Στην αρχή – 13 Μαρτίου, δεν υπολογίζαμε τι μας περίμενε, κι αν είχαμε δει το κονβόι στη Γιουχάν, ανθρώπους κάθε ηλικίας με τις βαλίτσες να διώχνονται από τα σπίτια τους υποχρεωτικά, κινέζοι λέγαμε είναι αυτοί, ολοκληρωτικά καθεστώτα, εμείς όχι – τότε, είχε κιόλας αρχίσει το μεγάλο θανατικό στην Ιταλία, μου έστειλε μια φωτογραφία. Από τον πρωινό μου περίπατο, έγραφε. Μόλις είχα αποδεχθεί το αίτημα φιλίας του. Δεν τον ήξερα και κανονικά δεν είχε ελπίδες.
Όμως, ήμουνα μόνη στο σπίτι. Με τον Σταύρο, εκεί στην κρίση της μέσης ηλικίας, δεν αντέξαμε άλλο τη συμβίωση και τα βροντήξαμε κάτω. Τα παιδιά μας δουλεύανε μακριά. Ο Γιάννης στο Λονδίνο και η Φωτεινή στο Μόναχο.
Ευχαριστώ για την αποδοχή, έγραψα χαζεύοντας την ανεμώνα, που κουνιότανε στο κοίταγμά μου, όπως τα βλέφαρα όταν πεταρίζουν. Αυτός είναι έξω, ζήλεψα. Μπορεί να περπατάει εκεί που φυτρώνουν ανεμώνες.
Τυχερός! Πρόσθεσα, αλλά αντιστάθηκα στην παρόρμηση να φωτογραφίσω την απέναντι πολυκατοικία, το γκρίζο της χρώμα, το απεριποίητο μπαλκόνι, τα άχρηστα πράγματα, την παλιατζουρία. Μου φάνηκε άπρεπο, σκληρό. Σα να παραβίαζα μια άγραφη συμφωνία που είχαμε αρχίσει να τηρούμε σιωπηλά οι άνθρωποι, μάλλον υπακούοντας στο ένστικτο της επιβίωσης: Να δίνουμε ο ένας στον άλλον θάρρος. Και όχι να γκρινιάζουμε, ή να τονίζουμε τα άσχημα. Η κατάσταση ήταν έτσι κι αλλιώς ανυπόφορη. Αυτό που είχαμε όλοι ανάγκη ήτανε το ωραίο για να μας κρατήσει. Η ζωή που συνεχιζόταν, η ζωή που ανάσαινε και χωρίς εμάς εκεί έξω.
Αρκέστηκα λοιπόν σε έναν αντίχειρα σηκωμένο. Καλό! και μετά προσπάθησα να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου – με βιβλία ασχολιόμουνα, βιβλία που έγραψαν και θα εκδώσουν άλλοι, διόρθωνα, ωστόσο, κρυφά από όλους, είχα ξεκινήσει εδώ και καιρό να γράφω και το δικό μου. Τώρα ήταν η ευκαιρία μου. Εδώ κλεισμένη – δεν χρειάζεται πια να βρίσκω δικαιολογίες – θα μπορούσα να το προχωρήσω, να διορθώσω ό,τι δεν έστεκε στον αληθινό κόσμο και δεν έπειθε για φανταστικό, να αποφύγω δηλαδή όσο μπορούσα τον ερασιτεχνισμό και τις ευκολίες και …
Τέλος πάντως δε θέλω να παρασυρθώ σε αυτοαναφορικότητες, το θέμα μου είναι ο τύπος που ζούσε στην επαρχία, όπως υπέθετα, δηλαδή στην εξοχή, δεν ήξερα την ηλικία του, τον χαρακτήρα του, πώς ήταν εξωτερικά, με τι ασχολιότανε κλπ., αλλά μου είχε στείλει μια απλή ανεμώνα και ενώ τόσα και τόσα λουλούδια είχαν έρθει ως τώρα στο ίνμποξ, ευχαριστώ για την αποδοχή, και ολόκληρες ανθοδέσμες με κορδέλες και όμορφο περιτύλιγμα, τούτη η μοναχή ανεμώνα καρφώθηκε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ό,τι κι αν έκανα.
