Δούλευα στον υπολογιστή ακούγοντας ραδιόφωνο. Σε κάποια στιγμή η αισθαντική φωνή του Λουδοβίκου των Ανωγείων αναθεματίζει τον έρωτα. Είναι εκείνο το τραγούδι του που ξεκινά με τους στίχους:
Πάντα με πιάνει ο έρωτας
όσο πολύ κι αν τρέχω
γιατί είν’ εκείνος φτερωτός
κι εγώ φτερά δεν έχω.
Τι εξαίσια εικόνα! Ο αρχαίος θεός, πτερόεις, εφίπταται καταδιώκοντας τον άνθρωπο, που πεζός και καταϊδρωμένος προσπαθεί ν’ απομακρυνθεί απ’ τα βέλη του. «Πάντα» με πιάνει ο έρωτας. Με άλλα λόγια, «κάθε φορά» –γιατί δεν είναι μία η φορά και τέλειωσες. Κι εμείς πάντα το βάζουμε στα πόδια. Ή τουλάχιστον έτσι καμωνόμαστε, για να μην έχουμε να λέμε μετά –σε μας πιο πολύ– ότι δεν προσπαθήσαμε. Το ξέραμε από πριν ότι θα μας πιάσει. Φτερά είναι αυτά και καθιστούν τον έρωτα άφευκτο. Μα ότι δεν τρέξαμε, δεν θα μας το καταλογίσει ύστερα κανείς. Ούτε καν ο εαυτός μας. Κυρίως αυτός.
Η ίδια σύλληψη, και σχεδόν με τις ίδιες λέξεις, σ’ ένα δημοτικό δίστιχο που βρίσκω ψάχνοντας πρόχειρα στο διαδίκτυο. Σε μια μαντινάδα:
Πάντα με φτάνει ο έρωντας, όσο πολύ κι αν τρέχω,
γιατί ’ναι κείνος φτερωτός, μα ’γω φτερά δεν έχω.
Νιώθοντας να εντυπώνεται στο μυαλό μου, σα να με κυνηγά κι εμένα αυτή η εικόνα, συνεχίζω το ψάξιμο. Με πόση χαρά εντοπίζω, κάνοντας τώρα λίγο πιο συστηματική την αναζήτησή μου, το δίστιχο του Δροσίνη, απ’ τα Ειδύλλιά του το 1884:
Πάντα με φθάνει ο Έρωτας, όσω καλά κι’ αν τρέχω·
Εκείνος είνε φτερωτός κ’ εγώ φτερά δεν έχω.
Απαράλλαχτος ο Έρωτας, η καταδίωξη κι η συναίσθηση της ματαιότητας να προβάλει ο άνθρωπος αντίσταση σ’ αυτόν.
Κάτι, όμως, που με εκπλήσσει ακόμη περισσότερο: το δίστιχο αυτό του Δροσίνη δεν είναι παρά η ποιητική απόδοση ενός επιγράμματος από την «Ελληνική», την Παλατινή Ανθολογία. Το συγκεκριμένο επίγραμμα, που αποδίδεται στον ποιητή Αρχία, έχει ως εξής:
Φεύγειν δὴ τὸν ῎Ερωτα· κενὸς πόνος· οὐ γὰρ ἀλύξω/πεζὸς ὑπὸ πτηνοῦ πυκνὰ διωκόμενος (V59).
Ίδια διανομή, ίδια dramatis personae, ίδια πλοκή: ο Έρως στον ρόλο του πτηνού· ο Άνθρωπος στον ρόλο του πεζού διωκόμενου. Η κλιμάκωση εντοπίζεται στη σκηνή καταδίωξης. Η κορύφωση αφήνεται στη φαντασία του θεατή αυτού του διαχρονικού δράματος. Όσο για τη «λύση» του, αυτή δεν είναι άλλη από τη συνειδητοποίηση του «κενού πόνου», της ματαιοπονίας που συνιστά κάθε προσπάθεια διαφυγής. Μια κάποια λύσις είναι κι αυτή.
Αρχίας, Δροσίνης, μαντινάρηδες, Λουδοβίκος, τόσοι κι άλλοι τόσοι, το ίδιο κυνηγητό τελικά περιγράφουν. Την ίδια καταδίωξη υμνούν, τραγουδούν ή θρηνούν. Ένα αδιάκοπο κυνήγι ανθρώπινου κρέατος ο έρωτας, με τέλος προδιαγεγραμμένο κι επαναλαμβανόμενο με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο. Ιδρώτα κι αίμα· κόπο κι αιχμαλωσία μυρίζει ο έρωτας. Όσο για τα φτερά – αυτά παρέχουν απλώς, αιώνες τώρα, ένα βελούδινο πρόσχημα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Γλυπτό: «Έρως και ψυχή» του Antonio Canova. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]