Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης
«Τελικά, όσο πιο μεγάλη, όσο πιο ολοκληρωτική κι ολότελα υπεύθυνη θα είναι η ενοχή που θα νιώθω εξαιτίας σας, τόσο μεγαλύτερη θα είναι κι η ελευθερία μου, τόσο πιο τέλεια η μοναξιά μου και της ζωής μου η συνοχή.» [1] Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος εμφανίζεται στο Ημερολόγιο ενός κλέφτη, την αφήγηση των χρόνων που έζησε ως αλήτης στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, συμπυκνώνει το σχέδιο της αυτοδημιουργίας που συνιστά το αποκλειστικό θέμα των έργων του Ζαν Ζενέ.
Το βιβλίο είναι γνωστό για τη σκληρή περιγραφή της ζωής του συγγραφέα ως κλέφτη και αρσενικής πόρνης κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Ο Ζενέ δεν αποσιωπά τη στοιχειώδη ανάγκη που τον εξώθησε στις εν λόγω πράξεις – «πως έπρεπε να φά[ει]» [2]. Για εκείνον, ωστόσο, το κίνητρό τους υπήρξε κάτι πολύ μεγαλύτερο από την ανάγκη της επιβίωσης. Ο Ζενέ ήταν κυριευμένος από την ιδέα του κακού, προπάντων του κακού προς το οποίο πίστευε πως είχε έμφυτη ροπή ο ίδιος. Η εγκληματικότητα και η σεξουαλικότητα, και συγκεκριμένα η δική του σεξουαλικότητα ως ομοφυλόφιλου άνδρα, υπήρξαν αδιαχώριστες: «εμένα η καύλα μου ήταν το έγκλημα» [3]. Ο Ζενέ πίστευε πως με το να αποδέχεται τη δική του κακία θα μπορούσε να γίνει αυθεντικός άνθρωπος.
Όταν εκδόθηκε το 1949, το Ημερολόγιο ενός κλέφτη ανήκε σε ένα αναγνωρίσιμο είδος. Ο Τροπικός του Καρκίνου [4] του Χένρι Μίλερ (1934) ήταν ένας παιάνας της αλητείας υπό τη μορφή ημιαυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Οι Άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου [5] του Τζορτζ Όργουελ αποτελούν τις ελαφρώς μυθιστορηματοποιημένες αναμνήσεις του από τον καιρό που υπήρξε λαντζέρης και άστεγος. Και τα δύο αυτά βιβλία θεωρήθηκε πως ασκούσαν κριτική στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα και διαπνέονταν απ’ το σιωπηρό όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας που θα ήταν λιγότερο κατασταλτική στον τρόπο που μεταχειρίζεται όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Το μήνυμα του Ζενέ ήταν κάπως διαφορετικό. Εκείνος απέρριπτε κάθε προσπάθεια βελτίωσης ή προόδου. Αποδεχόταν και θαύμαζε τη βάναυση αυστηρότητα του σωφρονιστικού συστήματος επειδή σκληραγωγεί την εγκληματική φύση των κρατουμένων, ιδίως των παιδιών.
Στο Παιδί εγκληματία, το οποίο αρχικά προοριζόταν να αποτελέσει μέρος μιας ραδιοφωνικής ομιλίας που παραγγέλθηκε το 1949 κατά τη διάρκεια ενός εθνικού διαλόγου για την αναμόρφωση του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος αλλά δεν μεταδόθηκε ποτέ, γράφει για τα παιδιά που φυλακίζονται στο σύστημα: «Όσο για την κοινωνία, δεν επιθυμώ να εφεύρω, προς όφελός της, κάποιον νέο μηχανισμό για να προστατευτεί» [6]. Κάθε τέτοιο σύστημα «αναμόρφωσης» [7] θα τους στερούσε «τη βία, τη δύναμη και τον ανδρισμό τους» [8]. Οι βίαια κατασταλτικές σωφρονιστικές μέθοδοι ανέπτυξαν και τελειοποίησαν την εγκληματική νοοτροπία, την οποία εκείνος εξυμνούσε εξαιτίας της αντίστασής της απέναντι στις αστικές αξίες. Κάθε απόπειρα αναμόρφωσης και επανένταξης των φυλακισμένων στην κοινωνία παρήγαγε ανθρωπάκια και κομφορμιστές.