Πάντως, δούλεψα καλά κείνη τη μέρα και μαγείρεψα με επιτυχία το απλό φαγητό μου – καλύτερα να τρώμε ελαφρά, να μην επιβαρύνουμε το ανοσιοποιητικό μας, είχα διαβάσει κάπου και μου εντυπώθηκε στον εγκέφαλο με κεφαλαία.
Το άλλο πρωί, νωρίς, καθώς έπινα τον καφέ μου ήρθε κι άλλο λουλούδι. Ένα μικρό μοβ λουλουδάκι φωτογραφημένο από πολύ κοντά, με κάπως θαμπά τα λεπτά του φυλλαράκια. Το ήξερα, το γνώρισα το φτωχό λουλουδάκι πάλι μέσα στο πράσινο φόντο του – φράχτης ήταν, η άκρη του δρόμου ή μπορεί χωράφι ανθισμένο.
Καλημέρα πάλι και τίποτα άλλο. Κι εγώ καλημέρα. Ούτε γκρίζα πολυκατοικία, ούτε γκρίνια καμία.
Όλη την εβδομάδα μου έστελνε λουλούδια. Κάτι μικρά ταπεινά, ασήμαντα λουλουδάκια. Κι εγώ, που στην αρχή μόνο ευχαριστώ, τον μιμήθηκα. Μια γραμμή από τα κάγκελα του μπαλκονιού μου, το πράσινο φύλλο που μόλις έσκαγε στο αναρριχώμενο της γλάστρας μου – σε διαμέρισμα ζούσα, από τις γλάστρες παρακολουθούσα τις εποχές και τη μεταμόρφωση της φύσης. Απαντούσα λοιπόν με λεπτομέρειες της δικής μου ζωής, της ζωής που ανάσαινα. Ίσως απ’ αυτές να έβγαινε και συμπέρασμα για τη ζωή που ήμουν. Για κείνον μάθαινα μόνο το κριτήριό του να αγγίζει την ευαισθησία μου καθώς έστελνε λεπτομέρειες μιας γνώριμης σε μένα χλωρίδας. Μια τσουκνίδα, πράσινο ανοιχτό, το μπουμπούκι της λεμονιάς, εκείνο το έτοιμο ανθάκι που μοσχοβολάει, τον ανθισμένο ασπάλαθο, κίτρινο με τα αγκάθια του έτοιμο να αγκυλώσει τους τύραννους…
Είχα μείνει σ’ αυτό το κλαρί του ασπάλαθου πολλή ώρα σχεδόν το μύρισα, σχεδόν ένιωσα στα δάχτυλά μου τα τρυφερά του μικρά πράσινα φυλλαράκια μαζί με τα αγκάθια του που μπαίνουν αμείλικτα στο δέρμα και πονάνε μετά πολύ, και χρειάζονται το βελόνι και μάτια νεαρά – έλα παιδάκι μου συ που γλέπεις να μου βγάλεις έν’ αγκάθι, σφάχτηκα με κείνα τα σφάλαχτρα.
Αυτή τη φωτογραφία μού την έστειλε την Παρασκευή, κι εγώ, αφού άφησα πολλή ώρα να περάσει, χάζευα, μύριζα και θυμόμουνα πάνω από το μικρό κίτρινο ανθάκι, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του φωτογράφισα μια σελίδα από το βιβλίο που έγραφα. Ήτανε μια ιστορία – αυτοβιογραφική – τη δούλευα καιρό και τώρα είχα φτάσει στο σημείο, που κείνος ο άθλιος δάσκαλος μας έβαζε χέρι, σε μας τα κορίτσια. Αυτό έγραφα, αυτό το βίωμα είχα στη σελίδα 131 και αυτή φωτογράφισα να του στείλω. Παρασυρμένη από ενθουσιασμό, από συγκίνηση για τα σφάλαχτρα και ό,τι ήταν και σήμαιναν για μένα που μεγάλωσα στην επαρχία – είχα γιαγιά που φορούσε μακριά μαύρα φουστάνια και μπερέζα στο κεφάλι της – και οπωσδήποτε, απορροφημένη από αυτό που έγραφα, σε καραντίνα είμαστε, μόνη μου, πάνω από δέκα μέρες χωρίς να βγω έξω, χωρίς να δω φυσικό άνθρωπο και να αγγίξω άλλον εκτός από τον εαυτό μου, έστειλα σ’ αυτόν τον άγνωστο μια σελίδα από το βαθύτερό μου παρελθόν, μια σελίδα από αυτό που ήμουν πραγματικά.
