frear

Ποιήματα – του Dinçer Güçyeter

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

1983, Γερμανία

κουρασμένη κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας
οι ώμοι της γερτοί σαν κρεμαστή γέφυρα
ανάμεσα σε δυο χαμένες πατρίδες
βγάζει τις κλωστές από τα φασολάκια
μόλις νιώθει την ανάσα μου στο σβέρκο της, μουρμουρίζει

–αυτές οι παλιοκλωστές, σαν πετσί είναι

στη φωνή της μάνας μου πάντα χλιμιντρίζει
ένα παρατημένο πουλάρι

–μαμά, έχεις χρόνο να μου ζωγραφίσεις κάτι;
–φέρε μολύβι και χαρτί

στο κρυφόγελο της μάνας μου πάντα ορθώνεται στα πόδια του
ένα ξεστρατισμένο πουλάρι

–θα ζωγραφίσουμε δυο κύκλους, τις ρόδες
από πάνω μια καμπύλη, αυτή είναι η σκεπή
και το χαζούλικο πουλί του μπαμπά σου, αυτό είναι η εξάτμιση
–και τώρα θα κάνουμε βρουμ βρουμ βρουμ
–ναι, Ντινσέρ, βάλε τη ζώνη σου και μην ξεχάσεις τα τσιπς
–και πού θα πάμε, μαμά;
–μη σκέφτεσαι τον προορισμό· θα πηγαίνουμε μέχρι ν’ αδειάσει το ντεπόζιτο, βρουμ βρουμ βρουμ

Ο θρήνος του τσουτσουνιού

αντίκρισα τον Καθεδρικό της Κολωνίας και φώναξα γειαααααααααά σου Γερμανία
μετά από αυτό το ταξίδι θα είσαι ένας πραγματικός άντρας μου είπε ο θείος μου
διασχίζοντας 5 χώρες, μετά 3 ημέρες & νύχτες μπήκε ο μπαμπάς με το βανάκι στην αυλή
την επόμενη η μάνα μου απολύμανε το σκονισμένο σπίτι
τη 2η έφεραν 2 αγελάδες
την 3η το ρύζι, τα λαχανικά και τα καρπούζια
την 4η μου αγόρασαν το άσπρο κοστούμι και τη χρυσή κορώνα
την 5η σκούπισε & έτριψε η μάνα μου την αυλή
την 6η (το πρωί) έσφαξαν τις αγελάδες και έκοψαν το κρέας
την 6η (το βράδυ) έστησαν στην αυλή το μεγάλο καζάνι στη φωτιά
την 7η υπήρξε στην αυλή ένα όργιο φαγητού
την 8η ήρθαν ο χότζας & ο κτηνίατρος
αν μας δείξεις τώρα το μοτέρ σου,
θα σου αγοράσω το τηλεκατευθυνόμενο αυτοκίνητο, μου είπε ο θείος μου
ευτυχισμένος έδειξα στους τρεις άντρες το πουλί μου
ο θείος με κράτησε σφιχτά, ο χότζας έσκουξε μια προσευχή
ο κτηνίατρος πήρε το λεπίδι από την τσάντα
δεν θέλω το σκατοτηλεκατευθυνόμενο αυτοκίνητο, μούγκρισα σφαδάζοντας
και τσακ είχε φύγει το σκουφάκι!
την 9η έσπασαν τα ράμματα, στο λευκό σεντόνι άνθισαν γαρύφαλλα
την 10η με μπάλωσαν πάλι

μετά από τέσσερις εβδομάδες η επιστροφή, εγώ ως πραγματικός άντρας, με ένα στραβό πουλί
ο ορθοπεδικός στη Γερμανία πραγματοποίησε μια ακόμα συντήρηση

κάπου κάπου ρωτάω το πουλί μου, αν αισθάνεται ακόμα κάποιο τραύμα
όλα καλά, Ντινσέρ, απαντά, ήταν σημαντικό
το αγόρι να γίνει ένας πραγματικός άντρας
μόνο, που αν κάποτε τεθεί το θέμα μιας πλαστικής
πρέπει να μιλήσουμε οπωσδήποτε για μπότοξ
μετά θα στρώνουν όλα στην εντέλεια

