Παραμονές Χριστουγέννων βγήκα στην αγορά. Φυσούσε ένας αέρας πικρός και δυνατός, Βαρδάρης ίσως. Πάλευε με τον σκούφο μου, μου πάγωνε τα χέρια μέσα από τα γάντια. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά.
Πήγα στο μαγαζί με τα γούρια, κάθε χρονιά αγόραζα από εκεί και, όσα δεν έδινα από κοντά, τα έστελνα με κούριερ, να πάνε την κατάλληλη μέρα. Κάθε χρόνο γούρια ποικίλα και πανέμορφα, ασημένια, πορσελάνινα ρόδια. Τα σκεφτόμουν κι ένιωθα χαρά, μια ψυχική ευφορία που είχα μήνες να νιώσω.
Το μαγαζί κλειστό. Φαντάστηκα πως θα είχε ανοίξει, αφού πουλούσε αυτά τα δώρα των γιορτών. Πήρα σε ένα κινητό που βρήκα, μήπως γίνεται κάτι, εδώ έξω να περιμένω και να μου τα φέρετε, χρόνια ψωνίζω, ξέρω ακριβώς τι θέλω. Μια φωνή ζεστή αλλά κάπως παράξενη μού είπε: «Φέτος, αυτή την ιδιαίτερη χρονιά, θα πρέπει να στείλετε κάτι ολόδικό σας».
Γύριζα σκεφτική, βαριά κι απογοητευμένη. Αυτές οι ανατροπές με τρέλαιναν. Τι να προλάβω τώρα και τι δικό μου; Τι θα πει «ολόδικό» μου;
Ξαφνικά, με μια κίνηση έβγαλα το κασκόλ που φορούσα –το είχα αγοράσει από ένα μαγαζί με vintage, να το φορώ τις γιορτές. Ήταν πλεγμένο με ασημένιο και χρυσό νήμα. Άρχισα να το ξηλώνω. Ασημένιες και χρυσές κλωστές αιωρούνταν. Ξήλωνα, ένιωσα πως πλέον ξήλωνα το δέρμα μου, κι άλλο, το στέρνο μου με μανία, πέρα ως πέρα. Κόκκινες ριπές προστέθηκαν, χάνονταν, σκορπίζονταν στον αέρα, ταξίδευαν στο άπειρο, γιορτινές ευχές ολόδικές μου.
Σκοτοδίνη. Ο αέρας σταμάτησε. Σαν σε παγωμένη εικόνα είδα θαμπά κάτι φωτάκια αναμμένα, γιορτινές γιρλάντες; Ένας άντρας, που περιέργως φορούσε λευκά, μου είπε: Όλα καλά θα πάνε. Με το καλό να έρθει η νέα χρονιά!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]