Την άλλη μέρα δεν ήρθε φωτογραφία. Ήτανε Σάββατο.
Έκλεισα τον υπολογιστή και όπως κάθε Σάββατο, αποφάσισα να καθαρίσω το σπίτι. Δεν έκανα όμως σε βάθος καθαριότητα, σα να μην είχα όρεξη, σα να μη μπορούσα να τραβήξω το ψυγείο, να τρίψω το μπάνιο, να ανέβω στο σκαμνί και να πάρω τη σκόνη από τα ράφια της βιβλιοθήκης.
Κάθε τόσο, διέκοπτα ό,τι έκανα και τσέκαρα το κινητό μου.
Όχι. Ως το βράδυ κανένα λουλούδι.
«Αγαπημένη μου κόρη! Λατρευτό μου πλάσμα. Σάρκα από τη σάρκα μου και αίμα από το αίμα μου!
Ο έρωτας δεν έρχεται κατά παραγγελία. Συμβαίνει όταν δεν το περιμένουμε. Συμβαίνει όταν ξενοιάζουμε από τα σχέδια, όταν χαλαρώνουμε από τις αναστολές και τις προσδοκίες μας. Ή μπορεί ακόμη να συμβαίνει και εν αγνοία μας καθώς μας μιλάνε για κάποιον και φτιάχνουμε εικόνα γι’ αυτόν, προτού ακόμη τον συναντήσουμε.
Δεν ερωτευόμαστε έτσι και αλλιώς αυτό που είναι ο άλλος – και ποιος ξέρει τι είναι ο καθένας – αλλά ό,τι εμείς βλέπουμε σ’ αυτόν…»
Δεν έλαβα τίποτα ούτε την Κυριακή.
Τη Δευτέρα όμως, ναι τη Δευτέρα, (είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες εγκλεισμού) πριν το μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας κι άνοιξα το θυροτηλέφωνο, αυτό που είχαμε βάλει απ’ όταν ακόμη ζούσε ο δραστήριος ιδιοκτήτης, ο παλιός οικοπεδούχος, που μεταχειριζότανε την πολυκατοικία σαν να ήτανε σπίτι του. Είδα στην οθόνη τον νεαρό με μάσκα και γυαλιά. Κούριερ, μου είπε. Έβαλα παντελόνι, παπούτσια και μια ζακέτα γιατί ακόμη έκανε κρύο. Ο Μάρτης στα τελευταία του. Πήρα τα κλειδιά μου και κατέβηκα με τις σκάλες. Δεν ήθελα να μπω στο ασανσέρ. Δεν ήθελα να το περιμένω, δεν ήθελα να πατήσω κουμπιά, να κλειστώ σε τοίχους και να στέκομαι ακίνητη.
Στην είσοδο βρήκα το δέμα αφημένο στο μάρμαρο, αλλά χρειάστηκε να πιάσω το στυλό του νεαρού και να ακουμπήσω πάνω στα χαρτιά του να υπογράψω.
«Δεν είναι σαν την άλλη φορά με τον πατέρα σου που δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Ανεβοκατέβαινε το στομάχι μου κι έλεγα πως αρρώστησα».