Ο Ζενέ θυμόταν με τρυφερότητα τα τρία χρόνια που πέρασε στο αναμορφωτήριο του Μετρέ:
τους καβγάδες, ενίοτε και θανάσιμους, τους οποίους οι δεσμοφύλακες δεν διέκοπταν, τις αιώρες των κοιτώνων, τις σιωπές στη διάρκεια της εργασίας και του γεύματος, τον γελοίο τρόπο απαγγελίας της προσευχής, τις τιμωρίες της κάθε πτέρυγας, τα ξυλοπάπουτσα, τα γδαρμένα πόδια, τους κύκλους κάτω από τον ήλιο με ρυθμικό βήμα, την καραβάνα γεμάτη παγωμένο νερό κλπ. Τα γνωρίζαμε όλα αυτά στο Μετρέ […] [9]
Για τον Ζενέ, αυτές οι βαναυσότητες δεν θα έπρεπε να μεταφερθούν σε ένα πιο ανθρώπινο σωφρονιστικό καθεστώς. «[Ο]πωσδήποτε προέκυπταν και αναπτύσσονταν από το πάθος των παιδιών για το κακό» [10]. Με τη λέξη κακό, μας λέει, εννοεί την αυτοεπιβεβαίωση: «εκείνη την πρόθεση, […] εκείνο το θράσος να ακολουθήσει κανείς μια μοίρα που εναντιώνεται σε κάθε κανόνα» [11]. Ένα αναμορφωτικό καθεστώς του είδους που αργότερα υιοθετήθηκε στο Μετρέ υπό τη διεύθυνση ενός «γενναιόδωρου ανόητου» [12] θα υπονόμευε αυτή την περήφανη αυτοεπιβεβαίωση.
Ο Ζενέ αναφέρει μια συνομιλία του με τον διευθυντή ενός άλλου σωφρονιστικού ιδρύματος, ο οποίος είχε «την αφέλεια του Στρατού της Σωτηρίας, και την καλή του καρδιά» [13] πάνω στο ζήτημα του μαχαιρώματος. Χωμένο σ’ ένα αχυρόστρωμα, ή κρυμμένο στη φόδρα του σακακιού ενός παιδιού, γράφει ο Ζενέ, το μαχαίρι «αυγατίζει την ονειροπόλησή του, κατευθύνοντάς την, ελπίζω, προς τις πλέον εγκληματικές εκδοχές της» [14]. Ένα καταπιεστικό σωφρονιστικό καθεστώς ενθαρρύνει στα παιδιά «το θράσος, [τ]η[ν] πονηριά, [τ]η[ν] αυθάδεια, [τ]η[ν] έφεση στην τεμπελιά, ένα διάχυτο ύφος στο πρόσωπο, σκοτεινό και συνάμα χαρούμενο, εκείνη [τ]η[ν] αγάπη της περιπέτειας που αντιμάχεται τους κανόνες του Καλού» [15]. Στην πράξη, το να αναμορφώνεις αυτά τα παιδιά σημαίνει πως τα καταστρέφεις. «Μια τέτοιου είδους διαδικασία ευνουχισμού», καταλήγει, «είναι αυτονόητη» [16].
Γεννημένος το 1910 από μια ιερόδουλη που τον έδωσε για υιοθεσία, ο Ζενέ μεγάλωσε, όπως όλα δείχνουν, από δύο θετούς γονείς που του φέρθηκαν με καλοσύνη. Γρήγορα όμως το έσκασε κι άρχισε να επιδίδεται σε μικροκλοπές, ενώ στην ηλικία των δεκαπέντε φυλακίστηκε στο Μετρέ. Στα δεκαοκτώ του κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων απ’ όπου αποστρατεύτηκε με την ατιμωτική κατηγορία της διάπραξης ασελγών πράξεων. Τότε ήταν που αποδύθηκε στην αλήτικη ζωή την οποία και αφηγείται στο Ημερολόγιο ενός κλέφτη.
