Στον δρόμο που μένω, λίγο πιο πάνω, σε μια ανηφορίτσα στο κέντρο της Πάτρας, ζει μόνη της μία γριούλα σ’ ένα διαμέρισμα που βρίσκεται στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Συνηθίζει να κάθεται στο μπαλκόνι όρθια, φορώντας μια καρό ρόμπα και στρογγυλά γυαλάκια, και να χαζεύει τους περαστικούς και τα αυτοκίνητα. Είναι μία συμπαθητική ευτραφής γριούλα γύρω στα 80, ίσως και παραπάνω. Την έχω δει να περπατά στη γειτονιά δύσκολα, βήμα-βήμα. Παρόλα αυτά στο μπαλκόνι στέκεται πάντα όρθια. Είναι ένα μικρό μπαλκονάκι στο οποίο δεν χωράει ούτε καρέκλα. Είναι απ’ αυτά τα χαμηλά μπαλκονάκια στα υπερυψωμένα ισόγεια των πολυκατοικιών, όπου μπορείς ακόμα και να σκαρφαλώσεις. Από κάτω από το μπαλκονάκι της περνά πεζοδρόμιο. Περνώ κι εγώ αρκετά συχνά. Όταν πλησιάζω κάτω από το μπαλκονάκι, θέλοντας και μη, κοιτώ πάντα προς τα πάνω. Τις περισσότερες φορές τη βλέπω εκεί όρθια να κοιτάζει. Την πρώτη φορά που πέρασα, όταν μετακόμισα σ’ αυτή την ήσυχη και γραφική γειτονιά του κέντρου, θυμάμαι που με ρώτησε: «τι ώρα είναι;». Γύρισα και της είπα ευγενικά την ώρα. Τίποτα παράξενο – εκτός από τη χαρακτηριστική βέβαια εικόνα της γιαγιάς, μιας γιαγιάς σαν από παιδικό παραμύθι. Τη δεύτερη φορά με ρώτησε πάλι τι ώρα είναι. Την τρίτη το ίδιο. Πάνε τώρα δέκα χρόνια, ίσως και παραπάνω. Δεν θυμάμαι να έχω περάσει ποτέ από το μπαλκονάκι της και να μη με έχει ρωτήσει το ίδιο πράγμα, τι ώρα είναι. Σήμερα το πρωί πέρασα ξανά αλλά αυτή απουσίαζε. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών και κατάφερα να δω ανάμεσα από τις μισάνοιχτες κουρτίνες το εσωτερικό του σπιτιού της. Ήταν η κουζίνα. Δίπλα σ’ ένα παλιό αμερικανικό ψυγείο γυάλιζε στον τοίχο ένα στρογγυλό κάδρο, το τζάμι του αντανακλούσε το φως του δρόμου. Πλησίασα το κεφάλι μου. Σχεδόν το έβαλα ανάμεσα από τα κάγκελα, μέχρι που αναγνώρισα τους δείκτες. Το «κάδρο» ήταν ένα μεγάλο παλιό ρολόι τοίχου. Ένα ρολόι με δείκτες, που λειτουργούσε άψογα.
