[…] Σε άκουγα και φυλαγόμουν. Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν θα χιμούσαν ως πάνθηρες στο παρόν μου. Εντέλει αμφισβήτησες ένα νεκροταφείο φλέβες και νευρώνες. Τώρα σου αλλάζω νερό μέρα παρά μέρα και εσύ ορκίζεσαι.
[…] Όταν έρχεσαι, γίνομαι βαριά και υλική. Με διανύουν πέτρες, ρήξεις, θεοί. Ολα θα έχουν τον λόγο τους.
[…] Η χθεσινή νύχτα. Με το βάρος σου πάνω μας. Έτοιμος να μας ξαναπλάσεις.
[…] Είχα ξεχάσει τη λατρεία του έρωτα, τα τολμηρά σύνορα, τις κρυφές περιοχές που κρύβονται απ’ τη φθορά και τον χρόνο. Ο κίνδυνος είχε μυριστεί το θεϊκό μου μερίδιο.
[…] Σε λίγο, η τόσο γήινη μορφή σου θα γείρει στα πλευρά μιας βάρκας – χείλη στόμα και σπυριά αθανασίας.
[…] Σήμερα είσαι σκόρπιος σαν τα σκόρπια μήλα στο τραπέζι. Η πιο άνιση απουσία είναι εκείνη της λήθης. Θα χρειαστεί πολλές φορές να βάλω το δάχτυλό μου πάνω σου. Ότι υπήρξα.
[…] Δεν είμαι με τους ευπρεπείς. Να με βλέπεις όπως εγώ.
[…] Τώρα είμαι ρίγος και ακόντιο, ο ένας καταπάνω στον άλλο, τώρα το στόμα είναι στόμα και η πλάτη και οι γοφοί και οι αστράγαλοι. Τώρα το πάντα είναι τώρα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Cornelius Norbertus Gijsbrechts (1657-1683). Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]