«Χριστούγεννα, Αι Βασίλης, Φώτα». Είχε μόλις ξαναδιαβάσει δυνατά τον «Έρωτα στα Χιόνια», άλλη μια φορά και φέτος. Καλά είχαν περάσει, μόνο το βλέμμα του πατέρα του παρέμενε απλανές σαν να μην τον συγκινούσε πια η όμορφη αυτή ιστορία. Αρμέ μπετόν η ψυχή του, τριμμένο μωσαϊκό που γυάλιζε επικίνδυνα.
«Πρόσεχε μην πέσεις, μην γλιστρήσεις», του λέγαν ολόγυρα αλλά αυτός δεν σηκωνόταν, πώς να πέσει;
Σηκώθηκε ο Στέλιος και άρχισε να ξεστολίζει το δένδρο. Μόνος του στόλιζε, μόνος του ξεστόλιζε, γιατί η γυναίκα του όλο και κάτι πάλευε στην κουζίνα. Σηκώθηκε και η μικρή να βοηθήσει.
«Φέρε τα κουτιά, στη ντουλάπα του διαδρόμου τάχω».
Κάθισε στην καρέκλα. Κτύπησε το τηλέφωνο αλλά δεν σηκώθηκε. Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται η μάνα του. Ερχόταν προς αυτόν ευθυτενής με εκείνη την μαρμάρινη αίσθηση των νεκρών καρφιτσωμένη στα χείλη.
«Θα το περάσεις και αυτό το ποτάμι θα δεις, θα βγεις σε ξέφωτο. Ψηλά γαλάζια βουνά στον ορίζοντα και σύννεφα που θα κυνηγιούνται με τον βοριά».
Φωτίστηκε το βλέμμα του, χάθηκε και η σκιά. Σηκώθηκε ύστερα πιο πολύ από ντροπή και άρχιζε να μαζεύει τα λαμπάκια. Έπιασε την ασημένια μεγάλη μπάλα και την κοίταξε καλά και εκείνη χωρίς να τον ρωτήσει έσπασε μες τα χέρια του. Το παρόν να ψιλοκουβεντιάζει με την λήθη.
Συνέχιζε να ξεστολίζει, παραμονή Φώτων, ας έβγαινε και αυτό το σκιάχτρο από το δωμάτιο.
«Άντε του χρόνου πάλι», είπε στην μικρή που τύλιγε σε μπαμπάκι το γαϊδουράκι της Φάτνης.
«Με γαϊδουράκι έφτασαν στη Βηθλεέμ…» ψέλλισε ο παππούς.
«…πράϋς και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον», συνέχισε.
«Ελάτε παιδιά, πάρετε τα παιχνίδια σας, τα βαρεθήκατε κιόλας;»
«Φέρε Μαρία και το ηλεκτρικό σκουπάκι, έσπασε πάλι φέτος μια μπάλα».
«Ναι από τις καλές, αυτές της μάνας μου».