Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
.
ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ ΛΕΎΚΗ, τα φύλλα σου μάτια λευκά που ανοίγουν στο σκοτάδι.
Της μάνας μου τα μαλλιά ουδέποτε άσπρισαν.
Πικραλίδα, πράσινη σαν την Ουκρανία.
Η ξανθιά μάνα μου δεν γύρισε πια.
Σύννεφο φορτωμένο βροχή, χασομεράς στις πηγές;
H βουβή μάνα μου κλαίει για όλους.
Στρογγυλό αστέρι, τυλίγεις τη χρυσή θηλιά.
Της μάνας μου την καρδιά τη λάβωσε μολύβι.
Δρύινη πόρτα, ποιος σ΄έβγαλε απ΄τ΄άγκιστρα;
Η γλυκιά μάνα μου δεν μπορεί να΄ρθει.
*
ESPENBAUM, dein Laub blickt weiß ins Dunkel.
Meiner Mutter Haar ward nimmer weiß.
Löwenzahn, so grün ist die Ukraine.
Meine blonde Mutter kam nicht heim.
Regenwolke, säumst du an den Brunnen?
Meine leise Mutter weint für alle.
Runder Stern, du schlingst die goldne Schleife.
Meiner Mutter Herz ward wund von Blei.
Eichne Tür, wer hob dich aus den Angeln?
Meine sanfte Mutter kann nicht kommen.
**
Το ποίημα «Τρεμάμενη λεύκη» δημιουργήθηκε πιθανόν κατά την περίοδο της μετεγκατάστασης του Π. Τσέλαν από το Τσέρνοβιτς στο Βουκουρέστι (1945) και ανήκει στον κύκλο «Η άμμος των τεφροδόχων» της ποιητικής συλλογής «Μήκων και μνήμη». Τρία χρόνια πριν οι γονείς του είχαν δολοφονηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι ο θάνατος της μητέρας του ποιητή, αποτελώντας ταυτόχρονα σημείο μνήμης για όλα τα θύματα του Ολοκαυτώματος.
Το ποίημα αποτελείται από δέκα ανομοιοκατάληκτους στίχους, οι οποίοι ανά δύο σχηματίζουν μια στροφή. Το άτιτλο ποίημα ξεκινά απευθυνόμενο στην τρεμάμενη λεύκη ( populus tremulus ή τρεμόφυλλη λεύκη) παραπέμποντας έτσι σε αντίστοιχα ρουμάνικα δημοτικά τραγούδια, τα οποία όμως έχουν συνήθως ομοιοκαταληξία. Ο Τσέλαν βασίζεται άρα αφενός στην λογοτεχνική παράδοση της πατρίδας του, την ίδια στιγμή όμως «σπάει» αυτήν την παράδοση απορρίπτοντας την ρίμα, ακολουθώντας τη μορφή της αντιπαράθεσης μεταξύ πρώτου και δεύτερου κάθε φορά στίχου.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, η αντιπαράθεση αυτή συντελείται μέσω μιας αντίταξης ζωής και θανάτου. Έτσι, ο πρώτος στίχος κάθε ζεύγους αντιπροσωπεύει ένα είδος θέσης για τη ζωή, αφού η λεύκη (1ος στίχος), η πικραλίδα (3ος ) και ο δρυς ( 9ος ) αποτελούν ως φυτά σύμβολα ανάπτυξης, άνθησης και επομένως ζωής. Ο δεύτερος στίχος κάθε ζεύγους αντίθετα εκπροσωπεί, μέσω μιας αντιπαράταξης με τον προηγούμενο, το θάνατο – αυτόν της μητέρας – , αλλά ταυτόχρονα επίσης το θάνατο εκατομμυρίων δολοφονημένων Εβραίων: «Η βουβή μάνα μου κλαίει για όλους»(6ος στίχος).
Αντιθέσεις, ωστόσο, δεν παρουσιάζονται μόνο στην βασική δομή του ποιήματος και την αντίταξη ζωής και θανάτου, αλλά και σε αυτά τα ίδια τα θεματικά ζεύγη:
Στο πρώτο ζεύγος υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Έτσι, στον πρώτο κιόλας στίχο, τα ελαφρύτερα, άνω φύλλα της λεύκης διακρίνονται στο σκοτάδι σε αντίθεση με τα μαλλιά της μητέρας στον στίχο που ακολουθεί. Επειδή η μητέρα πέθανε νέα, τα μαλλιά της δεν έγιναν ποτέ λευκά ή γκρίζα, ώστε να μπορούν κάποτε να γίνουν ορατά στο σκοτάδι. Η τρεμάμενη λεύκη, ως κάτι ζωντανό, συνυπάρχει ολόφωτη με το σκοτάδι, όμοια όπως το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σε ένα Εσύ: «Τρεμάμενη λεύκη, τα φύλλα σου […]», σε έναν συνομιλητή δηλαδή, εν αντιθέσει προς τη νεκρή μητέρα, η οποία στερείται συντρόφου, φωτός – υπό τη μορφή λευκών μαλλιών – ή σκότους.
Μια ασύμπτωτη αντίθεση παραμένουν στους στίχους 3 – 4 η πατρίδα και η επιστροφή, μια και η «[…] ξανθιά μητέρα δεν γύρισε πια» στην Ουκρανία, την πατρίδα της. Η πικραλίδα, που εδώ συμβολίζει την πατρίδα, έχει καταπράσινα φύλλα. Η ξανθιά μητέρα δεν επιστρέφει πια. Η νεκρή και άλαλη μητέρα χύνει κάπου μακριά – στο επέκεινα – τα δάκρυα της. «Η βουβή μου μάνα κλαίει για όλους» ( 6 στχ. ), για όλα δηλαδή τα θύματα του Ολοκαυτώματος, ενόσω ένα σύννεφο βροχής περνάει την ώρα του άσκοπα κοντά στις πηγές, χωρίς όμως να τις γεμίζει. Η ερώτηση του ποιητικού υποκειμένου προς το σύννεφο, ως κίνηση που προϊδεάζει την αρχή μιας συνομιλίας, παραμένει αναπάντητη.
Το στρογγυλό αστέρι, ο συνομιλητής του 7ου στίχου, παραπέμπει μεν στο ιουδαϊκό αστέρι ως προσωποποίηση του εβραϊκού πολιτισμού, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί απόδειξη για τον διασυρμό των Εβραίων δημιουργώντας αντίθεση με το μολύβι των Γερμανών που σκότωσε τη μητέρα. Το κυκλικό αστέρι, που δεν έχει γωνίες αλλά φέγγει χρυσό, αποπνέει δυναμισμό, ελαφρότητα και ζωή σε αντίθεση με τη μολυβένια σφαίρα, η οποία – σκουρόχρωμη και βαριά – σπέρνει το θάνατο. Βαριά συνήθως όμως είναι και μια δρύινη πόρτα. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, ότι η πόρτα του 9ου στίχου λείπει από το κάσωμα, αφού κάποιος την έχει βγάλει από τους μεντεσέδες. Ξύλινο όμως παρουσιάζεται και το πλαίσιο ολόκληρου του ποιήματος, καθώς μοιάζει να περιβάλλεται από την τρεμάμενη λεύκη του 1ου στίχου και τον δρυ του 9ου. Στο ποίημα κυριαρχούν οι έννοιες της «διεξόδου» και του «εγκλεισμού», μια και δεν λείπει μόνο η πόρτα από το ξύλινο πλαίσιο, αλλά και η μητέρα ως περιεχόμενο της πραγματικής ζωής.
Η δρύινη πόρτα που προηγουμένως εμπόδιζε την πρόσβαση στο ποίημα, έχει πια χαθεί και το κάσωμα είναι άδειο. Το ίδιο «κενό» παρουσιάζεται το ποίημα αναφορικά με τη νεκρή μητέρα, η οποία δεν μπορεί να περάσει πια μέσα από καμιά πόρτα. Αυτό που ωστόσο έχει μείνει, είναι η δυνατότητα εισόδου του αναγνώστη σε έναν γλωσσικό χώρο, σε ένα πυκνό δίκτυο από αντιθέσεις, παρουσίες και απουσίες.
Το ποίημα από την άποψη της γλωσσικής δομής, τονίζει τις έννοιες της πληρότητας αλλά και της έλλειψης – η ζωή και ο θάνατος είναι μεταξύ τους στενά συνυφασμένα, γιατί η μητέρα, παρά τον αδιαμφισβήτητο θάνατο της, φαίνεται να είναι παρούσα – να έχει επιζήσει μέσα στο ποίημα – το ίδιο όπως τα εκατομμύρια θυμάτων του Ολοκαυτώματος συνεχίζουν να ζουν στην μνήμη.
Melanie Anders
[Φωτογραφία: επεξεργασμένος πίνακας της Kathe Kollwitz]