frear

11.11.1989: Ο Μαέστρος Μστισλάβ Ροστροπόβιτς στο Τείχος του Βερολίνου

 

«Ένας φίλος μού τηλεφώνησε βράδυ στο Παρίσι: “Άνοιξε αμέσως την τηλεόραση”. Κάτι σοβαρό θα πρέπει να γινόταν διότι έδειχναν σε απευθείας σύνδεση ένα πλήθος θορυβώδες, ταραχή, φασαρία. Δεν ήξερα πού συνέβαιναν όλα αυτά. Άνθρωποι ήταν ανεβασμένοι σε ένα είδος πλατφόρμας και σήκωναν στα χέρια τους άλλους που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν. Νέοι σκαρφάλωναν, γέροι χειροκροτούσαν, υπήρχαν λουλούδια, δάκρυα, τραγούδια, ένα μπουκάλι σαμπάνια. Ξαφνικά κατάλαβα. Βερολίνο. Το Τείχος. Το Τέλος. Και έκλαψα. Έπρεπε να πάω εκεί. Δεν χωρούσε αμφιβολία. Αυτό που συνέβαινε με αφορούσε. Επρόκειτο για την ιστορία της ζωής μου.

«Πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Ριμπού. “Αντουάν χρειάζομαι ένα αεροπλάνο. Πρέπει να είμαι στο Βερολίνο αύριο.” Κατά την πτήση δεν είπα λέξη. Είχα το βιολοντσέλο μου, ήθελα να παίξω Μπαχ. Για μένα μόνο. Για να ευχαριστήσω τον Θεό.

«Ο Αντουάν ήταν διακριτικός. Μόνο όταν φθάσαμε με ρώτησε. “Μας περιμένουν εδώ;”. “Όχι, κανείς”. “Τι κάνουμε λοιπόν;”. “Παίρνουμε ένα ταξί και πηγαίνουμε”. Στον ταξιτζή φώναξα: “Στο Τείχος”. “Το Τείχος είναι μεγάλο, πού ακριβώς;”. “Όπου θέλετε! Δεν με νοιάζει!”. Τα λόγια είναι ανίκανα να εκφράσουν ορισμένες χαρές. Οι λέξεις είναι φτωχές, ασήμαντες, ανεπαρκείς. Υπάρχει όμως η μουσική. Μπαχ, φυσικά, πάντα. Με γεμίζει, με πλημμυρίζει.»

Ο Ροστροπόβιτς βρισκόταν στο διαμέρισμά του στο Παρίσι όταν είδε σκηνές από το Βερολίνο, νεαρούς οπλισμένους με κασμάδες να επιτίθενται με μένος στο τσιμέντο μπροστά στο απαθές ή και χαμογελαστό βλέμμα των στρατιωτών, παιδιά να αποθέτουν λολούδια, δάκρυα να κυλούν. Και θέλησε να βρεθεί και αυτός εκεί, στα ριζά του Τείχους, για να εκπληρώσει «έναν προσωπικό εορτασμό». Ήταν μια πολύ ιδιωτική στιγμή, λέει. Μια πράξη που εμπεριείχε «προσευχή» και που θα την έκανε ακόμη και «υπό την απειλή όπλου». Δεν ήταν συναυλία, πόσο μάλλον θέαμα. «Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν φωτογραφίες, δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν».

Βιαστικός καθώς έφυγε με το βιολοντσέλο του, ο μαέστρος ξέχασε να πάρει μαζί του μια καρέκλα. «Το αντιλήφθηκα μπροστά στο Τείχος. Δεν υπήρχε μέρος να καθήσω! Ήμουν συντετριμμένος. Δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει ότι αυτό το απλό αξεσουάρ μού ήταν τόσο απαραίτητο όσο και το πολύτιμο όργανό μου. Πάντα με απάλλασσαν από αυτή την έγνοια! Με το βιολοντσέλο παραμάσχαλα χτύπησα το κουδούνι ενός θυρωρού για να δανειστώ μια καρέκλα. Εκείνος με αναγνώρισε: “Είστε ο Ροστροπόβιτς;”. Και χάθηκε για τρία λεπτά, επιστρέφοντας με μια καρέκλα και καμιά εικοσαριά άτομα!»

Ο βιολοντσελίστας όμως θα έπαιζε για τον εαυτό του και «για να ευχαριστήσουμε τον Θεό». Ήθελε να παίξει Μπαχ. «Είχα επιλέξει τα πιο χαρούμενα κομμάτια του αλλά, δεν ξέρω γιατί, βγήκαν λυπητερά». Τότε ρώτησε: «Θέλετε να παίξω κάτι εις μνήμην εκείνων που πέθαναν προσπαθώντας να περάσουν το Τείχος;». Διάλεξε μια Σαραμπάντα και την ώρα που το δοξάρι του άγγιζε τις υψηλές νότες, δάκρυα κύλησαν στα μάτια ενός νεαρού.

«Όλη μου η ζωή βρίσκεται εκεί μέσα. Μα ποιος θα μπορούσε να καταλάβει; Είναι η δική μου ιστορία. Εκείνη την ημέρα του Νοεμβρίου 1989 γιόρταζα την επανένωση των δύο κομματιών της ζωής μου, τη διάσπαση της οποίας συμβόλιζε το μισητό Τείχος. Από τη μια πλευρά βρισκόταν το παρελθόν μου, η χώρα μου, οι ρίζες μου. Και από την άλλη, η εξορία μου, η δουλειά μου, το μέλλον μου. Κάθε κομμάτι της ζωής μου τόσο ερμητικά κλειστό που πίστευα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να τα ενώσω, πράγμα που με έκανε να αισθάνομαι ακρωτηριασμένος, ανολοκλήρωτος».

«Ογδόντα χρόνια κομμουνισμού δεν σβήνονται με μπουλντόζες και κασμάδες. Η καχυποψία, η παθητικότητα, η προδοσία δεν αλλάζουν σε 100 ημέρες. Η μετάβαση είναι δύσκολη στην Ανατολή. Είμαι όμως αισιόδοξος. Το Τείχος θα εξαφανιστεί σιγά σιγά από το μυαλό μας».

[Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου (1.11.1989), παρουσιάζουμε αποσπάσματα από κείμενο της Annick Cojean που αναδημοσιεύτηκε στο Βήμα από τη Monde, στις 2.11.1997.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη