Οι τρεις Ιούδες
Για την καινούργια προδοσία ήτανε τρεις Ιούδες απαραίτητοι
–οι δυο γυναίκες.
Μπορεί να λέγονταν Μαγδαληνή, Πέτρος, Μαρία.
Μπορεί και όχι.
Θα ήταν εύκολη η μοιρασιά στα τρία.
Τ’ αργύρια, η προδοσία, η ενοχή, οι τύψεις.
Α, όχι τύψεις.
Από άδολη αγάπη, λίγη ζήλια και πικρία έγινε ό,τι έγινε.
Εξάλλου, ο Ιούδας απαραίτητος στη διανομή των ρόλων.
Καταλύτης.
Μα η δουλειά δεν εξελίχθηκε όπως την περίμεναν.
Δεν ήταν τόσο εκείνος ο πορφυρός χιτώνας
στο υπαίθριο παζάρι υφασμάτων στην Καριώτ
που επέμενε να αγοράσει η Δεύτερη Ιούδας
αργύρια δεκατρία, που χάλαγε τη διαίρεση
όσο το βλέμμα του Ιησού
που στάθηκε στην Πρώτη λίγα λεπτά της ώρας παραπάνω.
Και ήρθε το μενεξεδί φιλί του απογεύματος
να αποδείξει
κατάσαρκα της Άνοιξης στα χείλη
Όχι μονάχα οι εραστές μα κι οι Απόστολοι
δεν το αντέχουν να μοιράζονται
στο κάτω-κάτω της Γραφής ούτε και οι φίλοι.
#
Λινό τραπεζομάντηλο
Με ροζ σιέλ μετάξι, αγαπημένο, προίκα της.
Το ύφασμα είχε ρουφήξει σώματα παλαιών ποικιλιών
απ’ το σχεδόν αρχαίο αμπέλι τους.
Δύσκολο νά ’βγουν οι λεκέδες.
Απόκρημνες αποκριές, μνημόσυνα, πικρές γιορτές.
Γενέθλια δε γιορτάζονταν στον τόπο εκείνο.
Περνούσανε απαρατήρητα όπως
οι απογοητεύσεις
οι μικρές επιλόχειες καταθλίψεις
οι ματαιωμένες απόπειρες.
Γενέθλια και ψυχικές δονήσεις θεωρούνταν μη γενόμενα.
Υπήρξαν και καλές στιγμές. Τότε που
έπλεξε σφιχτά τα δάχτυλά του στα δικά της
κρυφά κάτω από το πτι καρό και
της θρυμμάτισε τους πάγους μιας ζωής.
Τώρα απλωμένες πάνω στο πανί
με νιο κρασί φρεσκοπλυμένες
οι αγαπημένες φάλαγγες, τα κόκαλά του αυλοί
να τραγουδούν σκούρκοι σε πτήσεις ελικόπτερες
και βασιλιάδες χρυσοπράσινοι
από το σπίρτο μεθυσμένοι
μπορεί πάλι κι από τ’ ακουμπισμένο
στον τοίχο του νεκροταφείου
ξύλινο κασελάκι πεύκο
φρεσκοβαμμένο άρωμα ρετσινιού
φιλόξενη κυψέλη για τα μέλη του
υπόσχεση για νέα μεθύσια ουρανού.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]