Ένα καλοκαιρινό πρωινό
σαν το πρώτο πρωινό του κόσμου
μ’ ενθουσιάζει και
την ίδια στιγμή με απελπίζει.
Το μεγαλείο του
και η ξιπασμένη μοναξιά του
στα βότσαλα χαράζονται
παραμυθίας αρχέγονη γραφή.
Κανένα καλοκαιρινό πρωινό
Δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο
η μοναδικότητά του από των γλάρων
τις διαθέσεις καθορίζεται
κι από των βράχων
την καθημερινή ελάχιστη διάβρωση.
Η θάλασσα αχόρταγη τα πρωινά μας
καταπίνει
με τα χιλιάδες μάτια της κατασκοπεύει
κορίτσια με γυαλιστερά μαγιό
κι αγόρια ντροπαλά
-πασχίζοντας να κρύψουν την ακμή τους –
να τρέχουν προς το καλοκαίρι
δίχως να υποψιάζονται πως στον βυθό
ανήμπορη ψυχορραγεί
η αθωότητά τους.