frear
Painting by Derek Walcott, from the cover of his book-length poem Omeros, 1990

Όμηρος – του Ντέρεκ Γουόλκοτ

Μετάφραση: Νίκος Κωσταγιόλας

Κεφάλαιο 1 – Μέρος α΄

«…Και κάπως έτσι, με το πρώτο φως, ξυλέψαμε τις βάρκες μας»
ο Φιλοκτήτης μειδιά για τους τουρίστες που πασχίζουνε
λίγη απ’ τη σπίθα της ψυχής του να ξεκλέψουν μες στις κόντακ τους.

«Ε, και να βλέπατε, ο άνεμος σαν έφερε, πώς άρχισαν
οι φυλλωσιές να τρέμουνε, μαντάτο στους ευκάλυπτους
και της αυγής εβρήκε ο πέλεκυς τους κέδρους κατακούτελα

παρόμοιος πέλεκυς, γιατί έμαθαν, άστραφτε και στα μάτια μας.
Κι όπως χάιδευε ο άνεμος τις φτέρες, τα λαρύγγια τους
ηχήσαν σαν τη θάλασσα που μια ζωή βυζάξαμε

όλοι οι ψαράδες σαν κι εμένανε και ύστερα κατένευσαν:
“Τα δέντρα πρέπει να πεθάνουν, ναι”, μα οι γροθιές ακόμα
πεισματωμένες μες στις τσέπες μας δεν έλεγαν να βγούν,

γιατί ήταν κρύα τα ύψη και τα χνώτα ομίχλη όλη φτερά
που θέλει ρούμι να γυρίζει. Αρκεί μια μόνο γυρισιά
προτού να βρούνε οι παλάμες μας κουράγιο για το φόνο.

Τσεκούρι, λοιπόν, στον αέρα και προσεύχομαι για δύναμη
τον πρώτο κέδρο να λαβώσω, κι ας γεμίζανε όλο πάχνη
τα μάτια μου ως απάνω, άλλη μια ρουμιού κατεβασιά

τα σωθικά μου ξαναπύρωνε ώσπου να συνεχίσω».
Για ένα έξτρα φιλοδώρημα, κάτω από μια κατάππα,
σηκώνει το μπατζάκι του, για να φανεί εκείνη η ουλή

που κάποια σκουριασμένη άγκυρα του είχε καταφέρει,
βογκώντας σαν τη φώκια. Έμοιαζε με τ’ αχινού το στέμμα,
σούρες ολάκερη, μα εξήγηση καμιά για γιατρειά

δεν τού ‘παιρνες. «Έχει κι ετούτο τους μοχλούς του» χαμογέλασε
«μ’ αξίζουν κάτι παραπάνω από δολλάριο». Είχε
το μυστικό του αφήσει σ’ ένα φλύαρο καταρράχτη να

το σύρει κάτω ως τη Λα Σορσιέρ, από τότε που οι
ψηλοί ευκάλυπτοι έπεσαν, έτσι που το ερωτικό
περιστερίσιο κάλεσμα να φτάνει αντίκρυ αλώβητο

στα σιωπηλά γαλάζια όρη – τα πολυλογάδικα
ρυάκια τους, καθώς το ταξιδεύουν προς τη θάλασσα,
γίνονται φρέατα όπου πέστροφες χοροπηδούν κι ένας

βραχνός τσικνιάς μέσα στις καλαμιές, τη λεία του γυρεύοντας,
εδώ κι εκεί με το ποδάρι του τη λάσπη καμακώνει.
Ύστερα η σιωπή διχάζεται από μια λιβελούλα,

την ώρα που δυο χέλια υπογράφουν στον πυθμένα με
τα ονόματά τους, σαν η αυγή σπέρνει με φως την ποταμίσια
μνήμη και κύματα αρμονίζονται τεράστια από φτέρες

με τον παλμό της θάλασσας. Αν κι ο καπνός ξεχνά τη γη
απ’ όπου ανυψώνεται, και τώρα πια τσουκνίδες φούντωσαν
εκεί που κάποτε ζούσαν οι ευκάλυπτοι, ένα ιγκουάνα

ακούει ακόμα τα τσεκούρια κι η ματιά του συννεφιάζει
όπως θυμάται το χαμένο όνομά του, τότε που
ετούτο το καμπούρικο νησί λεγόταν Ιουναλάο,

«ο τόπος του Ιγκουάνα». Μα μ’ ένα ρυθμό δικό του σύντομα
το ιγκουάνα θα σκαρφάλωνε τις κλιματσίδες, το
ριπιδωτό προγούλι του, οι λυγισμένοι αγκώνες η

μεθοδική του ουρά, όλα μαζί βαδίζοντας με το
νησί, και τα σχιστά πηγάδια των ματιών του ωριμασμένα
σε μια που κράτησε θαρρείς αιώνες παύση που απ’ τον

καπνό βαστούσε η σκούφια της των Αρουάκ ώσπου μια νέα
φυλή, ως τότε άγνωστη στη σαύρα, εδώ περπάτησε
ζυγιάζοντας τα δέντρα. Ήταν αυτοί οι πυλώνες τους που έπεσαν,

αφήνοντας στο πράσινο ένα ξέφτι γαλανό εκεί
που άλλοτε βασίλευαν οι παλαιοί θεοί για να
σταθεί ο καινούργιος. Ο πρώτος από τους θεούς αυτούς ήταν

μια ακακία. Η μηχανή πήρε μπροστά τσινώντας, κι ένας
πλαγιοσάγονος αμέσως καρχαρίας έκανε
τα πριονίδια να πετάνε σα σκουμπριά επάνω στο νερό,

σε φύκια που σπαρτάραγαν. Κάποτε σταματήσανε
το αλυσοπρίονο για να εξετάσουν την πληγή πού’ χε
ανοίξει. Ξύσαν από πάνω του τη γάγγραινα των βρύων,

ύστερα ξέσκισαν τις κληματσίδες που κρατούσανε
ακόμα την πληγή στο έλεος της γης και γνέψανε.
Η μηχανή ξεκίνησε πάλι να περιστρέφεται

κι οι σκλήθρες τώρα εκτοξεύονταν πολύ πιο γρήγορα,
καθώς ο καρχαρίας όλο και πιο βαθιά τα δόντια του έ-
μπηγε στο ξύλο. Εκείνοι κάλυψαν τα μάτια τους από

το σμήνος των ακίδων. Τώρα, πάνω από τα βοσκοτόπια
της μπανάνας, ύψωνε το νησί τα κέρατά του. Η
αυγή στάλαξε κάτω στις κοιλάδες, μ’ αίμα πιτσιλίζοντας

τους κέδρους, το άλσος πλημμυρίζοντας με της θυσίας το φως.
Μια ακακία σκίζονταν στα δυο, τα φύλλα της ένα
γιγάντιο πανί χωρίς ιστίο. Το απόκοσμό της τρίξιμο

έκανε τους ψαράδες να πισωπατήσουν, όπως το
κουφάρι έγερνε καρτερικά στους λάκκους με τις φτέρες.
Ξάφνου ένα ρίγος άπλωσε στη γη κάτω απ’ τα πόδια τους
σε κύματα ώσπου, καθώς τα κύματα, αλάργεψε κι αυτό.

Μέρος β’

Ο Αχιλλέας ρέμβασε ψηλά την τρύπα που είχε αφήσει
πίσω της η ακακία, το πώς έγιανε αθόρυβα
με τον αφρό ενός σύννεφου. Ένα πετροχελίδονο

τού’ χε την προσοχή τραβήξει όπως το διέσχιζε, ένα
πλάσμα μικρό, ξεστρατισμένο από τον τόπο του, από-
προσανατολισμένο απ’ το γλαυκό κυμάτισμα των λόφων.

Μι’ αγκαθερή περικοκλάδα γράπωσε τη φτέρνα του
μα μ’ ένα τράβηγμα την ελευθέρωσε. Γύρω του, κι άλλες
πιρόγες παίρναν σχήμα απ’ το πριόνι. Αυτός με το κυρτό

σπαθί του έκανε στα γρήγορα το σήμα του σταυρού,
φέρνοντας τον αντίχειρα στα χείλη του, ενώ
το ύψωμα αντιλαλούσε ολάκερο απ’ τις τσεκουριές.