Αφού εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1937, άρχισε να γράφει ποιήματα, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και δοκίμια. Με τη βοήθεια του Ζαν Κοκτώ (ο οποίος μεσολάβησε στις Αρχές ώστε να μην καταδικαστεί σε μακροχρόνια φυλάκιση), του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και άλλων μελών της γαλλικής πολιτισμικής ελίτ, ο Ζενέ έγινε ένας απ’ τους επιφανέστερους συγγραφείς της χώρας. Όταν πλέον έγραψε το Παιδί εγκληματία ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο, οι εικονοκλαστικές ιδέες του οποίου του εξασφάλισαν ένα ευρύ ακροατήριο. Το κείμενο αυτό, που μεταφράστηκε στα αγγλικά για πρώτη φορά από τον Τζέφρυ Ζούκερμαν κι εκδόθηκε από τη New York Review of Books μαζί με μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα δοκίμιά του σε μετάφραση της Σάρλοτ Μάντελ [17], περιέχει ορισμένες διεισδυτικές παρατηρήσεις για τον τρόπο σκέψης του Ζενέ.
Σχολιάζοντας την «εισαγωγή» του Σαρτρ στο έργο του Ζενέ –στην πραγματικότητα μια σχοινοτενή μελέτη εξακοσίων σελίδων που εκδόθηκε το 1952 [18]– ο θεωρητικός του πολιτισμού Ζορζ Μπατάιγ στάθηκε ιδιαίτερα στην άποψη του Σαρτρ σύμφωνα με την οποία η ιδέα περί κακού στον Ζενέ έχει θεολογική προέλευση. Είναι μια παρατήρηση που πετυχαίνει το έργο του Ζενέ στην καρδιά του. Η αποθέωση του κακού μπορεί να προέλθει μονάχα από μια θεϊστική κοσμοθεωρία που αντιλαμβάνεται δυϊστικά την ηθική. Εφόσον παρουσιάζει το κακό ως μια ενεργό δύναμη και όχι (όπως στις βασικές ιουδαϊκές και χριστιανικές παραδόσεις) ως απουσία ή στέρηση του καλού, η θεολογία του Ζενέ είναι ανορθόδοξη. Οι πρόγονοί της βρίσκονται στις μεσαιωνικές αντινομικές αιρέσεις όπως οι Καθαροί, οι οποίοι πίστευαν πως το κακό κυβερνά τον κόσμο κι επιβάλλει την ύπαρξή του μέσα απ’ το ανθρώπινο σώμα, προπάντων με τη σεξουαλικότητα. (Δεν υπάρχει τίποτε από αυτά στις καταγεγραμμένες διδασκαλίες του Ιησού, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.) Παρ’ όλο που ο Ζενέ εξέφραζε συχνά στα γραπτά του την περιφρόνηση που ένιωθε απέναντι στην ηθική του μονοθεϊσμού, αναβίωσε μια μονοθεϊστική αντίληψη του κακού. Χωρίς αυτή την ιδέα, το έργο του –και η ζωή του– δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα.
Η πεποίθηση του Ζενέ πως η «ομοφυλοφιλία είναι κακή», που τίθεται με κατηγορηματικό τρόπο σε αυτόν τον τόμο, ήταν αδιανόητη στον παγανιστικό πολυθεϊσμό. Αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή το σεξ μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου δεν αντιμετωπιζόταν ως μια εντελώς διακριτή και απαγορευμένη κατηγορία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Απουσίαζε η ίδια ακριβώς η ιδέα του κακού. Οι θεοί πιθανόν να ήταν πονηροί ή μοχθηροί· οι άνθρωποι μπορεί να ήταν επιρρεπείς στην αδυναμία και να αποτελούσαν έρμαια μιας τραγικής μοίρας. Δεν υπήρχε όμως καμιά δυαδική διάκριση στον ηθικό κόσμο ή στα ανθρώπινα όντα. Το καλό δεν αντιτίθετο σε καμία πανταχού παρούσα, κακόβουλη δύναμη. Εγκαθιστώντας την ιδέα του κακού στον πυρήνα της σκέψης του, ο Ζενέ έδειξε πως συνέχιζε να κατοικεί μέσα στο δυϊστικό σύμπαν του μονοθεϊσμού ακόμα κι αν αντέστρεψε τις βασικές αρχές του.
