Μετάφραση: Αντώνης Κ. Πετρίδης
Η ελεγεία 11α από το τρίτο βιβλίο των Amores του Οβιδίου είναι στην πραγματικότητα το πρώτο μέρος ενός δίπτυχου, που παίζει με το μοτίβο της αποκήρυξης του έρωτα (renuntiatio amoris). Στην ελεγεία 11α, ο ποιητής διατρανώνει γενναία και αποφασιστικά ότι αποκηρύσσει την ερωμένη που τόσο τον ξεφτίλισε. Υπάρχει, όμως, κάτι μη πειστικό, σχεδόν ευσεβοποθικό σε όλο αυτό… Και όντως, στο δεύτερο μέρος του διπτύχου (ελεγεία 11β), η πραγματικότητα επανέρχεται αδήριτη και τον εκδικείται: η απομάκρυνση είναι αδύνατη· ο έρωτας και τα θέλγητρα της ερωμένης είναι απροσμάχητα.
Το θέμα της renuntiatio ήταν σύνηθες τόσο στη ρωμαϊκή ελεγεία όσο και στην ελληνιστική ποίηση που αποτέλεσε το πρότυπό της. Κατ’ ακρίβεια, στην ελεγεία 3.11, πέρα από τις ευδιάκριτες αναφορές σε ανάλογες ελεγείες του Κάτουλλου, του Προπέρτιου και του Τίβουλλου, ο Οβίδιος μιμείται τον ίδιο του τον εαυτό, εφόσον επεξεργάζεται εκ νέου ένα μοτίβο που είχε αναπτύξει ήδη στην ελεγεία 2.9: εκεί, αντί για τη συγκεκριμένη ερωμένη, αποκηρύσσεται αρχικά ο ίδιος ο Έρωτας—μέχρι που στο δεύτερο μέρος ο ποιητής αντιλαμβάνεται ξανά το μάταιο του εγχειρήματος.
****
Πολλά άντεξα. Και για πολύ. Λυγίσαν οι αντοχές μου
απ᾽ τα κουσούρια σου. Έρωτα άθλιε, κάνε πίσω,
απόκαμε η καρδιά μου πια. Λεύτερος είμαι τώρα,
έχω ξεφύγει, μάθε το, απ’ τα σκληρά δεσμά σου.
Κι όσα ντροπή δεν μου ‘φερναν ενώ τα ζούσα τότε 5
τώρα που τα ‘ζησα ντροπή βαριά με πλημμυρίζει.
Τον νίκησα τον έρωτα και τον ποδοπατάω.
Κι ας άργησε, το θάρρος πια έφτασε στην καρδιά μου.
Άντεξε! Κάνε υπομονή! Κάποτε ο πόνος τούτος
χρήσιμος θε να σου φανεί. Πιες το πικρό ποτήρι: 10
όσους τους παίδεψε ο έρωτας συχνά καλό τους κάνει.
Άραγε, αλήθεια, το ‘στερξα, τόσες φορές διωγμένος
από την πόρτα σου, άνθρωπος ελεύθερος, στο χώμα
το σώμα μου να γείρω; Λες να ‘ναι και τ’ άλλο αλήθεια;
Άραγε για τον μορφονιό που ‘χες στην αγκαλιά σου 15
μπρος στο κλειστό εξάπλωσα το σπίτι σου σαν δούλος;
Είδα τον αγαπητικό στην πόρτα να προβάλλει
εξαντλημένος σέρνοντας το ξέπνοο κορμί του,
μετά από μάχη ηρωική… Μα αυτό δεν ήταν κάτι!
Μ’ είδε κι αυτός! Τέτοια ντροπή να πέσει στους εχθρούς μου! 20
Πότε έπαψα στο πλάι σου μ’ υπομονή να στέκω
εγώ φρουρός, εγώ άντρας σου, εγώ και σύντροφός σου;
Σε με, να ξέρεις, το χρωστάς που ο κόσμος σ’ αγαπούσε–
βλέπαν πως ήμασταν μαζί. Η αγάπη η δικιά μου
άλλους πολλούς τους έκανε κι αυτοί να σ’ αγαπήσουν. 25
Τα ψέματα τ᾽ αδιάντροπα της γλώσσας σου της πλάνας
να ξαναλέω; Τους όρκους σου, που πάτησες, θεομπαίχτρα;
Να θυμηθώ τα νεύματα τα σιωπηλά των νέων
μες στα συμπόσια; Ή τα κρυφά μηνύματα που αλλάζαν
με εκείνα τα νοήματα τα προσυμφωνημένα; 30
Μου ‘πανε πως αρρώστησε. Tρελός σίφουνας τρέχω.
Πήγα. Δεν ήταν άρρωστη –για τον αντίζηλό μου!
Τέτοια κι άλλα που δεν θα πω καιρό πολύ υπομένω.
Σκλήρυνα! Άλλον από με ψάξε που να τ’ αντέχει.
Η πρύμνη μου ήδη φόρεσε τα γιορτινά στεφάνια 35
κι ήρεμη ακούει του πέλαγου το κύμα να φουσκώνει.
Σταμάτα πια τις γαλιφιές, λογάκια που ‘χαν πρώτα
πέραση. Εγώ δεν είμαι πια ο ηλίθιος που άλλοτε ήμουν!
***
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Στίχοι 1-2, Λυγίσαν οι αντοχές μου | απ᾽ τα κουσούρια σου: Στο πρωτότυπο, vitiis patientia victa est. Τα vitia μπορεί να ανήκουν είτε στον ποιητή («κουσούρι» θα ήταν ότι μένει προσκολλημένος σε μια γυναίκα που τον εξευτελίζει με τα ψέματα και την απιστία της) είτε στον ίδιο τον έρωτα (που εξαθλιώνει τον εραστή και τον κάνει δούλο της γυναίκας –κατά το μοτίβο του servitium amoris, που απηχείται στους στίχους 12–16). Σε κάθε περίπτωση, το νόημα είναι το ίδιο: ο ποιητής δεν αντέχει άλλο, δεν μπορεί να υπομένει πια τους εξευτελισμούς.
Στίχος 3, λεύτερος είμαι τώρα: Στο πρωτότυπο, adserui iam me. Το ρήμα έχει νομική χροιά αναφερόμενο, π.χ., στην απελευθέρωση των δούλων. Ο δούλος, όμως, δεν μπορεί να «απελευθερώσει τον εαυτό του», παρά μόνο αν δραπετεύσει. Άρα ο ποιητής δεν είναι στην πραγματικότητα απελεύθερος του έρωτα, αλλά φυγάς –και οι φυγάδες δούλοι σπανίως είχαν καλή μοίρα. Επιλέγοντας πονηρά το λεξιλόγιό του, ο ποιητής μάς προετοιμάζει για τη μεταστροφή της ελεγείας 11β. Ανάλογη προετοιμασία-προαναγγελία μεταστροφής συνιστά και η αυτοπροτροπή «Άντεξε! Κάνε υπομονή!» (στ. 9): η απόφαση του ποιητή ουδόλως εδράζεται σε στέρεο ψυχολογικό έδαφος· μέσα του μαίνεται μάχη, την οποία τελικά θα χάσει.
Στίχος 19, μετά από μάχη ηρωική…: Στο πρωτότυπο, emeritus. Η λέξη φέρει στρατιωτικές συνδηλώσεις. «Μάχη», βεβαίως, είναι η ερωτική συνεύρεση με την κοπέλα.
Στίχοι 23-5: Αυτάρεσκα, ο ποιητής θεωρεί πως η συναναστροφή της κοπέλας μαζί του ήταν αυτή που την έκανε θελκτική σε πολλούς άλλους, μπάζοντάς την στους αριστοκρατικούς κύκλους στους οποίους κινούνταν ο ίδιος. Λίγο παρακάτω (στ. 28–30), το ποίημα ανακαλεί ακριβώς την εικόνα του αριστοκρατικού συμποσίου (convivia).
Στίχοι 31–2: Η κυρία παρίστανε την άρρωστη για τον ποιητή. Για τον αντίζηλό του, όμως, ήταν περδίκι!
Στίχος 34, Σκλήρυνα! Στο πρωτότυπο, duravi, δηλαδή: σκλήρυνε η καρδιά μου πια, δεν είμαι πια το εύκολο θύμα σου, «ο ηλίθιος που άλλοτε ήμουν».
Στίχοι 35–6: Ο ποιητής περιγράφει ένα καράβι που έπιασε πια λιμάνι. Ο έρωτας είναι άγριο πέλαγος, γεμάτο καταιγίδες και φουσκωμένα, ορμητικά κύματα. Τώρα που αποκήρυξε την ερωμένη του, μπορεί να απολαύσει πια τη γαλήνη.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Cairns, F. 1979. ‘Self-imitation within a generic framework: Ovid, Amores 2.9 and 3.11 and the renuntiatio amoris’, στο Creative imitation and Latin literature, επιμ. D. West & A. J. Woodman, Cambridge: 121–41.
Damon, C. 1990. ‘Poem division, paired poems, and Amores 2.9 and 3.11’, Transactions of the American Philological Association 120: 269–90.
Perkins, C. 2002. ‘Protest and paradox in Ovid, Amores 3.11’, The Classical World 95: 117–25.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Letizia Battaglia (1935-2022): Σικελία. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]