Κυριακή
Την Κυριακή ξυπνάει συνήθως αργά. Βλέπετε, είναι πολύ κουρασμένη. Είναι γνωστό πως ποτέ δεν κοιμάται τις νύχτες. Μες στα σκοτάδια ονειρεύεται δέντρα υγρά, πράσινα φύλλα και πουλιά που πετούν στον ορίζοντα. Κυρίως, ονειρεύεται βελούδινες σιωπές, σιωπές φροντισμένες στο κιχ τους –εδώ, οι παύλες της Ντίκινσον αλλά και του Καβάφη της έμαθαν πολλά. Ονειρεύεται τη σιωπή πριν την εφόρμηση, το σπάραγμα, τα αιμάσσοντα δόντια. Νύχια να σκάβουν το δέρμα βαθιά για να φυτέψουν μνήμες με ρίζες γερές, μνήμες καθ’ ύψος, με τρεχαλητά και με άλματα.
Γι’ αυτό κουράζεται. Άλλωστε μεγάλωσε, βάρυνε πια. Το αποφάσισε, δεν θα μαγειρέψει σήμερα κι ας είναι Κυριακή. Θ’ ανοίξει μια κονσέρβα. Με ψαράκι του ανοιχτού πελάγους.
Δευτέρα
Ο χρόνος για μένα δεν έχει σημασία. Δεν έχει αρχή. Δεν θυμάμαι τη μάνα μου. Μόνο λίγο το γάλα της. Μια μυρωδιά ανάμεσα σε κερί που σβήνει, ζυμάρι και νιφάδες χιονιού πίσω από ένα νοτισμένο τζάμι. Όμως με κεράκια, ζυμαράκια και νιφάδες, δεν γίνονται αρχές, δεν φτιάχνονται μανάδες. Ούτε μνήμες με σάρκα και οστά.
Σήμερα είναι Δευτέρα. Ημέρα της σελήνης. Αγαπώ τη νύχτα με φεγγάρι, είναι πιο απλή στη δομή της. Τα άστρα με μπερδεύουν, είναι σαν κινέζικα ιδεογράμματα, αντανακλάσεις μνημών και αισθήσεων ενός παρελθόντος παμπάλαιου –πράγματα ποιητικά που δεν καταλαβαίνω.
Ναι, ο χρόνος είναι κυκλικός και –εν πολλοίς– μάταιος. Γάτα που κυνηγάει την ουρά της παίζοντας –παρεμπιπτόντως μου αρέσουν οι αυτοαναφορές.
Όπως μου αρέσει κι η νύχτα. Να τριγυρίζω μόνη με τ’ αυτιά τεντωμένα στους ήχους του ψύχους που ραγίζει, υψώνοντας το κεφάλι μου στον ολόφωτο ουρανό. Να ουρλιάζω.
Να μη θυμάμαι τίποτα.
Τρίτη
Τα πρωινά της Τρίτης, κάθε Τρίτης, ασχολείται με τα φυτά της. Με το τρυφερό εσωτερικό των λευκών χεριών της τα αγγίζει και νιώθει την υγρασία και τον μικρό τους άνεμο. Τα εκατομμύρια οσφρητικά της κύτταρα ριγούν όταν πλησιάζει να μυρίσει τα ανθάκια τους. Η μύτη της ευωχείται τότε και υγραίνεται, τα, δε, νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου της διαστέλλονται για να χωρέσουν εκείνη την πυκνή στιγμή στο σπίτι στα Μουράγια. Την είχε αγκαλιά (μύριζε πούδρα και οινόπνευμα) και τη χαϊδολογούσε. Μπροστά απ’ το παράθυρο του δεύτερου ορόφου τής έδειχνε τη θάλασσα και της ρυθμολογούσε «ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο». Και αυτή είναι όμορφη πολύ, τρεμίζει από ευτυχία. Κι ας ξέρει πως έχει μια ζωή, και πως απ ‘την αιωνιότητα, θ’ αρκούσε μία μέρα.
Τετάρτη
Τις Τετάρτες συνήθως βαριέμαι. Βαριέμαι όλα τα ενδιάμεσα∙ τη μέση οδό και το μεσαίο δάχτυλο, τον μέσο όρο και το ροζέ κρασί, την αριστοτελική μεσότητα και το στριφτό με φίλτρο. Επινοώ, λοιπόν, τα δικά μου παιχνίδια.
Φτιάχνω τη δική μου βροχή και τον δικό μου αέρα που με συνεπαίρνει. Φτιάχνω τη δική μου φούγκα (θέλω κι εγώ μια φούγκα) μολονότι γουστάρω ασμάτια λαϊκά. Πηγαινοέρχομαι κατά μήκος του μαγνητικού άξονα βορρά-νότου ισορροπώντας βιβλία στο κεφάλι μου. Ολοένα προσθέτω και κάποιο (το τελευταίο ήταν “Ο καρπός της ασθενείας μου”, ενός θλιμμένου νεαρού περιηγητή). Χαϊδεύω πράσινες χρυσόμυγες και σκανάρω κίτρινα φύλλα λεύκας.
Όταν κουράζομαι, κουλουριάζομαι στον καναπέ και αναπολώ το υγρό σκοτάδι της μήτρας της.
Και τότε η ωκυτοκίνη σκεπάζει χιόνι το όρος Φουτζιγιάμα.
Πέμπτη
Τις Πέμπτες καλλωπίζομαι. Καθαρίζομαι και αρωματίζομαι επιμελώς, όπως ο δον Ριγομπέρτο προτού βυθιστεί στην ηβική καμάρα της δόνιας Λουκρέσια.
Έπειτα βιδώνω την μποέμ περσόνα μου στο ιδεώδες σώμα μου και βγαίνω μες τη νύχτα. Ξενυχτώ μεθώντας, γυρεύω την αγάπη μέσα από δρόμους σκοτεινούς και έρημα σοκάκια. Οι αγάπες μου, όπως φαντάζεστε, δεν είναι έμμετρες ούτε ιδεατές. Είναι οι βρώμικες και βίαιες διαθλάσεις (συχνά μυρίζουν αίμα) ενός πρωτόγονου εαυτού. Τότε που ζούσα στα μαύρα δάση και απελπιζόμουν άναρθρα σαν άτακτος παροξυσμένος στίχος.
Έτσι και τώρα. Όταν συμπλέκομαι με άλλη απελπισία γίνομαι δύναμη της φύσης θεμελιακή και προκαλώ τεκτονικές μετατοπίσεις, θραύω προσόψεις και συντρίβω θεμέλια βαθύκτιστα μαστόρων. Γέφυρες και εντευκτήρια δημιουργικής γραφής.
Γίνομαι η βαρύτητα
και εκστασιάζομαι
καθώς παρασυρόμαστε
στα έγκατα του ωκεανού.
Παρασκευή
Την Παρασκευή προετοιμάζομαι. Όχι για την οριστική αποχώρησή μου (είμαι μικρή ακόμα για τα μεγάλα, βαθυκύανα, άλματα και δεν σου κρύβω, mon ami, πως φοβάμαι). Προετοιμάζομαι για μικρές, μικρές, αποσύρσεις που θα μου εξασφαλίσουν κάποια γαλήνη –βλέπεις, δεν μπορώ να ξεχάσω την κουρτίνα που σηκώθηκε, φουσκωμένη με θάνατο, σε συνθήκες απόλυτης άπνοιας. Επιπλέον, το ξέρεις, έχω φυσική ροπή στη μοναχικότητα. Όλα θα έχουν τελειώσει μέχρι τη δύση του ήλιου. Τότε θα χωθώ στη γωνιά μου. Θα περιμένω τη νύχτα. Θα γλείφω μικρές και μεγάλες πληγές και θα ζυμώνω ψωμάκια με μάννα εξ’ ουρανού για τις δύσκολες ώρες. Θα ρυθμίσω την ανάσα μου, τη θερμοδυναμική μου ισορροπία και αφού θανάτω θάνατον πατήσω, θα ξημερωθώ εξαντλημένη μα εν θριάμβω. Και ναι, mon ami, θα αρχίσω να επιστρέφω. Μα θα’μαι αδύναμη πολύ, και λίγο τα encore, λίγο η παραζάλη της ζωής και θα κακοστρατίσω, θα χαθώ, ίσως δεν έρθω απόψε. Συγχώρεσέ με, mon ami.
Μα να με περιμένεις.
Κάθε Παρασκευή προετοιμάζομαι.
Σάββατο
Κάθε ξημέρωμα Σαββάτου μια φυσαλίδα νοσταλγίας σπάει και ευωδιάζει παρελθόν.
“Θα καταπιώ όλα τα Σάββατα του κόσμου κι οι βλεννογόνοι μου της όσφρησης θα είναι ευτυχισμένοι” σκέφτηκε και ρονρόνισε τόσο ηδονικά που ανατρίχιασε κι ο κάτω κόσμος.