Ο πρώτος τους Ιούλιος στην πρωτεύουσα ήταν για φροντιστήριο, ένα καλοκαίρι ανάμεσα στις εξετάσεις δύο δόσεων, που τις γέμιζαν άγχος, αλλά και προσδοκίες για τον καταιγισμό της ζωής που ερχόταν να τις συνεπάρει σε λίγο, τότε που θα ’ταν ενήλικες, ελεύθερες και φοιτήτριες πλέον.
Εκείνη τη μέρα το έσκασαν απ’ το φροντιστήριο για να επισκεφθούν το μουσείο. Άφησαν πίσω τους την πολύβουη και ασθμαίνουσα πόλη και μπήκαν ευλαβικά στον προθάλαμο του κτιρίου, όπου τις τύλιξε μια δροσιά, που αναδυότανε λες από τ’ άσπρα μάρμαρα του δαπέδου. Κρατούσαν τα εισιτήρια στα ιδρωμένα τους χέρια, μην ξέροντας από πού ακριβώς έπρεπε να ξεκινήσουν και, μάλλον τυχαία, άρχισαν την περιήγηση απ’ την αριστερή αίθουσα. Εκεί, έχοντας κάνει μονάχα ελάχιστα βήματα, ανύποπτες και ολωσδιόλου απροετοίμαστες, βρέθηκαν μπροστά σε δύο τεράστιους αρχαϊκούς κούρους. Διάβασαν τις πινακίδες στις βάσεις τους κι έμειναν μαρμαρωμένες απέναντί τους ‒ οι κούροι κι οι κόρες. Η Αυγερινή δεκαεφτά χρονών και δύο μηνών ακριβώς, η Μελισσάνθη έναν μήνα μικρότερη. Πιάστηκαν ασυναίσθητα απ’ το χέρι και κοιτούσαν θαμπωμένες τα μνημειώδη αγάλματα, άλαλες, μέχρι που δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν από τα μάτια τους και να κυλάνε στα μάγουλά τους. Τόση δύναμη, τόση διαύγεια, τόση ενάργεια, τόσο κάλλος έκαναν όλα τους τα προβλήματα να μοιάζουν υποτυπώδη, κι αυτά τα δάκρυα ήταν από δέος και αγαλλίαση μπροστά σε κάτι που τις υπερέβαινε με τρόπο που δεν είχαν ποτέ φανταστεί και ούτε είχαν διαβάσει. Περνούσε η ώρα κι αυτές παρέμεναν ασάλευτες, χέρι χέρι, μπροστά στα αγάλματα, οι επισκέπτες τις κοίταζαν παραξενεμένοι κι ένας φύλακας έπειτα από λίγο τις ρώτησε διακριτικά μήπως χρειάζονταν κάτι. «Όχι, ευχαριστούμε», ψέλλισε η Μελισσάνθη και σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της.
Με πόδια βαριά προχωρήσανε ύστερα για την επόμενη αίθουσα και μετά σιγά σιγά για όλες τις άλλες, αλλά ήξεραν, χωρίς να μιλάνε, πως ό,τι κι αν έβλεπαν, είχαν διαρκώς τους δύο κούρους μπροστά τους. Τις κοίταζαν κατά μέτωπο με εκείνο το αμυδρό τους χαμόγελο, το αριστερό τους πόδι λιγάκι μπροστά, τα χέρια σφιγμένα γροθιές στους γοφούς και τα μαλλιά τους ριγμένα στις πλάτες. Τους κοίταζαν κι αυτές, καθεμιά με τον τρόπο της, η Αυγερινή και η Μελισσάνθη, όχι μονάχα τη μέρα αυτή που τους αντίκρισαν για πρώτη φορά, αλλά και όλες τις επόμενες μέρες, τους μήνες, τα χρόνια που έμελλε ν’ ακολουθήσουν.
Και οι «κούροι» που ασφαλώς ήρθαν μετά στη ζωή καθεμιάς, που δεν ήταν και λίγοι, κανείς μα κανείς τους ούτε στο ελάχιστο δεν αποτύπωσε τη δύναμη, τη διαύγεια, την ενάργεια και το κάλλος των κούρων εκείνης της μέρας του εφηβικού τους καλοκαιριού. Ίσως επειδή δεν ήταν σμιλεμένοι στο μάρμαρο, αλλά από σάρκα και αίμα. «Να είσαι εκτεθειμένος, γυμνός, πέρα απ’ τα όρια της πόλης, όποιας πόλης ορίζεις σαν τέτοια εσύ, με όλη την αποτροπιαστική δύναμη της ψυχής σου απέναντι στο κακό. Μπορείς να το κάνεις;» είπε κάποτε στη φίλη της η Αυγερινή ‒ για την ακρίβεια δεκατέσσερις χιλιάδες εννιακόσιες εξήντα δύο μέρες αργότερα απ’ την πρώτη τους επίσκεψη στο μουσείο. «Και να χαμογελάς με αγαλλίαση μπρος στο θαύμα», συμπλήρωσε η Μελισσάνθη τινάζοντας το τραπεζομάντιλο, και ήταν σαν να έμπαιναν επιτέλους τα πράγματα κάπως σε τάξη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]