Παίζω με μια κουμπότρυπα, γιατί με φέρατε εδώ; Ποιος σας είπε ότι ήθελα να έρθω;
Παίζω με μια κουμπότρυπα, είμαι μια κουμπότρυπα, πέρασε από εκεί, γλίστρησε από τη σχισμή και με ντύθηκε ένας άντρας.
Θέλετε να σας περιγράψω πώς μοιάζει αυτός ο άντρας;
Μου το ρωτάτε με την πάνω ρυτίδα στο μέτωπό σας, όλοι εδώ πέρα έχετε για στόμα αυτήν τη ρυτίδα στις ρίζες των μαλλιών σας, αυτήν που ακουμπάει με συστολή το μέτωπο, μη και το αλαφιάσει με τα μαντάτα της.
Έφτασαν τα μαντάτα. Είναι εδώ οι επισκέπτριες, οι μικρότερες αδελφές της μεγάλης ρυτίδας, πιο ζωηρές, γλιστράνε ήδη πάνω στα λεία σας μέτωπα, με παγοπέδιλα, χαράσσουν την ακύμαντη επιφάνεια με τη λάμα της απελπισίας.
Εδώ θα μείνουν, για πάντα αγκιστρωμένες στο «όχι, δε γίνονται αυτά».
Κι εμένα με κουβαλήσατε εδώ για να κάνω παρέα στον πόνο σας. Δεν χορταίνεται η δυστυχία του άλλου όταν μας μοιάζει.
Μου ζητάτε στοιχεία, πού γεννήθηκα, από εκεί που έφυγα, πού έχω σκοπό να πάω, εκεί από όπου έφυγα, πού βρίσκομαι.
Στην κουμπότρυπα.
Βουίζουν τα αυτιά μου, είναι η φωνή του άντρα, που με φόρεσε και τώρα κρυώνει έτσι γυμνό που τον άφησα. Ο άντρας, τα λουλούδια απότιστα στο μπαλκόνι, η τοστιέρα στην πρίζα, τα πουκάμισα στο καθαριστήριο, τα λεμόνια στο μανάβικο. Όσα εγκαταλείπεις, τα κουβαλάς.
Μοσχοβολάει η πλάτη μου, ήταν φρεσκοκομμένα τα λεμόνια.
Με τις πλάτες μας ακουμπισμένες κοιμόμασταν, όταν ένας κρότος στο υπόγειο μας τίναξε επάνω.
Δεν ήταν σαν τις πρώτες μέρες που τον ερωτευόμουν και η γη μου φαινόταν ότι σειόταν με κάθε αναστεναγμό μας. Δεν ήταν η ζαλάδα να επιστρέφω από τη δουλειά και να με πετάει στον πλανήτη του.
Όλοι έχουμε έναν πλανήτη, δεν το ξέρετε; Μπερδευόμαστε και νομίζουμε ότι είναι αυτός πάνω στον οποίο περπατάμε. Κι όμως, είναι εκείνος που κλείνουμε στην τελευταία γουλιά, στην τελευταία μπουκιά, στον τελευταίο σπασμό του οργασμού, ο πλανήτης μας είναι αυτό που δε θέλουμε να τελειώσει.
Δαγκώσαμε από τον φόβο τα σεντόνια κι αυτά πόνεσαν και μας έσπρωξαν έξω από το κρεβάτι. Ο άντρας φόρεσε μία κάλτσα, το φούτερ του και αγκομάχησε να βάλει το τζιν, ήταν λερωμένο κατά τόπους από ζωή, λίγη κέτσαπ, που είχα ρίξει απρόσεχτα πάνω του το προηγούμενο μεσημέρι, μελάνι από ένα στυλό, που χάλασε, χώμα στο αριστερό μπατζάκι από το πάρκο απέναντι. Πώς μου ξέφυγε το παντελόνι αυτό, έπλενα κάθε μέρα, υπολόγιζα στο μέλλον.
Μετράω τις κουμπότρυπες, σημειώνετε, πληκτρολογείτε, τι θα λέγατε να με περάσετε στα αρχεία σας σαν μία κουμπότρυπα; Είμαι περισσότερο αυτό το παλτό, αυτά τα κουμπιά, αυτά τα πέτα, παρά το φύλο μου, η διεύθυνσή μου, η οικογενειακή μου κατάσταση. Το παλτό είναι εδώ μπροστά σας, μπορείτε να το πιάσετε, να πάρετε ένα ψαλίδι και να το σκίσετε, να το κρύψετε κάτω από ένα άλλο παλτό. Τα άλλα σας λέω μόνο εγώ ότι υπήρξαν.
Πώς είναι αυτός ο άντρας, λοιπόν; Ψηλός φαίνεται, περπατάει σαν κοντός, όμορφος καθρεφτίζεται, ασχημαίνει όταν ψάχνει την άλλη κάλτσα στα δικά μου πόδια.
Δεν μιλάμε για αυτούς που έμειναν πίσω. Καμιά φορά μόνο ξηλώνουμε ένα κουμπί να τους κάνουμε χώρο. Να πάρουν καμία ανάσα, έτσι όπως τους έχουμε στριμώξει στις ραφές με τις ελπίδες.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Georgie Pauwels. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]