Όταν έχεις μεγαλώσει με τα γραπτά και τις μεταφράσεις του, όταν εν πολλοίς εκείνος έχει διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό τα διαβάσματά σου αλλά και τον τρόπο που γράφεις, είναι φυσικό ο άνθρωπος που κάποτε σ’ έμπασε λάθρα στο Παταγονία εξπρές και στους Μπορχεσιανούς λαβυρίνθους να αποκτά με τα χρόνια μέγεθος μυθικό. Κι όταν έρχεται η στιγμή να σε προσκαλεί –εσένα, έναν κοινό θνητό– να μιλήσεις για το βιβλίο του, είναι εξίσου φυσικό να αναρωτιέσαι πώς είναι μπορετό να το κάνεις. Αφού λοιπόν πρώτα το παιδέψεις στο μυαλό σου, καταλήγεις στο εξής νοητικό τέχνασμα: για να μπορέσω να διαχειριστώ το συναίσθημα, λες στον εαυτό σου, θα πω ότι ο άνθρωπος που θα κάθεται στο πλάι μου κατά τη διάρκεια της παρουσίασης δεν είναι ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Σύντομα καταλαβαίνεις ότι αυτό το τέχνασμα δεν αρκεί: αν ο Κυριακίδης δεν είναι ο Κυριακίδης, τότε και ο τόπος της παρουσίασης του βιβλίου του δεν είναι παρά ένας μη-τόπος, όπου καμία παρουσίαση δεν μπορεί να συμβεί. Από τη στιγμή όμως που η εκδήλωση έχει προαναγγελθεί δημοσίως, θα έρθει κόσμος, γι’ αυτό και πρέπει να βρεις έναν τρόπο να σχηματοποιήσεις αυτόν τον ιδιότυπο μη-τόπο (στον οποίο οι ακροατές –εν αγνοία τους– θα βρεθούν), ώστε να καταφέρεις να τους μιλήσεις (και να σε αντιληφθούν) για το πώς διάβασες το νέο έργο του Κυριακίδη.
Καθώς το βιβλίο του τιτλοφορείται Έλγκαρ – εκκινώντας από το συμφωνικό έργο τού Άγγλου συνθέτη Έντουαρντ Έλγκαρ Παραλλαγές σ’ ένα πρωτότυπο θέμα, Op. 36, γνωστό και ως Παραλλαγές Αίνιγμα (τόσο για το περίπλοκο σύστημα μουσικής κρυπτογραφίας με το οποίο «εικονίζεται» το πρόσωπο στο οποίο είναι αφιερωμένη κάθε μία από τις 14 παραλλαγές, όσο και για το βασικό θέμα-φάντασμα που, σύμφωνα με τον συνθέτη, διατρέχει ολόκληρο το έργο), σκέφτεσαι πως, όπως οι αινιγματικές παραλλαγές του Έλγκαρ εικάζεται ότι βασίζονται στη μαθηματική σταθερά π, τον λόγο δηλαδή της περιφέρειας προς τη διάμετρο ενός κύκλου, έτσι και οι εξίσου γριφώδεις παραλλαγές του Κυριακίδη θα πρέπει να κρύβουν εντός τους κάτι αντίστοιχο, ένα μαθηματικό κλειδί που θα ξεκλειδώνει το δικό του κρυπτογράφημα. Και πράγματι, δεν λαθεύεις: αφού προσπερνάς το κλείσιμο του ματιού του στην παραλλαγή π, με τον συνθηματικό τίτλο «Nowyouseeme» («Τώρα με βλέπεις»), φτάνοντας στην προτελευταία παραλλαγή του, με τίτλο «Εν αριθμώ», βλέπεις να ξετυλίγεται μπρος στα μάτια σου το μαθηματικό κλειδί του έργου του: η ακολουθία Φιμπονάτσι. Σε αυτήν, εξ ορισμού, οι δύο πρώτοι αριθμοί της είναι το 0 και το 1, και κάθε επόμενος αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων –δηλαδή 0 συν 1 μας κάνει 1, 1 συν 1 μας κάνουν 2, 1 συν 2 μας κάνουν 3, 2 συν 3 μας κάνουν 5, 3 συν 5 μας κάνουν 8, και πάει λέγοντας. Πώς όμως το κλειδί αυτό μπορεί να σε βοηθήσει στη σχηματοποίηση αυτού του μη-τόπου;
Θα χρειαστείς κάτι απλό, απτό και καθαρό· μια σελίδα μιλιμετρέ, ας πούμε. Και πάνω της θα σχεδιάσεις τετράγωνα των οποίων τα μήκη των πλευρών είναι διαδοχικοί αριθμοί Φιμπονάτσι: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21· φτάνει, η σελίδα γέμισε.
Ιδού λοιπόν η σχηματοποίηση του μη-τόπου όπου εδράζεται η ανάγνωσή σου με βάση το μαθηματικό κλειδί των παραλλαγών Κυριακίδη· μια αλληλουχία τετραγώνων που προκύπτουν από τη σχέση του αναγνώστη, του συγγραφέα και του έργου με την ίδια τη ζωή. Κι αν αντιστοιχίσεις τους αριθμούς Φιμπονάτσι που οριοθετούν αυτόν τον μη-τόπο με τους τίτλους των παραλλαγών του Κυριακίδη, παράγονται τα ακόλουθα αποτελέσματα: ο αριθμός 1 αντιστοιχεί στην παραλλαγή α με τίτλο «Αθάνατος», ο αριθμός 2 στην παραλλαγή β με τίτλο «Εγκάρδια», ο αριθμός 3 στην παραλλαγή γ με τίτλο «Άνθρωπος στο παγκάκι», ο αριθμός 5 στην παραλλαγή ε με τίτλο «Ακροατής», ο αριθμός 8 στην παραλλαγή θ με τίτλο «Επιστροφές», ο αριθμός 13 στην παραλλαγή ν με τίτλο «Αρόδου», ο αριθμός 21 στην παραλλαγή φ με τίτλο «Μόνος». Συνοψίζοντας, οι λέξεις-κλειδιά είναι: Αθάνατος (δύο φορές), Εγκάρδια, Άνθρωπος στο παγκάκι, Ακροατής, Επιστροφές, Αρόδου, Μόνος. Τι ακριβώς συνιστά αυτή η παράδοξη ακολουθία λέξεων και πώς συνδέεται με την παρουσίαση του Έλγκαρ;
Για να απαντήσεις στο ερώτημα, αρκεί να θυμηθείς το νοητικό τέχνασμα της αρχής: ο άνθρωπος που θα κάθεται στο πλάι σου κατά τη διάρκεια της παρουσίασης δεν θα είναι ο Αχιλλέας Κυριακίδης· εκείνος θα λείπει. Κι αυτή η απουσία δεν θα αφορά τον μεταφραστή-μικρομηκά-θεωρητικό του κινηματογράφου-λάτρη της μουσικής, Κυριακίδη, αλλά τον συγγραφέα. Οπότε, ξεκινάς την ανάλυση της παραπάνω ακολουθίας με βάση αυτή του την ιδιότητα, αρχίζοντας με το διπλό «Αθάνατος». Το ένα ανήκει δικαιωματικά στον συγγραφέα, τη στιγμή που το έργο του βλέπει το φως του κόσμου –τη στιγμή δηλαδή που εκείνος πεθαίνει. Το άλλο ανήκει στο έργο καθαυτό, τη μετενσάρκωση του συγγραφέα, το οποίο, ανάγνωση την ανάγνωση, θα εξακολουθήσει να μετασχηματίζεται και να παραλλάσσεται στον χρόνο, με τη βοήθεια των αναγνωστών και μόνο, αφήνοντας τη μνήμη των περασμένων αναγνώσεων «να εξαχνώνονται σαν το νοητικό αρχείο ανοϊκού». Η δεύτερη λέξη της ακολουθίας είναι «Εγκάρδια», κι αυτό είναι το σημείο όπου ο Κυριακίδης καλεί τη λογοτεχνία να τον σώσει απ’ όλα όσα συμβαίνουν γύρω του και τον πονάνε, επιθυμώντας απεγνωσμένα να τα μιλήσει, να ξελαφρώσει τη βαριά καρδιά του. Ένα απ’ αυτά που τον πληγώνουν βαθιά –και αφορά το επόμενο μέρος της ακολουθίας, «Άνθρωπος στο παγκάκι»– είναι το μεταναστευτικό δράμα του καιρού μας, το πώς ανθίζει το Αιγαίο (μα και η Αδριατική, και η Μεσόγειος) με νεκρούς, κρινάκια επιπλέοντα στο κύμα. Σειρά έπειτα παίρνει στην ακολουθία ο «Ακροατής», καθένας από αυτούς στους οποίους θα απευθυνθείς, δηλαδή, για να τους πεις (ευτυχώς που εκείνος δεν θα είναι εκεί για να σε ακούσει) ότι το έργο του δεν είναι δικό του, καθότι «υπάρχει εξ εαυτού και δι’ εαυτού, και παν ό,τι έχει έχει εξ εαυτού και δι’ εαυτού». Και, αίφνης, ο Κυριακίδης θα επιστρέψει φευγαλέα στο επόμενο μέρος της ακολουθίας, τις «Επιστροφές», απευθύνοντας σε όλους σας το γκονταρικό ερώτημα: Πόσον καιρό έλειψα; Πάει να πει, πόσον καιρό πριν σωματοποιήθηκα ενώπιόν σας; Κι εσείς θα του αποκριθείτε, πάνε τέσσερα χρόνια που κυκλοφόρησε το Σώμα σου, Αχιλλέα –και, ναι, τέσσερα χρόνια είναι πολύς καιρός. Κι ύστερα θα φύγει πάλι, να αγκυροβολήσει στο «Αρόδου» της ακολουθίας, αφήνοντας τη συγγραφική επάνοδό του εκκρεμή, χαζεύοντας τα νυχτερινά φώτα που λαμπυρίζουν στο τελικό «Μόνος», πέρα βαθιά, στο λιμάνι του εαυτού του.
Όχι, ο Κυριακίδης δεν βρίσκεται εδώ. Μας δίνει ραντεβού για κάποιον «μέλλοντα αόριστο», γιατί τώρα που μιλάμε εκείνος βρίσκεται σε μια σκοτεινή, κινηματογραφική αίθουσα του μυαλού του, βλέποντας τις Άγριες Φράουλες του Μπέργκμαν, τη Νοσταλγία του Ταρκόφσκι, τον Καταδικασμένο του Κουροσάουα, τον Θάνατο στη Βενετία του Βισκόντι. Βλέπει τη δική του ζωή αλλά και τις δικές μας, του καθένα από μας, τη συλλογική περιπέτεια του ανθρώπου. Και κάποια στιγμή, στους τίτλους τέλους (πριν δηλαδή ξαναμπεί στη διαδικασία να δημιουργήσει ένα νέο λεπτούργημα –πάει να πει, να επιστρέψει), θα διαβάσει αυτό που ήταν γραμμένο στο τέλος της παρτιτούρας του Έντουαρντ Έλγκαρ, ένα ελαφρώς παραλλαγμένο απόσπασμα από το επικό ποίημα Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, του Τορκουάτο Τάσσο: «Λαχταράω πολλά, ελπίζω λίγα, δεν ζητάω τίποτα». Και θα χαμογελάσει. Γιατί εκείνος δεν λαχταράει, δεν ελπίζει, δεν ζητάει τίποτα. Γιατί εκείνος τα έχει όλα. Και μας τα προσφέρει αφειδώλευτα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο διαβάστηκε στις 28 Μαΐου 2022 στην παρουσίαση του Έλγκαρ στο βιβλιοπωλείο «Ιδιώνυμο». Ζωγραφική: Wassily Kandinsky. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]