❧
Το να επιλέγει κανείς το κακό ως οδηγό για τη ζωή του δεν είναι κάτι το καινοφανές. Στην αναδιήγηση της χριστιανικής ιστορίας από τον Μίλτον στον Χαμένο Παράδεισο (1667), ο Σατανάς εξαγγέλλει: «Και το κακό, έστω καλό!» [19] – μια διακήρυξη που επαναλήφθηκε από γενιές ρομαντικών επαναστατών. Η περιφρόνηση των ηθικών συμβάσεων υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα της γοητείας του Λόρδου Βύρωνα τον 19ο αιώνα. Μια παρόμοια παρόρμηση ενέπνεε τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, έναν στοχαστή του Διαφωτισμού που ανέτρεψε την πίστη των philosophes στο φυσικό καλό και συμβούλευε τους αναγνώστες του να υιοθετήσουν την αρπακτική συμπεριφορά που είναι φυσιολογική σε άλλα είδη ζώων. Αυτά τα ρομαντικά και διαφωτιστικά ρεύματα συναντήθηκαν στον Νίτσε, ο οποίος αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του στο να επαναξιολογήσει την παγανιστική αρετή της αυτοεπιβεβαίωσης και της ζωτικότητας ως ειδοποιά χαρακτηριστικά ενός ανώτερου είδους ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν ενέτασσε τον εαυτό του στις τάξεις των εγκληματιών, ο Ζενέ έκανε σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πράγμα.
Με το να εξυμνεί το έγκλημα, ο Ζενέ εναντιωνόταν στις αστικές αξίες του καιρού του. Εάν ο ντε Σαντ και ο Νίτσε αντιστρατεύονταν αυτές τις αξίες με μια πόζα αριστοκρατικού ατομικισμού, ο Ζενέ τις αντιπαρέθετε με εκείνες τις αξίες που απέδιδε στις τάξεις των λούμπεν εγκληματιών. Με αυτή του την πράξη μετατόπισε την αστική ηθική από το ιδανικό της προόδου προς μια λατρεία της παράβασης.
Τα γραπτά του Ζενέ απευθύνονται στον αναγνώστη που απεχθάνεται περισσότερο – τον ανθρωπιστή αναμορφωτή που επιθυμεί να λυτρώσει όσους ανήκουν στον εγκληματικό υπόκοσμο. Το δηκτικό και τολμηρό ύφος του ήταν μια προσπάθεια να προκαλέσει τον αναγνώστη του, και το κατόρθωσε. Ο Ζενέ είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο ως εχθρός των αστικών αξιών. Οι πολιτικοί αγώνες με τους οποίους ταυτίστηκε –η γαλλική φοιτητική εξέγερση του 1968, το αμερικανικό κίνημα των Μαύρων Πανθήρων, η Φράξια Κόκκινος Στρατός των Μπάαντερ-Μάινχοφ– απλώς εδραίωσαν αυτή την εικόνα. Με αυτούς τους αγώνες όμως ταυτίστηκε επίσης το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής αστικής διανόησης, με αποτέλεσμα ο Ζενέ να γίνει είδωλο της κοινωνίας που απεχθανόταν.
Ανέκαθεν προφήτης του πνεύματος της εποχής, ο Ντέιβιντ Μπάουι προέβλεψε την ευρύτατη πολιτισμική παρουσία του Ζενέ στο τραγούδι του «Ο Ζαν Ζενί» το 1972. Όταν η αντικουλτούρα που ενσάρκωνε ο Ζενέ απορροφήθηκε από τη συμβατική ζωή, έγινε ένα πρόσωπο αξιοσέβαστο στον αστικό κόσμο.
