frear

Για το βιβλίο του Γιώργου Κεντρωτή «Ποδήλατα και ποδηλάτες» – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Γιώργος Κεντρωτής, Ποδήλατα και Ποδηλάτες. Περί μεταφράσεως ο λόγος, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2021.

Ο Γιώργος Κεντρωτής καταθέτει στον τόμο Ποδήλατα και Ποδηλάτες τις απόψεις του για τη μετάφραση. Χωρίζει σε τρία Μέρη το υλικό του Ι. Μίμηση, Επανάληψη, πειθώ. ΙΙ. Και στα Σούσα το φεγγάρι είναι κόκκινο. ΙΙΙ. Nec ut interpres, sed ut orator. Τον τίτλο του βιβλίου του εμπνέεται από τον στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου, η Ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Ας πούμε λοιπόν πως ποδηλάτης είναι ο μεταφραστής και ποδήλατο η μετάφραση.

Το πρώτο Μέρος είναι καθαρά θεωρητικό με πάμπολλες αναφορές στις αρχαίες πηγές –Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Κικέρωνα– κατά βάση, διακριτικά σε Σωσύρ και Στάινερ, για «π ρ ο σ ω π ι κ ή  θ ε ώ ρ η σ η της μεταφραστικής διαδικασίας» στους Ρομάν Γιάκομπσον, Ρολάν Μπαρτ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Άρη Αλεξάνδρου και αφετηρία τον Γιάσπερς.

Όπως μας λέει σχεδόν προκαταβολικά, «ακόμα και οι γλώσσες με συγγενικό χαρακτήρα περικλείουν μέσα τους έναν α μ ε τ ά φ ρ α σ τ ο  κ ό σ μ ο», όμως αφού «συνανήκουν» σε κάτι κοινό είναι όλες τους «μεταφραστές». Παρ’ όλα αυτά βρίθουν στοιχείων, τα οποία παρουσιάζουν «πολλαπλή μεταφραστότητα», σε ένα μεταβαλλόμενο γλωσσικό πλαίσιο. Ο λόγος μακρύς και πολύπλοκος, οπότε κρατούμε το ότι η «Μετάφραση γενικώς είναι διαδικασία κινήσεως, ειδικώς η μετάφραση της λογοτεχνίας είναι επιτέλεσμα ρητορικό». «Η μετάφραση στοιχείται στην ποιητική τέχνη». Οι παραπομπές του στους κλασικούς συγγραφείς είναι συχνές, στον πλατωνικό Κρατύλο, Φαίδωνα, Γοργία, στη «θεαιτήτια διαφορότητα… που κραταιώνει τη δόξα». Ο Καντ και ο Βιντγκενστάιν θεωρούν τη μετάφραση «γλωσσοπαίγνιο».

Η θεωρία εκτείνεται από τις σελίδες 210-271, ενώ στο πρακτικό μέρος, που ακολουθεί –σελίδες 273-622– υπάρχει και πάλι θεωρία. Αλλά σ’ αυτό το μέρος τη θεωρία την αντλεί από τους ποιητές μας: Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Παπατσώνη, Πατρίκιο και Τερζάκη όπως αυτή προκύπτει από κείμενα, σημειώματα, συνεντεύξεις και άλλα «εννοούμενα και υπονοούμενα», αλλά και τα «Επιγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς τον Μέγα Βασίλειο» και δύο δημοτικά τραγούδια που μετέφρασε ο Γκαίτε, όλα και πάρα πολλά ακόμη αξιοποιούνται θεωρητικώς. Το τρίτο μέρος του βιβλίου –σελ. 623-650– περιλαμβάνει το κείμενο του Κικέρωνα, De optimo genere oratorum, το οποίο παρατίθεται στα λατινικά και σε μετάφραση δική του πάνω στις αρχές τις δικές του, του Ελύτη και του Παπατσώνη.

