Τι ’ναι ένα έπος; Μια μεγάλη ποιητική σύνθεση που μέσα της κλείνει μια εξίσου μεγάλη ιστορία: μιας χώρας με τα γλωσσικά της ριζώματα, τις μυθικές της καταβολάδες και τα ιστορικά βλαστάρια και κλώνους (Γενικό άσμα), ενός πολέμου (Ιλιάδα), ενός τόπου μ’ όλες του τις φωνές και τις μικροϊστορίες (Paterson, του John Carlos Williams)· ή μπορεί να ’ναι το έπος των απλών ανθρώπων (ψαράδων στο Omeros του Derek Walcott). Ήδη, από το μέγεθος της σύνθεσης και μόνο, ο μύθος ενυπάρχει στο έπος, με τον τρόπο που ενυπάρχει, από τη σύλληψή τους, στις πυραμίδες, υψωμένες για να κλείνουν το μυστικό του μύθου μέσα τους.
Στο Σύσσημον ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χτίζει τη νεκρική πυραμίδα του φαραωνικού εγώ· πλάθει μια δαιδαλώδη ιστορία της έσω ηπείρου –τον επικό μύθο του (ποιητικού) εαυτού ως δέντρου που βλάστησε από τον σπόρο μιας ποιητικής συντροφιάς, με αφορμή το θάνατο ενός της μέλους. Σε βιαστικούς καιρούς, αυτή η τόση αφοσίωση –που προϋποθέτει πίστη– σε σαστίζει. Το ’βλεπα με δυσπιστία κι από μακριά –το ομολογώ. Τελικά, από παρόρμηση (δεν είναι άμοιρή της η ωραιότητα της τωρινής έκδοσης του Ροδακιού), το έπιασα και το διαβάζω όπως αυτό μου το επιβάλλει, όποτε νιώσω πως θέλω ν’ απλώσω το χέρι μου και να το πιάσω (δεν ξέρω, κιόλας, αν διαβάζεται αλλιώς). Είναι κρύφιο, δε χωρά αμφιβολία. Ακόμα όμως κι αν είναι φορές που μέσ’ από τα πυκνά κλαριά των αναφορών ίσα που φαίνεται η εικόνα, μένει ο απόηχός της στην ομορφιά της φράσης, που ο λόγος της διατρέχει τη γλώσσα: λόγιος, κοινός, δημοτικός, αρχαίος, εκκλησιαστικός, χωρίς να χάνει ποτέ τον εσωτερικό του ρυθμό. Πιάνω κάθε φορά να διαβάσω αποκεί που ’χω σταματήσει, και τυχαίνει η τελευταία φράση, ξέχωρα απ’ ό,τι άλλο, να με κάνει συχνά να σταματήσω το διάβασμα προτού καλά καλά τ’ αρχίσω ξανά, και να σκεφτώ ό,τι μόλις διάβασα («Πέταξα το ψωμί μου στα νερά και μετά από μέρες πάλι το ’βρα», τώρα δα). Μ’ έχει γοητεύσει.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Richard Diebenkorn. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]