Οι μίνι καλόγεροι

Γιλμαααααάζ! Πήγαινε το παιδί στον κουρέα, αύριο είναι Σεκρέτ Μπαϊράμ*
διέταξε η Κλεοπάτρα του σπιτιού
και ήδη καθόμουν με τον μπαμπά και άλλους μπαμπάδες & γιους
σέ ένα κουρείο στην περίκλειστη από βουνά επαρχία της Ανατολίας
θέλω τα μαλλιά μου όπως του Τζάκι Τσαν λέω του θείου κουρέα
η στάχτη στο τσιγάρο του κρέμεται ένα δάχτυλο
μάλιστα, εύκολο, θα το καταφέρουμε λέει και τα πνευμόνια του βράζουν
παίρνει τη χειροκίνητη μηχανή
φέρνει βόλτα 3 λεπτά πάνω κάτω το κρανίο μου
μα ο Τζάκι Τσαν δεν είναι έτσι
τα δάκρυα στα μάγουλα μου ποτάμια
μικρέ, οι αληθινοί άντρες δεν κλαίνε. αυτό είναι μοντέλο ΄89
ο Τζάκι είναι ένα παλιομοδίτικο γερμανόσκυλο
ο μπαμπάς μου παραγγέλνει για να με παρηγορήσει μια ανοιχτόχρωμη κόκα κόλα
συζητά μισή ώρα με τους άλλους μπαμπάδες για τον θεό και τα ουράνια
μαζί τραβούν τον κόσμο από το βόρβορο, σηκώνονται
και πηγαίνουν τους μίνι καλογέρους τους στις μαμάδες τους

[*Σ.τ.Μ: Σεκρέτ Μπαϊράμ. Μουσουλμανική εορτή που γίνεται μετά το τέλος του μήνα Ραμαντάν, του ισλαμικού ιερού μήνα της νηστείας. Πρόκειται για μια χαρούμενη εορτή κατά την οποία, κυρίως στα παιδιά, χαρίζονται γλυκά εξ ου και το όνομα.]

Γαριδάκι

στην ταράτσα μας ανάμεσα σε 20 άλλες ταράτσες
βράζει το νερό στην τσίγκινη κανάτα πάνω στο πετρογκάζ
η Κλεοπάτρα του σπιτιού φέρνει τη σκάφη από την αποθήκη με το στάρι
συγκερνά το βραστό με το πηγαδίσιο νερό
με γδύνει και βάζει στη σκάφη τα άτακτα πόδια μου
στις άλλες ταράτσες περνούν οι γυναίκες με μια σακοράφα
στην κλωστή τις ξυσμένες μελιτζάνες
τα χέρια μου σταυρωτά στο γαριδάκι
για δείτε, το γερμανάκι λούζεται με μέλι και γάλα
χαχανίζει μια, ύστερα όλες μαζί, ύστερα όλος ο κόσμος
το βράδυ κρέμονται οι περαστές μελιτζάνες
και η ντροπή μου για στέγνωμα στα κάγκελα
πιασμένες με μανταλάκια

Ο Dinçer Güçyeter (1979) μεγάλωσε ως γιος ενός ιδιοκτήτη παμπ και μιας υπαλλήλου στο Νέττεταλ της Γερμανίας. Οι γονείς του υπήρξαν Τούρκοι μετανάστες. Αποφοίτησε από το νυκτερινό επαγγελματικό λύκειο και μαθήτευσε ως εργαλοποιός. Κατά διαστήματα εργάστηκε επίσης ως εστιάτορας. Το 2012 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο ELIF. Η ποιητική συλλογή Πρίγκιπά μου, εγώ είμαι το γκέτο (2021) –από την οποία προέρχονται και τα παραπάνω ποιήματα– απέσπασε το βραβείο Χούχελ για το έτος 2022. Ζει και εργάζεται στο Νέττεταλ (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Τoni Schneiders. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη