα πλανόδια επαγγέλματα…»
Δύο κύριες παθογένειες της διανόησης θίγονται στους στίχους αυτής της θεματικής: πρώτον, η αποθέωση της μετριότητας και, δεύτερον, ο καιροσκοπισμός. Όσον αφορά στην αποθέωση της μετριότητας, υπάρχουν δύο βασικές εκφράσεις της: ο «θόρυβος» (η φιλαυτία και ενδεχομένως οι πολλές δημόσιες σχέσεις) και η άρνηση τινός να δεχτεί ότι δεν μπορούν όλα του τα έργα να είναι αριστουργήματα, και συνεπώς η αδυναμία του να ξεχωρίσει να τα αξιόλογα από τα μη αξιόλογα. Όσον αφορά στον καιροσκοπισμό, υπάρχουν επίσης δύο βασικές εκφράσεις, πολύ πιο ειδικές: η «βόλεψη» (με κύριους θιασώτες, προφανώς, τα φυσικά και πνευματικά ακλόνητα ακαδημαϊκά πρόσωπα και άλλους με παρόμοια θέση ισχύος) και η λογοκλοπή. Ειδικά οι αναφορές σε λογοκλόπους –μακράν από τα πιο δυσκολοχώνευτα μέρη του ποιήματος–, που εδώ ψηλαφίζουν ένα από τα μεγαλύτερα και σκοτεινότερα θέματα-ταμπού του ακαδημαϊκού και λογοτεχνικού χώρου στην Ελλάδα, είναι αυτές που επιβεβαιώνουν τη θέληση του ποιητή να μην ενσωματώσει απλώς στο Σχεδόν αύριο μια κριτική σε μια αόριστη πνευματική παρακμή, αλλά να ονοματίσει με σαφήνεια τα συστατικά της – εξάλλου, ο Ντίνος Σιώτης συγκαταλέγεται στους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου που συντηρούν έναν μακρόχρονο δημόσιο αγώνα ενάντια στη λογοκλοπή –σε οποιονδήποτε χώρο– και στις συγκαλύψεις της, και η γνώση αυτής της δράσης δεν μπορεί παρά να ενισχύσει για τον αναγνώστη την επαφή τού Σχεδόν αύριο με την αληθινή όψη του ελληνικού τοπίου σήμερα.
Έτσι, το Σχεδόν αύριο δεν είναι απλώς ένα κολάζ ποιημάτων, αλλά ένα κολάζ έργων και ημερών, η ιστορία ενός Έλληνα στην Ελλάδα σε σχέση αφενός με τον εαυτό του και την πορεία του μέσα στον χρόνο και αφετέρου με τους συντοπίτες του και τον μικρόκοσμο που αποτελεί καθένας από αυτούς μέσα στη χοάνη της οικουμένης. Πρόκειται σαφώς για μια σύνοψη της αργόσυρτης επικαιρότητας των τελευταίων ετών, με την κρίση, το πολιτικό πανδαιμόνιο, την πανδημία, την αστυνομοκρατία, την εξαλλοσύνη των μίντια, τον εκφυλισμό του πνευματικού κόσμου… Παραδόξως, όμως, ο τίτλος δεν αφορά άμεσα στη χρονικότητα ούτε στην ιστορικότητα του ποιήματος. Ο ίδιος ο ποιητής στην εισαγωγή του μαρτυρά πως περιέχει «μια αχτίδα ελπίδας και αισιοδοξίας» – και πράγματι: η φράση «σχεδόν αύριο» αντηχεί το χαρούμενο λαχάνιασμα πριν από το τέλος της ανηφοριάς· το σωτήριο ένστικτο του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται την περατότητα των πραγμάτων.
Για τούτο και το ποίημα που στεφανώνει δεν είναι «προφητικό», αλίμονο αν ήταν. Σε έναν κόσμο γεμάτο ακραία διλήμματα, γεμάτο ροπές προς το απόλυτο ύψος ή το απόλυτο βάθος, γεμάτο εμμονές με το μακρινό παρελθόν ή με το μακρινό μέλλον, το Σχεδόν αύριο εκθέτει μια αντίληψη της ανθρώπινης πραγματικότητας ως μιας ανώδυνης κλιμάκωσης μέσα στο σύμπαν. Αν υπάρχει ένα «μήνυμα» μέσα στο Σχεδόν αύριο, είναι η πεποίθηση πως αυτό το συνονθύλευμα ποιοτήτων που χαρακτηρίζει αυτόν τον τόπο και τον λαό του κρατάει τον άνθρωπο σε εγρήγορση κι έτσι προχωράει η ζωή. Όχι βαλτωμένη στην τελειότητα ούτε θαμμένη στον βούρκο, αλλά κινούμενη διαρκώς στο ενδιάμεσο. «…πάντως εμένα πανέτοιμες είναι οι ρίζες/ μου να διεκδικήσουν έναν ουρανό πιο φωτεινό, μια/ θάλασσα πιο πλατιά, έναν κόσμο πιο δίκαιο…» Η συνείδηση της ετοιμότητας, της δυνατότητας της κίνησης πριν από την πραγμάτωση της κίνησης, και, ακόμα πιο πριν, η ελάχιστη γνώση πως κάτι στον κόσμο απαιτεί μια κίνηση – αυτό είναι το μήνυμα του Σχεδόν αύριο, ένα μήνυμα για το πρώτο βήμα, για το ταπεινό πρώτο σκαλοπάτι που τα μεγαλειώδη ποιήματα για το μέλλον συχνά αποκρύβουν, γι’ αυτό και γίνονται κούφια λόγια για τόσες και τόσες ψυχές, που το να κρατήσουν ίσαμε αύριο ίσως να μοιάζει με άθλο. Το Σχεδόν αύριο είναι ένα ευαγγελικό ποίημα γι’ αυτούς που μέλλεται να βρουν το κίνητρο για τον άθλο της ζήσης.
⸙⸙⸙
[Μια σύντομη εκδοχή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής της 9ης Οκτωβρίου 2022. Φωτογραφία: ©Ben Vautier (1965). Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]