Τάνυσε τη λεπίδα του και βάλθηκε να πελεκά
τα σκόρπια μέλη του θεού, ρόζο μετά το ρόζο,
τραβώντας με μανία τις κομμένες φλέβες από τον

κορμό ενώ προσεύχονταν: «Δέντρο θα γίνεις το κανό
μου, αλλιώς δε γίνεται!». Οι γενειοφόροι γέροντες υπέμεναν
την εκατόμβη της φυλής, δίχως ν’ αρθρώνουν λέξη από

τη γλώσσα που είχαν κάποτε εκστομίσει ως ένα έθνος, τη
λαλιά εκείνη που είχανε και στα παιδιά τους μάθει από βλαστούς:
απ’ τα στομφώδη μωρουδίσματα του κέδρου ως τους χλωρούς

φθογγίσκους του αιματόδενδρου. Η μπάλσα κι η δαφνοκανέλα,
αλλόφρονες απ’ τη σφαγή, γίνονταν μάρτυρες βουβοί
στις ύστατες στιγμές του αιματόδεντρου που μόλις πρόλαβε

κάτι να τρίξει στ’ αρουακινά στην πρώτη οσμή μιας ρε-
τσινώδους λαίλαπας που, αρχίζοντας από τα χαμηλά,
ως τα πνευμόνια του σκαρφάλωσε κάνοντας στάχτη τη φωνή

του, ώσπου για πάντα εκείνο σίγησε. Σα βάρβαροι, τότε,
ανάμεσα σε κίονες πού ‘χαν χάμω σωριάσει με
τα ίδια τους τα χέρια αυτοί αλαλάξανε. Οι θεοί

είχαν εν τέλει συντριβεί. Πελέκησαν σαν άξεστοι τους ρο-
ζιασμένους γίγαντες – θα γίνονταν κατάρτια και κουπιά –
με μια προσήλωση δουλεύοντας που ακόμα κι ένας λό-

χος τερμιτών θα ζήλευε. Μα αφιονισμένα απ’ τον καπνό
το δάσος τους που αμαύρωνε, σα βέλη από φυσοκάλαμα,
πλήθος κουνούπια ορμήσανε στον Αχιλλέα, σαϊτεύοντας

ανέλεα το κορμί του. Αυτός ευθύς τους πήχεις του έλουσε
με ρούμι, ώστε τουλάχιστον όσα επάνω του έλιωνε
να βρίσκαν το χαμό τους μεθυσμένα. Εκείνα τότε στόχευσαν

τα μάτια του. Τον περικύκλωσαν μ’ απανωτά ρεσάλτα
ώσπου τον άφησαν να οδύρεται τυφλός, οπότε κι ομαδόν
οπισθοχώρησαν στις λόχμες των ψηλών μπαμπού σαν α-

ρουακινοί τοξότες που είχαν σε φυγή τραπεί απ’ τα
μουσκέτα των καιόμενων κορμών, απ’ της φωτιάς τα λάβαρα
κι από τ’ αδίστακτο πελέκημα των τσεκουριών. Οι άντρες,

αφού περίδεσαν με φρέσκια κάνναβη τα κούτσουρα,
τ’ αργοκυλίσανε σ’ έναν γκρεμό σαν τα μυρμήγκια ώστε
να τα γκρεμίσουνε, όπως ήτανε κορακιασμένα για νερό,

μες από τις ψηλές τσουκνίδες. Πλέον ανυπόμονοι
να γίνουνε μονόξυλα, οι κορμοί οργώσανε τις θαμνωτές
κρηπίδες νιώθοντας πια μέσα τους όχι το θάνατο

μα χρησιμότητα – να ταβανώσουνε τη θάλασσα
να γίνουν κύτη. Όπου νά ‘ναι θά ‘φταναν στην αμμουδιά,
ζωσμένοι ακόμα με σκοινιά, στη ράμπα κάποιου φορτηγού,

όπου και τις κουφάλες τους θα φίσκαραν με κάρβουνο,
αφότου πρώτα τις λειαίναν με σκερπάνια. Ύστερα,
τα κάρβουνα θα σκάβαν κι άλλο τις κοιλότητες εωσότου

οι δυο μεριές ν’ απέχουν αρκετά, σαν αυτοσχέδιες κουπαστές.
Κάτω απ’ τον χτύπο του σκαρπέλου του ο Αχιλλέας θά’ νιωθε
τις εσοχές τους να τεντώνουν προς τη θάλασσα, έτοιμες

να ξεχυθούν προς την αιθάλη των γλαρόστικτων νησίδων.
Τότε όλα θά ‘ταν έτοιμα. Οι πιρόγες θα έρπονταν στην άμμο
σαν κυνηγόσκυλα που έβλεπαν θήραμα. Ένας παπάς

θα ράντιζε τις πλώρες τους και, σμίγοντας τα δυο του δάχτυλα,
θα ευλογούσε τα ταξίδια τους, χαμογελώντας στ’ όνομα
που είχε δώσει ο Αχιλλέας στο κανό του: «Εις τον Θεόν

Πιστεύωμεν» μα ο Αχιλλέας θα έλεγε: «Ας είναι! Άλλο
η ορθογραφία του Θεού κι άλλο η δικιά μου». Ώσπου ένα
πρωί, μετά την Κοινωνία, τα κανό θα κάναν την

παρθενική βουτιά τους στα ρηχά, η μια στην άλλη γνέφοντας
οι πλώρες τους σε μι’ άηχη συμφωνία πως ήταν πλέον καιρός
ν’ αφήσουν πίσω τους τη ζήση τους σα δέντρα. Στο εξής,
το ένα του Έκτορα θά ‘ταν πιστό, το άλλο του Αχιλλέα.

Μέρος γ’

Ο Αχιλλέας κατούρησε μες στο σκοτάδι κι ύστερα
μαντάλωσε το ημίθυρο το σκουριασμένο από το ράπισμα
του πέλαγου. Σήκωσε με το ένα δάχτυλο απ’ το

χερούλι του το ψαροκόφινο και σε μια τρύπα κάτω
απ’ την καλύβα έκρυψε το τσιμεντένιο σκαλοπάτι.
Πλησιάζοντας στην αποθήκη ένιωσε το αλμυρό

εωθινό αεράκι που έφτανε από τον γκρίζο δρόμο,
περνώντας απ’ τα κοιμισμένα σπίτια και τις στήλες των
φανοστατών, ως την τραχιά άσφαλτο που τού ‘γδερνε τα πέλματα.

Μέτρησε τις μικρές μπλε σπίθες που ξεχώριζαν τ’ αστέρια.
Τα μπανανόφυλλα έγνεφαν σ’ εκείνον τον κυματιστό
θυμό των πετεινών, που οι διαπεραστικές τσιρίδες τους

θυμίζαν κιμωλία πάνω σε πίνακα. Θαρρείς πως κάτι
αποφασιστικό στο βήμα του να έκανε τα κύματα
να τ’ αλυχτούν. Σαν πια ανταμώσανε στον τσιμεντένιο τοίχο

του υποστέγου είχε ήδη τραβηχτεί ο Αυγερινός,
αποστρεφόμενος την μπόχα των διχτυών και των σπαράχνων.
Το φως είχε σκληρύνει στα ψηλά και γίνονταν ορίζοντας.

Στην αποθήκη πλάι αυτός απόθεσε τα δίχτυα κι έπλυνε
τα χέρια του στη σκάφη της. Τα κύματα έστεκαν αμίλητα·
ακόμα και τα κυνηγόσκυλα τριγύρω απ’ τα κανώ με τα

ανάγλυφα πλευρά δε βγάζαν άχνα. Ένα φλασκί αψέντι
χέρι με χέρι απ’ τους ψαράδες πέρασε που το τσουτσάρανε,
ανατριχιάζοντας σαν τύχαινε να σκουντουφλήσει η γλώσσα

επάνω στον πικρό φλοιό απ’ όπου το χαρμάνι του έβγαινε.
Ήταν αυτό το φως που πιότερο χαιρόταν ο Αχιλλέας:
Όταν, προτού τα χέρια τους χουφτιάσουν κουπαστή

στεκόντουσαν αφήνοντας τη θάλασσα να κατοικήσει
εντός τους, νιώθωντας έτσι τη μέρα τους ν’ αποταυρίζεται.

Κεφάλαιο 2 – Μέρος α΄

Ο Έκτορας ήταν εκεί. Και ο Θεόφιλος. Σ’ αυτό
το φως παράταιρα μόνο βρίσκεις ονόματα. Παγκράτης
Χρυσόστομος, Πλασίντ, Μαλζό κι ο Φιλοκτήτης με τ’ ολόλευκο

κεφάλι του, σγουρό σαν τ’ αφρισμένο κύμα. Τα κουπιά
φορτώσανε παράλληλα στων κουπαστών τις κόχες σαν
αντρόγυνα. Ξύσανε το πουρί απ’ τις σανίδες και

τους κόμπους χαλαρώσανε απ’ τα κορμιά των καμωμένων
από αλευρόσακο πανιών, ενόσω ο Έκτορας στην άκρη,
εκεί που ρήχαινε η θάλασσα ολόιδια κολυμπήθρα,

βουτούσε ως τους μηρούς. Οι υπόλοιποι στην άμμο προχωρήσανε
μ’ ολόιδιες δρασκελιές εκτός του Φιλοκτήτη. Η πληγή
ακόμα στο καλάμι του, αγιάτρευτη σαν ανεμώνη

ακτινοβόλαγε. Την είχε από μιαν άγκυρα κερδίσει
οξειδωμένη, στο «έλα» ενός κύματος σαν του είχε γδάρει
το δοντερό της σίδερο τη σάρκα. Έσκυψε, τη ράντισε

με τ’ αλατόνερο τόσο που έτσουξε. Σε λίγο θά ‘τρεχε
χωλαίνοντας στην άχρηστη σκιά μιας μυγδαλιάς, τα δόντια του
σφιγμένα, κι ύστερα χειρονομώντας θα τους έδιωχνε

απ’ της αποφοράς του την ντροπή, και για ακόμα μια
φορά θα τον αφήναν μόνο κάτω απ’ το πιτσιλωτό
της φως. Κι ετούτη την αυγή, οι ίδιες οι διαολεμένες

συνέβαιναν δουλειές. Το έλκος τό ‘νιωθε σα σύρμα που
σπαρτάριζε επάνω ως τ’ αχαμνά του. Άφησε το γραμ-
μωτό ακρογιάλι και με το κουτσό του βήμα, σα μαούνας,

στον πρώτο δρόμο ως της Μα Κίλμαν σύρθηκε το μαγαζί.
Εκείνη θ’ άνοιγε και θ’ άφηνε κοντά του τ’ άσπρο ρούμι.
Οι σύντροφοί του τον παρακολούθησαν για μια στιγμή

κι ύστερα καμπυλώνοντας τα χέρια τους σα γάντζους έσυραν
τα κήτη. Οι καρίνες έκοβαν την αμμουδιά σα βούτυρο,
ώσπου εκεί που ο βούρκος άρχιζε να βρουν τα πρώτα ζόρια,

τραντάζοντας τις λόγχες των κουπιών παράλληλα που απλώνονταν
καταμεσής των πλοίων. Κατόπιν, και στο άκουσμα των πρώτων
βρισιών και προσευχών – γιατί το ένα πάνω στ’ άλλο φράκαραν

τα κούτσουρα – με τα τενεκεδάκια τους να κουδουνίζουνε,
γλιστρύσαν οι πιρόγες στων ρηχών την άκρη με τα ρύγχη τους
στραμμένα προς τη θάλασσα που τις προϋπαντούσε. Οι αραιοί

κορμοί στροβιλιζόντουσαν κατάμουτρα στο κύμα σαν
πολεμιστές μιας μάχης που είχαν ξεβραστεί στην άλλη άκρη
του κόσμου. Είχαν με το στανιό συρθεί σ’ αυτό το μέρος,

κάτω απ’ τους κύλινδρους μιας μηχανής ν’ αναπαυτούν ανάσκελα,
ο ήλιος να τρεκλίζει πάνω από τα φρύδια τους θαρρείς
βιγλίζοντας σα μυρμιδόνας που το βιάτζο του εκκινά

σαν απ’ τις φτέρνες ρυμουλκείται από κάτα κει που απλώνει
αχνάρι η παλίρροια και το χλωμό καβούρι σκάβει
αμμότρυπες, ώσπου να σκαρφαλώσει ως τα ψηλά. Οι ψαράδες

έτριψαν τις παλάμες τους. Τώρα πια τα κανό καβάλαγαν
το ροδαλά πρησμένα κύματα. Τραβήξανε απαλά
τις πλώρες τους σαν νά’ τανε σταβλίτες κι έπρεπε χαράματα

να ρεγουλάρουν τ’ άλογά τους, τους κάβους τους τινάζοντας
σα χαλινάρια. Αινείτε Αυτόν, το Άστρο της Αυγής, η Αγία
Λουκία, των ματιών μου Φως, ρίξανε μέσα τους βοηθη-

τικούς κουβάδες, τα κορμιά τους δίπλωσαν εγκάρσια στο
γυρτό σκαρί, τέλος φιξάρανε κι ένα κουπί στην πρύμνη
για τιμόνι. Ο Έκτορας τεζάρισε ένα πανί

πού ‘χε καλουμπιασμένο μήπως και προβάδισμα έτσι έπαιρναν
των γλάρων, πίσω ελπίζοντας να βρίσκονται πριν πέσει κο-
χυλόχρωμο το σούρουπο στο πέρασμα του πελεκάνου.

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Derek Walcott. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη