Νύχτες που αγρύπνησα στο μικρό σου παράθυρο κι είδα
το τίναγμα του τυφλού νεοσσού στο κορμί σου
την ώρα που έμπαινες στον έρωτα με τα σκοτεινά σου πανιά
-εκεί που πάντα τυλίγεσαι των δέντρων τη δροσιά
και του τάφου την καταχνιά δοκιμάζεις-
κι ύστερα πάλι τόσα καμένα φιλιά πνιγμένα στα χείλη σου
το φεγγάρι να γέρνει στις σχισμές των πλευρών σου κι αργά να βυθίζεται
μέσα σε καπνοδόχους όπου κρατούνται οι άνθρωποι
με το κεφάλι τους βαρύ στα δεσμά,
μ’ ανυπεράσπιστα μες το σώμα πουλιά να χτυπιούνται.
Κι άλλα που αγνοώ,
μ‘ άλλον αέρα δυνατό πώς ν’ αντέξω
τόσο που η γη σου αναδύει
ευωδιά λύπης να διατρέξει το απέραντο καλοκαίρι μου.
Θ’ ακούσουμε άραγε ξανά την πρώτη συγχορδία των κυμάτων
μένοντας για λίγο σιωπηλοί κάτω απ’ τα πεύκα, όπως τότε,
απόγευμα Κυριακής, Ιουλίου του χίλια εννιακόσια ενενήντα εφτά
ψηλαφίσαμε στην παλάμη την πληγή του μέλλοντος
λίγο πριν χαθούμε μέσα στο πανηγύρι των τρελών χρωμάτων
μιας δύσης που μας ταξίδεψε, αλλά δεν φτάσαμε κάπου.
Το πιο πολύ που επιθυμήσαμε, αύριο
μες στο ζεστό του κόσμου σώμα θα κοιμάται.
Λέω, αν είναι κάτι από μας να μείνει ας είναι η θάλασσα
το κοράλλι των είκοσι χρόνων
που φύλαξες στη μικρή προκυμαία του στήθους σου
λέω, κείνο το πράσινο κόρης ματιού που χρόνο δεν έχει
και φέγγει, χάρισμα άλλης ζωής που ωραιότερη δείχνει.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]