Μια βαθιά ειρωνεία διακρίνει την ταυτότητα που συγκρότησε για τον εαυτό του. Όπως και άλλοι που ανήκουν στη ρομαντική παράδοση, θεωρούσε ως υπέρτατη αξία την αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα απαιτεί να δρα κανείς σύμφωνα με τη φύση του· όμως η αφοσίωση του Ζενέ στο κακό ήταν σε μεγάλο βαθμό υποκριτική. Όπως ο Γιούκιο Μισίμα, ο Ζενέ συγκρότησε τη σεξουαλικότητά του στη βάση ενός αισθητικού ιδανικού. Η αισθητικοποίηση των αξιών αποτελεί ρομαντική συνήθεια, ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ιάπωνα συγγραφέα, ο Ζενέ είναι κληρονόμος μιας θεϊστικής κοσμοαντίληψης στην οποία το σεξ συνιστά μια ταραχοποιό και δαιμονική δύναμη.
Συνακόλουθα, η ιδέα της ασχήμιας και όχι της ομορφιάς συγκροτεί την εικόνα που έχει ο ίδιος για τη σεξουαλικότητά του. Όπως παρουσιάζεται στο έργο του, το ομοφυλοφιλικό σεξ δεν ήταν ένας τρόπος να αντλήσει κανείς ηδονή και να εκφράσει τον έρωτά του –με άλλα λόγια ένα αναπόσπαστο τμήμα του ανθρώπινου καλού– αλλά μια παραβατική τελετουργία. Επειδή η αυθεντικότητα εκφραζόταν με πράξεις εξέγερσης, οι ομοφυλοφιλικές ερωτικές σχέσεις όφειλαν να διαποτιστούν με ομοφοβία εφόσον έπρεπε να διατηρήσουν την αξία της αυθεντικότητάς τους.
❧
Παρ’ όλα αυτά, το βασικό πρόβλημα με την κατασκευασμένη από τον ίδιο ταυτότητα του Ζενέ λίγη σχέση έχει με τη σεξουαλικότητά του. Για να παραθέσουμε μια φράση από τον Αγγλοϊρλανδό φιλόσοφο και Αγγλικανό επίσκοπο Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1685-1753), ο Ζενέ έγραψε ως εάν «το να υπάρχεις σημαίνει να γίνεσαι αντιληπτός». Ως ιδεαλιστής ο Μπέρκλεϋ θεωρούσε πως ο κόσμος συγκροτείται από σκέψεις. Όλα όσα πιστεύουμε πως συνιστούν υλικά αντικείμενα είναι στην πραγματικότητα ιδέες, οι οποίες υπάρχουν όσο διάστημα βρίσκονται στον νου του Θεού.
Ο Ζενέ μοιάζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του με παρόμοιο τρόπο, είναι ωστόσο οι αντιλήψεις των άλλων ανθρώπων που δημιουργούν και διαμορφώνουν την ύπαρξή του. Υφίσταται μόνο στο βλέμμα των άλλων· η άποψη που έχουν για αυτόν καθορίζει το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Αν τον θεωρούν κακό, δεν απορρίπτει την άποψή τους. Την εσωτερικεύει, και ζει αναλόγως. Σημασία δεν έχει μόνο ότι η ταυτότητα του Ζενέ είναι τεχνητή. Το ουσιώδες είναι πως δημιουργείται απ’ τους άλλους ανθρώπους. Χωρίς την αρνητική τους άποψη γι’ αυτόν, ο Ζενέ παύει να υπάρχει.
Ένας άνθρωπος του οποίου η ταυτότητα είναι δημιούργημα της γνώμης που έχουν οι άλλοι για εκείνον αποπνέει ένα παράξενο είδος αυθεντικότητας. Εάν η φύση του Ζενέ ήταν ένα ανεστραμμένο αντίγραφο των αξιών της κοινωνίας που τόσο λυσσαλέα απέρριψε, υπό ποία έννοια είχε τη δική του ατομικότητα; Ωστόσο, η παράδοξη κατάσταση σύμφωνα με την οποία αυτό που θεωρείται αυθεντικό ενδεχομένως στην πραγματικότητα να στερείται οποιασδήποτε πρωτοτυπίας δεν ισχύει μόνο για τον Ζενέ. Είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό όταν η επιδίωξη της προσωπικής αυθεντικότητας γίνεται μαζικός τρόπος ζωής. Ο Ζενέ διαμόρφωσε την ατομικότητά του εσωτερικεύοντας τις αντιλήψεις της κοινωνίας και ταυτίζοντας την αυθεντικότητα με την παράβαση των κοινωνικών κανόνων. Όταν όμως η κοινωνία αντιλαμβάνεται την αυθεντικότητα ως την υπέρτατη ανθρώπινη αξία, τι πραγματικά σημαίνει παράβαση και αυθεντικότητα;
Στο διεισδυτικό και αποκαλυπτικό δοκίμιό του για τον γλύπτη Τζακομέττι, το οποίο περιλαμβάνεται σε αυτόν τον τόμο, ο Ζενέ έγραψε: «Είμαι ακατάλυτο, γιατί δεν είμαι τίποτ’ άλλο παρά αυτό που είμαι» [20]. Τα παιδιά εγκληματίες, που για την κοινωνία δεν είχαν καμία αξία, παρέμεναν ακατάλυτα εφόσον διατηρούσαν την αυθεντικότητά τους, το οποίο σύμφωνα με τον Ζενέ σήμαινε πως αποδέχονταν την κακία τους και έπρατταν ανάλογα. Μια δυσκολία ανακύπτει όταν η ιδέα περί κακού έχει εξασθενίσει και η κοινωνία την έχει μετατρέψει σε μια ηθική της αυθεντικότητας. Υπό αυτή την έννοια, το άτομο δεν έχει κάτι ν’ αντιστρατευτεί, και η θέλησή του να ακολουθήσει μια ατομική μοίρα καταλήγει να γίνει μια διαδοχή από αλλεπάλληλους θεατρινισμούς κι επιθυμίες. Ό,τι απομένει είναι οι εκάστοτε ιδιοτροπίες του, που μεταβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας.
Χωρίς μια ιδέα περί κακού για να εξεγερθεί εναντίον του και να το ενστερνιστεί, η αντινομική λατρεία της παράβασης γίνεται η πιο πρόσφατη εκδοχή του αστικού κομφορμισμού, και ο Ζενέ ο ανεπίγνωστος προφήτης της.
⸙⸙⸙
Υποσημειώσεις
1. Ζαν Ζενέ, Το ημερολόγιο ενός κλέφτη, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εξάντας, Αθήνα 1975, σ. 86-87.
2. Ό.π., σ. 13.
3. Ό.π.
4. Χένρι Μίλερ, Ο τροπικός του Καρκίνου, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013.
5. Τζορτζ Όργουελ, Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Αίολος, Αθήνα 2020.
6. Jean Genet, Το παιδί εγκληματίας, μτφρ. Σπύρος Γιανναράς, Άγρα, Αθήνα 2015, σ. 31.
7. Ό.π., σ. 17.
8. Ό.π., σ. 20.
9. Ό.π., σ. 21.
10. Ό.π., σ. 22.
11. Ό.π.
12. Ό.π., σ. 20.
13. Ό.π., σ. 25.
14. Ό.π., σ. 26.
15. Ό.π., σ. 27-28.
16. Ό.π., σ. 24.
17. Jean Genet, The Criminal Child. Selected Essays, μτφρ. Charlotte Mandell και Jeffrey Zuckerman, NYRB Classics, 2020.
18. Jean-Paul Sartre, Ο άγιος Ζενέ. Κωμωδός και μάρτυρας, μτφρ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Εξάντας, Αθήνα 1990, τόμ. Α΄-Β΄ .
19. Τζων Μίλτων, Ο Απολεσθείς Παράδεισος, μτφρ.-σημ. Αθανάσιος Δ. Οικονόμου, Οδός Πανός, Αθήνα 32015, σ. 144.
20. Ζαν Ζενέ, Το εργαστήρι του Αλμπέρτο Τζακομέττι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1989, σ. 76.
⸙⸙⸙
[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «The crimes of Jean Genet», περ. New Statesman, 11 Δεκεμβρίου 2019. Ηλεκτρονική δημοσίευση: https://www.newstatesman.com/culture/books/2019/12/crimes-jean-genet (προσπελάστηκε στις 14.09.2021). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.].