frear

Από μια νοητή γραμμή σ’ ένα τεντωμένο σκοινί – γράφει η Αυγή Λίλλη

Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, Γραμμή ανάμεσά μας, Το Ροδακιό, Αθήνα 2020.

Με την πρώτη της ατομική [1] έκδοση Γραμμή ανάμεσά μας (Το Ροδακιό, 2020) η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ μάς προσφέρει είκοσι ένα διηγήματα τα οποία θεματικά τοποθετούνται στον μικρόκοσμο της Κύπρου αλλά και στον μακρόκοσμο έξω από αυτήν –ο οποίος μεταξύ άλλων περικλείει τη μητρόπολη της Αθήνας, την ελληνική επαρχία, τη Γερμανία της διασποράς– όπου τα σύμβολα και οι ημερομηνίες που πλέκουν το συλλογικό πολύπλοκο τραύμα της νήσου απελευθερώνονται και απελευθερώνουν. Οι δύο αυτοί πόλοι, μέσα στους οποίους κινούνται οι ήρωες της Τζιαούρη, δεν υπερσκιάζουν ο ένας τον άλλον, αλλά χωρίζονται και ταυτόχρονα συνέχονται από μια νοητή αλλά και υπαρκτή γραμμή. Ωστόσο, η συγγραφέας διατηρεί επιτυχώς τη ζητούμενη ισορροπία ανάμεσα στο καθολικό τραύμα/βίωμα και το τοπικό της κυπριακής συνθήκης του επανερχόμενου και (συχνά αγνώστου) άλλου.

Πρόκειται για μια γραμμή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο έξω και το μέσα, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν μας, ανάμεσα στον εαυτό μας του πριν και του μετά. «Ἐκείνη τὴ μέρα ξεσπιτωθήκαμε. Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα δὲν ξαναεῖδα τὸν Ἄκη. Ἐδῶ καὶ σαράντα πέντε χρόνια ἀγνοῶ ποῦ βρίσκεται ὁ ἄντρας μου. Καὶ φοϐᾶμαι πάντα τὰ φίδια» [2] θα ομολογήσει με πίκρα η αφηγήτρια του διηγήματος «Το ξεσπίτωμα», ενώ κάθε πρώτη εμπειρία στην «άλλη πλευρά» των μετά του 1974 ελευθέρων περιοχών, που όμως κρατούν τους πρόσφυγες μακριά από τα σπίτια τους, χαράζεται για πάντα στη μνήμη και στο σώμα:

«Ὁ πρῶτος χειμώνας τῆς νέας μας ζωῆς στὴ Λεμεσὸ ἦταν ὑγρὸς καὶ πολὺ κρύος. Θέρμανση δὲν εἴχαμε, ὁ Γιάννης ἦταν ἀκόμη ἄνεργος κι ἐγὼ βρῆκα εὐτυχῶς τὰ πρωινὰ δουλειὰ σὰν ράφτρα σὲ μιὰ μικρὴ βιοτεχνία ἐνδυμάτων στὴ γειτονιά. Μὲ τὸν πρῶτο μισθὸ ἀγοράσαμε ἕνα καλοριφὲρ καὶ τὸ βάλαμε στὴν κουζίνα. Ἀπὸ τότε ὅλοι ἐκεῖ τὴ βγάζαμε γιὰ νὰ ζεσταινόμαστε: τὰ παιδιὰ διάϐαζαν στὴν κουζίνα, ὁ Γιάννης μετέφερε τὴν πολυθρόνα κοντὰ στὸ καλοριφὲρ μαζὶ μὲ τὴν κατάθλιψη καὶ τὰ τσιγάρα του. Κι ἐγὼ κάθε φορὰ ποὺ ἤθελα ν’ ἀνοίξω τὸ κασετοφωνάκι μου ν’ ἀκούσω εἰδήσεις ἢ μουσικὴ ἐρχόταν ἕνα: «μαμά, ὄχι τώρα, διαϐάζουμε» ἢ «κλεῖσ’ το, ρέ Μαρία, μὲ τὶς κωλοειδήσεις τους». [3]