Μέσα στο δέμα είχε πολλά. Πρώτα ένα μπουκέτο άγρια λουλούδια. Από κάτω ένα γράμμα – επιστολή σε φάκελο με το όνομά μου απέξω και το δικό του πάνω αριστερά, με τον παλιό τρόπο της αλληλογραφίας. Ένα βάζο μέλι, λίγες σταφίδες, και μια σελίδα εκτυπωμένες φωτογραφίες. Δυο άντρες στις φωτογραφίες, ένας νέος και ένας μεγαλύτερος που μοιάζανε πολύ. Σαν παζλ.
«Πού κρύβονται όλες οι λέξεις, οι εικόνες, η συγκίνηση που υγραίνει τα μάτια και τρεμουλιάζει το κορμί. Υπάρχουν και περιμένουν την περίσταση; Μαζεύονται, λουφάζουν και όταν έρθει η ώρα πετάγονται και τα κάνουνε όλα λίμπα και ίσιωμα; Και αν δε συμβεί η περίσταση τι γίνονται όλα αυτά; Πού πάνε; Τι συμβαίνει στο σώμα και στην ψυχή και στο μυαλό που τα τρέφει, τα γεννάει και τα δημιουργεί, αν δεν τα βγάλει από μέσα του; αν δεν κυλήσουν προς τον άλλον, που τα περιμένει να τα ρουφήξει διψασμένος και πρόθυμος…»
Ήταν στην ηλικία μου πάνω κάτω, ζούσε κι αυτός μόνος του και είχε πληγές που έβγαζαν ακόμη αίμα.
Δε θα γράψω τα κλισέ, ηλεκτρισμός και τέτοια. Πού ξέρουμε για τον ηλεκτρισμό. Ούτε μπορώ να μεταφέρω ένα διάλογο, θα φανεί μάλλον χυδαίος και φτηνός.
Μόνο θα πω ότι φουσκώνει το στήθος μου, σαν το μπαλόνι που γεμίζει αέρα. Φυσάει το παιδί τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του, μεγαλώνει, μεγαλώνει το μπαλόνι, κυριεύει το χώρο, παίρνει σχήμα, τεντώνεται, όλο τεντώνεται, τόσο που αν δεν προσέξει το παιδί – το νιώθει στις παλάμες το τσίτωμα και το περιθώριο – το μπαλόνι θα σπάσει, θα γίνει κομματάκια μικρά, ασήμαντα, λεπτές πλαστικές πέτσες γεμάτες σάλια, μαλακές και ζαρωμένες.
Όσο φουσκώνει το στήθος να πλαντάξει, το πρόσωπό μου γίνεται λείο σα να τσιτώνεται το δέρμα, όπως όταν το κύμα γλύφει και δροσίζει τη γυμνή σάρκα μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Και οι ώμοι χαλαρώνουν, όλο το σώμα αλαφρώνει από το βάρος του λες και δε βρίσκεται στη γη, λες και οι φυσικοί νόμοι για λίγο έχουν ανασταλεί…
Κι άλλα πολλά, σελίδες μπορώ να γράψω, όμως προτιμώ εδώ να σταματήσω. Δε θέλω να περιγράψω ούτε να αναλύσω τον έρωτα – ο καθένας πολλαπλασιάζει και προσθέτει, ανάλογα με την ευαισθησία του. Η δική μου επιθυμία – λαχτάρα, αχ και λυγμός και… – είναι να τον ζήσω. Τον έρωτα. Ό,τι είναι, ό,τι συμβαίνει και ό,τι πρόκειται να συμβεί.
«Ω! ναι κόρη μου, αγαπημένη! Ναι, ακριβό μου παιδί, ψυχή της ψυχής μου. Η ομορφιά του κόσμου δεν τελειώνει. Να το θυμάσαι αυτό. Ο τελευταίος μου λόγος, αυτός που θέλω να σου αφήσω τελευταίον»
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Αγαπητοί μου κύριοι,
παρακαλώ δεχτείτε το διήγημα της μητέρας μου. Το βρήκα χειρόγραφο στο γραφείο της χτες που έφτασα με ειδική άδεια να τη φροντίσω. Πιστεύω πως θα ήθελε να προλάβει την προθεσμία.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Με εκτίμηση
Σ.Σ.
31-5-2020
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Edward Hopper. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]