Το βάρος πέφτει στους πρακτικούς της μετάφρασης, λέει ο Κεντρωτής και εισβάλλει στα εργαστήρια των ποιητών/μεταφραστών, διότι ο μεταφραστής παίζει ως ηθοποιός στα έργα των άλλων. Και επειδή γενικώς ρωτάμε τι απομένει στη μετάφραση από την ποίηση κάποιου άλλου, μέσα στην ποίηση θα αναζητήσει τις απαντήσεις και γι’ αυτόν τον σκοπό επιλέγει κυρίως ποιητικά έργα και ειδικώς του Ρίτσου.

Στο πρώτο μεγάλο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Η φαύλη τέχνη της μετάφρασης», ο χαρακτηρισμός «φαύλη» οφείλεται στον πλατωνικό Γοργία, επειδή η μετάφραση είναι «μικρή», «ασθενής» και «κατώτερη», αδρομερώς, εφόσον είναι μια μικρή ετερόφωτη γλώσσα που παίρνει φως από το πρωτότυπο. Ο μεταφραστής είναι κατά κάποιον τρόπο κάπως σαν τον ρήτορα, με άλλα λόγια: πρέπει να βρίσκει, να ξέρει, να ταξινομεί, να θυμάται και να υποκρίνεται σαν ηθοποιός. Να γνωρίζει τι θα ξαναγράψει –τι θα μεταφέρει σε άλλη γλώσσα– εφόσον φράζει μετά και αλλιώς. Ο Κεντρωτής θα παραθέσει όλες τις ερμηνείες του «φράζω» και πολλά παραδείγματα. Οδηγία:

δεν μεταφράζουμε ποτέ κατά λέξη

Ωστόσο, στα Ελληνικά μπορείς να «φράζεις» ακόμα και με το χέρι, μας λέει, και παραθέτει παράδειγμα από τον Αισχύλο: η «κάρβανος φωνή», ισοδυναμεί με την «κάρβανο χείρα».

Μια περιήγηση στα νεανικά χρόνια την εποχή του «Αθήνησι» ή του «αρτικολεξικολαγνικώ ήθει» ΕΚΠΑ, θα του δώσει την αφορμή να αναφέρει το μεταφραστικό «πρόβλημα» της λέξης «μπουάτ» που για τους Έλληνες σημαίνει τους μικρούς τραγουδιστικούς χώρους στην Πλάκα, όπου τραγουδούσαν οι καλλιτέχνες του νέου κύματος, ενώ στη Γαλλία η λέξη boîte χρειάζεται και το de nuit από κοντά για να αποδώσει το ίδιο νόημα. Στη συνέχεια ο εμπειρίκειος στίχος «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου/ μέσα της όλοι μεγαλώνουμε» γεννά δύο ερωτήματα: η γενική «ποδηλάτου» –για ποδηλάτη ή για ποδήλατο πρόκειται; Η αντωνυμία «της» στην «ανάπτυξι» ή στην «ποίησι» αναφέρεται; Ερωτήματα που μάλλον ποτέ δεν είχαμε σκεφθεί και που η απάντηση είναι σαν την παρτιτούρα μιας μελωδίας. Η παρτιτούρα είναι το πρωτότυπο και το μετάφρασμα είναι η εκτέλεσή της. Κάθε ερμηνευτής και η δική του («Όταν ο Rubinstein μας παίζει τη Sonata Appassionata του Beethoven, δεν μας δίνει μόνο τον Beethoven αλλά και τον εαυτό του», Ο. Wilde, Ο Κριτικός ως δημιουργός, στιγμή 1984, σελ. 74), κάθε εκτελεστής έχει τη δική του προσωπικότητα ή, με τα λόγια του Αριστοτέλη που θα τα βρούμε πιο κάτω, «Το εν και ον πολλαχώς μεταφράζεται». Εν τω μεταξύ, προχωρώντας σε μια υποθετική μετάφραση του εμπειρίκειου στίχου στα γερμανικά, μας εκθέτει τις ποικίλες δυσκολίες.

Το ίδιο ποιεί και ο Άρης Αλεξάνδρου, μεταφράζοντας το «Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν» (καβαφικός φαντάζει). Ο μεταφραστής πρέπει να φανεί ως άλλος.

«Μα μεταφράζεται η Ποίηση;» «Ναι, η ποίηση μεταφράζεται» και «μέσω του μεταφραστού της ποίησης, το μετάφρασμα έγινε πρωτότυπο ή το πρωτότυπο βρίσκει νέα γλωσσική … πατρίδα». «Ο μεταφραστής ποιημάτων επαναλαμβάνει στη μητρική του γλώσσα στίχους που έχουν αρθρωθεί ποιητικώς σε άλλη», «Ο μεταφραστής της ποίησης είναι ποιητής ο ίδιος».

Στην ενότητα «Η Μετάφραση ως ρητορικό επιτέλεσμα», παραθέτει τα τρία στοιχεία του λόγου: ο ομιλητής, το θέμα, ο ακροατής∙ το ήθος, η τάξις, η λέξις και ο λόγος. Τα παραδείγματα: Γκέορκ Μπύχνερ, Μαρσέλ Προυστ, Άρης Αλεξάνδρου. Εκτενώς, ο συγγραφέας θα μας δώσει παράδειγμα της τάξεως από το βιβλίο του Φλωμπέρ Μπουβάρ και Πεκυσέ, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος παρέθεσε «με εξαιρετική φιλοπονία και απαράμιλλη μαεστρία … τα τεχνικά μέσα παραγωγής πειθούς». Το μετάφρασμα «πηγαίνει διατεταγμένο … εναρμονισμένο σαν τους δύο ήρωες… καθώς ο μεταφραστής παρακολουθεί τη μπαγκέτα του γαλλικού πρωτοτύπου και εκτελεί τις εντολές της στα ελληνικά … με τρόπο ελληνικό». Το κεφάλαιο και εκτενές και απολαυστικό είναι και γλωσσοκειμενικά άρτια τεκμηριωμένο. Τελειώνει με το πρώτο μέρος της πρώτης πράξης από τον Φάουστ σε μετάφραση Κωνσταντίνου Χατζόπουλου -«Αχ σπούδασα φιλοσοφία/ και νομική και γιατρική/ κι αλί μου και θεολογία∙/ με κόπο και μ’ επιμονή./ Και να ’μαι δω με τόσα φώτα /εγώ ο μωρός, όσο και πρώτα». Και ένα ποίημα του Μπωντλαίρ, σε μετάφραση Γιώργη Σημηριώτη, Correspondences / Αντιμιλήματα:

«Les parfums, les couleurs et les sons se répondent= χρώματα κ’ ήχοι κ’ ευωδιές αντάμα τους μιλούνε».

Αναζητώντας τις «πλατωνικές ρίζες της μετάφρασης» θα βρει «λαβές… για αναδρομικό στοχασμό», επικαλούμενος τον πλατωνικό Φαίδρο –πρωτότυπο και μετάφραση. Στον Θεόδωρο Παπαγγελή και τις «ζευγαρωτές ρίμες …στους ελληνικούς στίχους του Οβιδίου» αισθάνεται τον «περίλεπτο μεταφραστικό στοχασμό». Από τη μετάφραση του Δημήτρη Μαυρίκιου παραθέτει τερτσίνες του 32ου άσματος της Κόλασης του Δάντη.

Ας μην αφήσουμε να πάρει το ποτάμι της αφήγησης του Κεντρωτή τη ρήση του Σωκράτη στον Θεαίτητο, «να φθεγγόμεθα κατά φύσιν… που σημαίνει να μιλάμε σύμφωνα με τη φυσική πραγματικότητα, και να λέμε γιγνόμενα και ποιούμενα και απολλύμενα και αλλοιούμενα».

Η γοητεία των παραθεμάτων αλλά και η εφευρετικότητα του μελετητή να δώσει τη σημασία του ενός με το παράδειγμα του «άλλου» οδηγεί σε άλλα πεδία τέχνης. Πχ. στα γκολ: «σαν του Μέσι… ούτε του Ρονάλντο». Σαν τον Μπιθικώτση «δεν μπορεί να τραγουδήσει κανείς… ούτε ο Καζαντζίδης»… Εδώ, θα λέγαμε περί ορέξεως –de gustibus et coloribus non est disputandum– oπότε και η «αντικειμενικότητα» της μετάφρασης είναι υποκειμενική. Στη συνέχεια θα μας δώσει στίχους επωνύμων ποιητών και πεζογράφων για να αποδείξει την πολυπλοκότητα του πράγματος.

Φυσικά «Και στα Σούσα το φεγγάρι είναι κόκκινο», μας λέει, και κάνει ένα φλας μπακ στο 472 π.Χ. στους Πέρσες του Αισχύλου, το πρώτο ιστορικό έργο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τόσο πολλά και τόσο ενδιαφέροντα που δεν μπορούν εδώ να αναφερθούν ούτε συνοπτικά. Θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς να θεωρηθεί υπερβολή, ότι η ενότητα αναπτύσσεται σαν διδακτορική διατριβή, όπως και όλες οι άλλες, βεβαίως. Ακολουθούν οι ενότητες με τα υπερρεαλιστικά έργα του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Ρίτσου, του Τερζάκη την τραγωδία, του Γκαίτε τα δημοτικά τραγούδια, του Βιτόριο ντε Σίκα τα κινηματογραφικά έργα και του Ντ. Χ. Λώρενς την κινηματογραφική εκδοχή. Αλήθεια, πώς γράφεται «στο χαρτί» αυτό που γράφεται «στην οθόνη;». Πώς το μυθιστόρημα γράφεται ως όπερα; Το όνειρο του Σκιπίωνα πώς γίνεται μονόπρακτη σερενάτα του Μότσαρτ; Η «εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος». Η διακειμενικότητα βασιλεύει. Η μεταφορά από τον λόγο σε άλλο είδος Τέχνης δίνει τραγούδι, αν πρόκειται για μουσική, και χορεύει, αν πρόκειται για μπαλέτο, γιατί όλες οι τέχνες ομιλούν, γλωσσεύουν. Και η «εκδρομή» θα ολοκληρωθεί με Λόρκα και Χατζηδάκι και, όπως έχει προαναγγελθεί, με Μάρκο Τύλλιο Κικέρωνα στο πρωτότυπο και στη μετάφρασή του. Άπειρες σημειώσεις και Βιβλιογραφία.

Επιλέγουμε για Επίλογο αυθαιρέτως:

Νόμιμη γλώσσα για μας είναι η γλώσσα η ελληνική… Το άριστο είδος λόγου είναι το αττικόν… μιλώ καλά σημαίνει μιλώ όπως στην Αττική ή όπως ο Γιώργος Κεντρωτής μιλά για τη μετάφραση με τα πρωτότυπα κείμενα και τα μεταφρασμένα, έχοντας στα θυλάκιά του φιλοσοφία, ρητορική, ποίηση, πεζογραφία –ξένη και ελληνική–, ποδόσφαιρο, μουσική, μπαλέτο, θέατρο και κινηματογράφο∙ όλα ομιλούν και γλωσσεύουν στο μυαλό του. Και μας προσφέρονται με μια άνεση, που έχοντας καθυποτάξει, χωνέψει και αφομοιώσει την επιστημονική γλώσσα, μας μιλάει σαν φίλος, σε ένα περιβάλλον πλατωνικών συνόντων.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Cornelius Gijsbrechts. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη