Mετάφραση-Σχόλιο: Αχιλλέας Σύρμος
[Η Δεύτερη Καταδίκη [Ridënimi, 1996] είναι ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα του Fatos Lubonja με θέμα την εμπειρία των αλβανικών γκουλάγκ. Το έργο εστιάζει στην αφήγηση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς κατά το διάστημα 1978-1979, έπειτα από την αποστολή στην ηγεσία του ΚΚΑ δύο γραμμάτων από μια ομάδα εγκλείστων με αντικαθεστωτικό περιεχόμενο, και οδήγησαν τελικά στην εκτέλεση τριών συγκατηγορούμενων και στενών φίλων του συγγραφέα, του Xhelal Koprencka, του Fadil Kokomani και του Vangjel Lezho. Με τη Δεύτερη Καταδίκη, αυτό το καφκικό αφήγημα, ο Lubonja, ως ένας διεισδυτικός και οξυδερκής ανατόμος του χοτζικού ολοκληρωτισμού, εξετάζει ως άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση, κατά πρώτον, τις δομές ενός δαιδαλώδους και σκοτεινού συστήματος εξουσίας το οποίο έχει μετατρέψει τους ανθρώπους που το υπηρετούνε σε κυνικούς γραφειοκράτες μιας ανείπωτης φρίκης. Κατά δεύτερον, ενώ ο χώρος δράσης μεταφέρεται από το στρατόπεδο-ορυχείο του Σπατς στα κελιά των κεντρικών φυλακών των Τιράνων, ο ίδιος ο αφηγητής και οι ήρωες που τον πλαισιώνουν τοποθετούνται σταδιακά στο πιο οριακό σημείο του ανθρώπινου ψυχισμού, μπροστά στην απροσδιόριστη αγωνία του θανάτου, όπως αποτυπώνεται γλαφυρά και στο παρακάτω απόσπασμα.]
⸙⸙⸙
Από εκείνη τη νύχτα, ο θάνατος εισέβαλε στο κελί μου με μια σχεδόν ορατή μορφή. Το άγχος αυτής της εισβολής μετατράπηκε μέσα μου σε μια διάθεση επιθετική, η οποία με καταλάμβανε μέσα στη μέρα υπό το σχήμα ενός τρομακτικού οράματος. Έβλεπα τον εαυτό μου με χειροπέδες, με αλυσίδες στα πόδια και ένα κράνος στο κεφάλι γερμένο σε μια γωνιά του κελιού, σε μια διαρκή αναμονή μήπως άνοιγε η πόρτα και έρχονταν να με πάρουν για να με εκτελέσουν. Και, τελικά, η πόρτα άνοιγε τα μεσάνυχτα, και κάποια παράξενα όντα, που δεν ήταν ούτε άνθρωποι ούτε σκιές ούτε ζώα, με άρπαζαν και με έσερναν κάπου, σ’ ένα μέρος απροσδιόριστο, χαμένο. Εκεί με πυροβολούσαν στο κεφάλι.
[…]
Το πρωί της 23ης Απριλίου, αφού είχα ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις της πέμπτης πρωινής ώρας, καθόμουν τυλιγμένος με την κουβέρτα σε μια κατάσταση κοιμισμένου ούτε ξύπνιου. Είχα περάσει μία νύχτα γεμάτη εξουθενωτικά όνειρα και δεν είχα όρεξη να σηκωθώ και να ξεκινήσω τον μαραθώνιο των καθημερινών πηγαινέλα ούτε και να ανοίξω τα μάτια. Σε αυτή την κατάσταση ακηδίας μεταξύ ύπνου και ξύπνου ένιωθα κάπως απελευθερωμένος από τις βασανιστικές σκέψεις, γι’ αυτό και μου άρεσε να την παρατείνω. Αναπάντεχα, ένιωσα το κύμα ενός τραντάγματος που μου φάνηκε πως προέρχονταν από τα βάθη της γης. Για μερικές στιγμές δεν μπορούσα να καταλάβω πώς δεν έβρισκα θέση πάνω στο στρώμα του κελιού. Ένιωσα το σώμα μου καθηλωμένο από μια δύναμη ενάντια στην οποία δεν είχα καμιά δυνατότητα αντίδρασης. Πιάστηκα στον τοίχο, άλλα ούτε εκεί μπορούσα να βρω στήριγμα, αντίθετα σα να έχασα ακόμα περισσότερο την αίσθηση της ασφάλειας. Χρειάστηκα κάποιο χρόνο για να υποθέσω ότι ίσως είναι σεισμός, μάλιστα ισχυρός. Παρόλα αυτά, έτσι μέσα στο ρίγος, δεν ήμουν σε θέση να πω με σιγουριά αν έβλεπα κάποιο όνειρο ή ήμουν ξύπνιος.
Αυτός ο σεισμός σα να με γλίτωσε για λίγο από τα πλοκάμια της κατάστασης που βρισκόμουν. Σκέφτηκα πως υπάρχουν δυνάμεις πιο ισχυρές από τον άνθρωπο, θυμήθηκα τις μεγάλες καταστροφές που αφάνισαν χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις μέσα σε λίγες στιγμές, φαντάστηκα τον εαυτό μου σαν μια ασήμαντη ύπαρξη ανάμεσά τους και αυτό κάπως με καθησύχασε. Μπορεί να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς τους εκατομμύρια άτυχους που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος, είπα με τον εαυτό μου. Όμως αυτή η σκέψη δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα ξαναγύρισα στην πρώτη κατάσταση όπου την απώλεια της ζωής μου την εξίσωνα με την απώλεια του κόσμου. Άρχισα να τρέφω την ελπίδα ότι εμένα θα με προσπερνούσαν, αφού έπρεπε να υπήρχαν άλλοι στη σειρά πριν από εμένα, τους οποίους μπορεί να τους θεωρούσαν περισσότερο επικίνδυνους. Αυτή ήταν η μόνη παρηγοριά.
Ο λόγος που είχα σκεφτεί και ξανασκεφτεί να κρατήσω ενώπιον του δικαστικού σώματος, για όσο διάστημα αντιμετώπιζα μόνο τις κατηγορίες της προπαγάνδας και της κατασκοπείας, άρχισε να παίρνει μια άλλη μορφή εξαιτίας της παρείσφρησης του φόβου. Δεν ξέρω γιατί το θάρρος φάνταζε μέσα μου σαν ένα φίδι, το οποίο ήθελε να μου επιτεθεί, ενώ ο φόβος σα να καταλάμβανε όλο το υπόλοιπο μέρος του εαυτού μου. Ο φόβος, δηλαδή ο εαυτός μου, σαν να πολεμούσε με αυτό το φίδι, που τολμούσε να ξεμυτίσει από τα λημέρια της τιμής ή της αξιοπρέπειας όπου είχε το καταφύγιο· (ο φόβος) το χτυπούσε δυνατά και αυτό μαζεύονταν και φυλάγονταν, χωρίς όμως να παραιτείται από την προσπάθεια να βγει προς τα έξω. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως κατάλαβα περισσότερο από ποτέ γιατί η υπερηφάνεια εμφανίστηκε στον πρώτο άνθρωπο με τη μορφή ενός φιδιού. Με συνόδευε επίσης η αίσθηση ότι ο ηρωισμός, όταν δεν προέρχεται από κάποιο ένστικτο πολέμου ή θυμική έκρηξη, αλλά από την ανάγκη διαφύλαξης της τιμής και της αξιοπρέπειας μπροστά σε μια κατάσταση ταπεινωτική, είναι η πιο ισχυρή δύναμη που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, όμως συχνά δεν κατορθώνει να ξεπροβάλλει διότι ο φόβος είναι πολύ πιο ισχυρός από αυτή. Ακόμα περισσότερο όταν η δίκη δεν θα διεξάγονταν ανοιγμένων των θυρών όπου η παρουσία των ανθρώπων μπορεί κάπως να ενθάρρυνε την έκρηξη της υπερηφάνειας, αλλά θα διεξάγονταν πίσω από κλειστές πόρτες σε κανένα ανακριτικό θάλαμο υπό την παρουσία ανθρώπων που δεν θα είχαν καθόλου αυτιά για τέτοια ζητήματα. Θυμήθηκα, τότε, έναν από αυτούς τους κυνικούς αφορισμούς του Λα Ροσφουκώ σύμφωνα με τον οποίο ο πιο μεγάλος ηρωισμός του ανθρώπου εκδηλώνεται όταν, όντας μόνος, κάνει μια τόσο γενναία πράξη, την οποία οι περισσότεροι θα έκαναν υπό την παρουσία πολλών μαρτύρων· και απόρεσα πώς εκείνος μπόρεσε να ανακαλύψει αυτήν την αλήθεια χωρίς να δοκιμάσει ανάλογες καταστάσεις. Όμως, ύστερα, σκέφτηκα ότι εκείνος εννοούσε άλλου είδους ηρωισμούς.
Αυτή η εσωτερική πάλη άφηνε τον αντίκτυπό της επάνω στον φανταστικό μου λόγο που θα εκφωνούσα στο δικαστήριο, ο οποίος από συμπαγής βράχος μετατρέπονταν σε ένα σωρό ρινίσματα στρογγυλεμένης άμμου.
Με το πέρασμα των ημερών, παρόλα αυτά, βρήκα κάποιο είδος ισορροπίας, εξαιτίας, κυρίως, της ελπίδας ότι η σειρά των εκτελέσεων δεν θα έφτανε μέχρι εμένα. Μόνο που αυτή ήταν μια ελπίδα αρκετά ταραγμένη. Έμοιαζε με μια μικρή βάρκα, που ταλαντεύονταν στα κύματα μιας κατάμαυρης φουρτουνιασμένης θάλασσας, με κάποια ελάχιστη πιθανότητα να αγκυροβολήσει σε κάποιο λιμάνι.
⸙⸙⸙
[*Η μετάφραση του κειμένου αποτελεί μέρος του επιμέτρου της διδακτορικής διατριβής του Αχιλλέα Σύρμου με θέμα τη λογοτεχνία των αλβανικών γκουλάγκ. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