Ως επιγραφή του βιβλίου διαβάζουμε «Ζοῦμε σὲ ἀφετηρίες καὶ τερματισμούς. / Ζοῦμε στὸ ἀνάμεσά τους», ως να είναι τελικά αυτό το «ανάμεσα» όχι ένας ομόκεντρος κύκλος μέσα σε άλλους, ένα άγραφο πεδίο tabula rasa, αλλά μια γραμμή, ένα τεντωμένο σκοινί στο οποίο καλούμαστε να ισορροπήσουμε από τη γέννησή μας μέχρι το τέρμα:

«Τὸ στρωμένο χιόνι ἄρχισε νὰ κοκκινίζει πιὸ πολύ. Ἔπρεπε νὰ καλέσω ἀσθενοφόρο, κάποιον τέλος πάντων. Ἐκεῖνος μοῦ κρατοῦσε τὸ χέρι ἀκόμη πιὸ σφιχτά, δὲν μποροῦσα νὰ κάνω βῆμα. Κρύος ἱδρώτας κυλοῦσε σ’ ὅλο μου τὸ σῶμα. Ἔνιωθα τὰ γόνατά μου νὰ βουλιάζουν στὸ χιονισμένο κατώφλι, νὰ γίνομαι ὁλόκληρος σκληρὴ πέτρα. Τριγύρω μας τὸ χιόνι ἔπεφτε γαλήνια καὶ οἱ νιφάδες σκέπασαν τὸ παγωμένο σῶμα τοῦ κύριου Γκέρχαρντ. Ξαφνικὰ τὰ δάχτυλά μου ἀπελευθερώθηκαν. «Πάω νὰ φέρω βοήθεια τώρα», φώναξα δυνατά, καὶ τὰ μάτια τοῦ κύριου Γκέρχαρντ, ἀνοιχτά, κοιτοῦσαν ψηλὰ τὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε, ἀλλὰ δὲν τὸ κοιτοῦσαν.» [4]

Με αφορμή το παρακάτω αυτούσιο κείμενο «Κόμπος στο λαιμό», αξίζει να σημειωθεί πως, με περαιτέρω καλλιέργεια της αφαιρετικότητας στο πλαίσιο μιας ποιητικής πεζολογίας, η συγγραφέας θα μπορούσε να πειραματιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο και με το είδος του πεζού ποιήματος, αφού αυτό που φαίνεται να αγαπά περισσότερο η Τζιαούρη είναι όχι μόνο να λέει, αλλά και να τραγουδά ιστορίες, οι οποίες μεταφέρουν κάθε αναγνώστη στη σφαίρα της νοσταλγίας:

Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν καρκίνο ἔκλεισε τὰ μάτια
Ἔϐαλε πλυντήριο
ξανὰ καὶ ξανὰ
Κρέμασε τὴν μπουγάδα στὴ λιακάδα
Ὅλα τὰ χρώματα μαζί· καθαρά.
Μαγείρεψε, ἔραψε τὰ κουμπιά,
πότισε τὶς γλάστρες
Ἀγόρασε ἀπὸ τὸ ζαχαροπλαστεῖο μιὰ πάστα σοκολάτα
Κάθε κουταλιὰ κι ἕνα δάκρυ
Τὰ δάκρυά της ἦταν ἁλμυρά. Κάθισε στὸ σαλόνι
Ἄγγιξε τὴν πληγή της στὸ λαιμό, τῆς φάνηκε μικρὴ
Στὸ ραδιόφωνο ἀκουγόταν τὸ δεύτερο βὰλς τοῦ Σοστακόϐιτς. [5]

Αυτή η ρυθμιστική για τη ζωή μας γραμμή είναι άλλοτε το όριο ανάμεσα σε εμάς και το αντικείμενο του πόθου μας, το άφταστο, όπως στο διήγημα «Παράλληλοι κόσμοι», όπου ο αληθινός έρωτας δεν καταφέρνει ποτέ να ενώσει τα σώματα παρά μόνο τη επιθυμία, τη σκέψη και ένα ατάιστο συναίσθημα που μένει πάντοτε σε εκκρεμότητα, στη σφαίρα του γλυκόπικρου ανεκπλήρωτου μιας ζωής που δεν είναι ποτέ αρκετή για όσα θέλουμε να κάνουμε και να γίνουμε:

19.00. Μπαίνει στὸ σπίτι. Ἔξω βρέχει καταρρακτωδῶς. Ὁ γιός του φωνάζει. Ἡ γυναίκα του σιωπᾶ. Αὐτὸς ἀφήνει τὸ σακίδιό του στὸ γραφεῖο. Ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ μικροῦ. Μπαίνει μέσα καὶ ὁ γιὸς χτυπάει τὶς παλάμες του στὸ πάτωμα. Κάθεται δίπλα του καὶ ἀρχίζει νὰ κάνει κι αὐτὸς τὸ ἴδιο. Ὁ μικρὸς τὸν κοιτάει καὶ χαμογελάει. Γέρνει τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο τοῦ πατέρα του. Δυὸ ἄνθρωποι μαζί. Δυὸ ἄνθρωποι μόνοι ποὺ ἀγαπιοῦνται ἰσόϐια.

19.00. Κλειδώνει τὸ ποδήλατό της ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ἄρχισε νὰ χιονίζει πάλι. Ἀνεϐαίνει τὶς σκάλες μέχρι τὸν τέταρτο. Ξεκλειδώνει τὴν ἐξώπορτα καὶ παίρνει ἀπὸ τὸ πάτωμα τὰ γράμματά της. Λογαριασμοί, γράμμα ἀπὸ τὴ μητέρα της κι ἕνα γράμμα ἀπὸ κεῖνον. Τὸ ἀνοίγει μ’ ἕνα μειδίαμα στὰ χείλη: «Ἀγαπημένη μου Ἄννε. Εὔχομαι νὰ εἶσαι καλά. Ὁ γιός μου κάθε μέρα χειροτερεύει. Οἱ γιατροὶ μᾶς τὸ εἶπαν. Δὲν ξέρω πῶς μπορῶ πιὰ νὰ τὸν βοηθήσω. Δὲν περνάει μέρα χωρὶς νὰ σὲ σκέφτομαι. Μοῦ λείπεις ἀφόρητα. Περιμένω τὰ νέα σου. Σὲ φιλῶ. Νίκος.»

Η συλλογή διηγημάτων Γραμμή ανάμεσά μας αφήνει αβίαστα υποσχέσεις για τη συνέχειά της. Αν υπάρχουν εντούτοις ορισμένες παρατηρήσεις επί της Γραμμής, αυτές θα ήταν περισσότερη υπαινικτικότητα επί της πλοκής και του μύθου και αφηγητές λιγότερο περιγραφικούς, οι οποίοι ορισμένες φορές οδηγούν σε μια βεβιασμένη ολοκλήρωση του μύθου, όπως στο κατά τα άλλα πυκνό και τρυφερό «Οι λεμονιές της Αντρικκούς». Διαχρονικά αυτή η τρόπον τινά ολοκλήρωση της πλοκής αποδεικνύεται στοιχείο της αφήγησης όχι απαραίτητο· εξάλλου, όπως υπονοεί και το καλαίσθητο και πολυεπίπεδο στην ερμηνεία εξώφυλλο του βιβλίου, ποιος μύθος και ποια πλοκή σταματά σε μία μόνο γραμμή;

Σημειώσεις

1. H Χίλμερ είχε στο παρελθόν τη γενική επιμέλεια των εκδόσεων The story of a moment/ Η ιστορία μιας στιγμής (Wunderart Productions, Λεμεσός 2017) και Λαίμαργα (@κτίς, Λεμεσός 2019).

2. Μ. Τζιαούρη-Χίλμερ, «Το ξεσπίτωμα»: Γραμμή ανάμεσά μας, Αθήνα, Το Ροδακιό, 2020, 21.

3. «Το κασετοφωνάκι»: ό.π., 12.

4. «Στο χιόνι»: ό.π., 32.

5. «Κόμπος στο λαιμό»: ό.π., 26.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Lucio Fontana. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη